Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ (ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2016/2017)







Σύγκριση βουλής και κυβέρνησης (γενική θεωρία, ισχύον ελληνικό δίκαιο, ιστορικά παραδείγματα).



ΑΠΑΝΤΗΣΗ



Προκειμένου να εξασφαλιστεί η φιλελεύθερη δημοκρατία και να γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν επαρκεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα, αλλά είναι επιπλέον απαραίτητος ο χωρισμός των εξουσιών ο οποίος προλαμβάνει τις καταχρήσεις στο αντιπροσωπευτικό σύστημα. 



Ο χωρισμός των εξουσιών συνεπάγεται ότι ο λαός ή το έθνος είναι συνάμα αόρατος και παρών. Αφ΄ενός δεν δρα παρά μόνο με το αντιπροσωπευτικό σώμα και αφετέρου υπενθυμίζει στα άλλα κρατικά όργανα ότι δρουν για δικό του λογαριασμό και δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την αρμοδιότητά τους που δεν είναι ιδιοκτησία τους. 



Η αρχή του χωρισμού των εξουσιών απαγορεύει τη σώρευση, άμεση ή έμμεση, όλων των κρατικών αρμοδιότητων στο ίδιο όργανο. Το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι η ουσιαστική διάκριση των διοφόρων αρμοδιότητων  αλλά η κατανομή τους σε διαφορετικά όργανα. Παραδοσιακά η κρατική εξουσία χωρίζεται σε τρεις ομάδες οργάνων που απαοτελούν την τη νομοθετική (Βουλή), την εκτελεστική (κυβέρνηση, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διοίκηση) και τη δικαστική εξουσία.



Τα κράτη που έχουν αντιπροσωπευτικό σύστημα υιοθετούν τον χωρισμό των εξουσιών κατά ποικίλους τρόπους. Η συστηματική σχέση αφενός των ανωτέρων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ΠτΔ, Κυβέρνηση) και αφετέρου της νομοθετικής αποτελούν το κυβερνητικό σύστημα του κάθε κράτους. 



Σύμφωνα με την επιστήμη 3 τύποι κυβερνητικών συστημάτων υπάρχουν, το κοινοβουλευτικό, το προεδρικό, και το σύστημα κυβερνώσης Βουλής. Κριτήριο είναι ο βαθμός του χωρισμού των εξουσιών, το κοινοβουλευτικό σύστημα υιοθετεί ήπιο χωρισμό των εξουσιών, το προεδρικό αυστηρό και το σύστημα κυβερνώσης βουλής πολύ χαλαρό χωρισμό των εξουσιών.



Στην Ελλάδα ισχύει κοινοβουλευτικό σύστημα όπου υπάρχει η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση ανάμεσα σε τρία ανώτερα όργανα του κράτους, τον αρχηγό του κράτους, τη βουλή και την Κυβέρνηση. Η κοινοβουλευτική σχέση έχει ως ουσιαστικό περιεχόμενο την αμοιβαία εξάρτηση της κυβέρνησης και της βουλής.



Η βουλή είναι άμεσο συλλογικό όργανο του κράτους, απολαμβάνει το τεκμήριο της αρμοδιότητας, αποτελεί το κανονικό ή τακτικό νομοθετικό όργανο και ψηφίζει τους νόμους και δρα αυτοτελώς (με μόνη εξαίρεση το νομοθετικό δημοψήφισμα).  Τη βουλή συγκροτούν οι βουλευτές τους οποίους αναδεικνύει ο λαός με εκλογές. Ο βουλευτής δεν εκφράζει ποτέ μόνος του την κρατική βούληση, αλλά συμπράττει στις εργασίες της βουλής. 


Οι κύριες αρμοδιότητες της βουλής είναι 2, να ψηφίζει τους νόμους και τον προϋπολογισμό του κράτους και να ελέγχει την κυβέρνηση και διαμέσου των υπουργών όλη την εκτελεστική εξουσία. Εφόσον όμως ένα πειθαρχημένο κόμμα ελέγχει την πλειοψηφία των εδρών και αναδεικνύει την κυβέρνηση η ισορροπία αλλάζει. Ο ίδιος πόλος πραγματικής εξουσίας καταλαμβάνει και την βουλή και την κυβέρνηση με αποτέλεσμα η βουλή να ψηφίζει με ελάχιστες τροποποιήσεις οποιοδήποτε νομοσχέδιο της προτείνουν οι υπουργοί. 


Από τη σκοπιά όμως του συνταγματικού δικαίου η βουλή νομιμοποιεί την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, εντάσσει στους θεσμούς την αμφισβήτηση, την οποία μετατρέπει σε αντιπολίτευση και ανάγει σε εναλλακτική κυβέρνηση, εξασφαλίζει δημοσιότητα στην προπαρασκευή των ανώτερων κανόνων δικαίου και είναι ο μόνος τόπος όπου οι υπουργοί  αντιμετωπίζουν πραγματικά αντίλογο.


Αναλυτικά οι αρμοδιότητες της βουλής είναι η ψήφιση των νόμων (στους οποίους περιλαμβάνονται και όσοι αφορούν την κύρωση διεθνών συνθηκών ή την παροχή αμνηστίας ) του προϋπολογισμού, απολογισμού και γενικού ισολογισμού του κράτους, των αποφάσεων για την κατάσταση πολιορκίας, των αποφάσεων για την προκήρυξη δημοψηφίσματος  και των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως, η αναθεώρηση του Συντάγματος, η άσκηση της αυτονομίας της (ψήφιση Κανονισμού και δικού της προϋπολογισμού και απολογισμού, συγκατάθεση για αναστολή των εργασιών της  περισσότερο από 30 ημέρες, εκλογή προεδρείου κ.λπ), η εκλογή του ΠτΔ, η άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών και ΠτΔ, η συγκατάθεση σε απονομή χάριτος σε υπουργό, η διαπίστωση της αδυναμίας του προέδρου και του Πρωθυπουργού να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, η παροχή άδειας για ποινική δίωξη βουλευτή και η άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας στην κυβέρνηση.


Η Ολομέλεια της Βουλής αποτελείται από το σύνολο των Βουλευτών, οι οποίοι εκλέγονται στις βουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα. Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων αποτελεί μία «Βουλευτική Περίοδο». Οι Βουλευτικές Περίοδοι αριθμούνται σε συνεχή σειρά από το 1974 και με ελληνική αρίθμηση.

Κατά τη διάρκεια της Βουλευτικής Περιόδου, η Βουλή συνέρχεται σε τακτικές Συνόδους (από το Σύνταγμα προβλέπεται και η σύγκληση της Βουλής σε έκτακτες και ειδικές Συνόδους). Η Ολομέλεια της Βουλής συνέρχεται σε τακτική Σύνοδο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου κάθε έτους. Η διάρκεια της τακτικής Συνόδου δε μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε μηνών. Σε τακτική Σύνοδο συγκαλείται η Ολομέλεια της Βουλής μέσα σε τριάντα ημέρες από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών. Η Ολομέλεια της Βουλής ασκεί κατεξοχήν τις αρμοδιότητες του νομοθετικού έργου και του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο Συνόδων, μέρος του Νομοθετικού Έργου αλλά και του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου ασκείται από τις συνθέσεις του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της Βουλής. Υπάρχουν τρεις διαδοχικές συνθέσεις του Τμήματος Διακοπής κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών και κάθε μία αποτελείται από το 1/3 του όλου αριθμού των Βουλευτών. Στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής μετέχει το ένα τρίτο του όλου αριθμού των Βουλευτών. Η σύνθεσή του αλλάζει περιοδικά, με τρόπο που να εξασφαλίζει την ισόχρονη, κατά το δυνατό, συμμετοχή σε αυτό όλων των Βουλευτών.


Η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 1/4 του όλου αριθμού των Βουλευτών (75 βουλευτές). Οι περιπτώσεις που απαιτούν ειδική πλειοψηφία αναφέρονται στο Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Η νομοθετική λειτουργία, δηλαδή η ψήφιση των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμου και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος προς την Κυβέρνηση, αποτελούν τον πυρήνα του κοινοβουλευτικού έργου. Τη νομοθετική πρωτοβουλία έχει είτε η Κυβέρνηση, δηλαδή ένας ή περισσότεροι Υπουργοί της, είτε οι Βουλευτές, ατομικά ή συλλογικά. Οι Υπουργοί καταθέτουν στη Βουλή τα νομοσχέδια (ή σχέδια νόμου), τροπολογίες και προσθήκες. Αντίστοιχα, οι Βουλευτές καταθέτουν στη Βουλή προτάσεις νόμων, τροπολογίες και προσθήκες, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα για την υποβολή τους.


Η Κυβέρνηση υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής (καθ΄όλη τη διάρκεια του βίου της). Έτσι, υποχρεωτικά κάθε φορά που σχηματίζεται νέα Κυβέρνηση (μετά από βουλευτικές εκλογές ή μετά από παραίτηση της προηγούμενης), οφείλει να εμφανίζεται ενώπιον της Βουλής και να ζητά ψήφο εμπιστοσύνης. 


Η Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα και όποτε άλλοτε θελήσει κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου να ζητήσει από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης. Αντίστοιχα, από την ίδια τη Βουλή μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από 50 τουλάχιστον Βουλευτές (το ένα έκτο του όλου αριθμού) και να αναφέρει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Για να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή για να αποδειχθεί ότι η Κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον την εμπιστοσύνη της Βουλής, πρέπει να υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή από 151 Βουλευτές. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά από πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. Κατ' εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογεγραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. 


Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι το μόνο μέσο ελέγχου της Κυβέρνησης από τη Βουλή. Το Σύνταγμα και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν και άλλα μέσα άσκησης του Κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με αυτά, είτε ζητούνται πληροφορίες και διευκρινίσεις από την Κυβέρνηση, είτε ασκείται έλεγχος για την πολιτική της σε έναν ορισμένο τομέα για πράξεις ή παραλείψεις της. Τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου χωρίς κύρωση είναι οι αναφορές, οι ερωτήσεις, οι επίκαιρες ερωτήσεις, οι επερωτήσεις, οι επίκαιρες επερωτήσεις, η ώρα του πρωθυπουργού, οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, ο έλεγχος επί των ανεξάρτητων αρχών και οι προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις.


1) Αναφορές: Οι πολίτες, μεμονωμένα ή συλλογικά, μπορούν να απευθύνουν εγγράφως και επωνύμως παράπονα ή αιτήματα στη Βουλή. Oι Boυλευτές πoυ επιθυμoύν να υιoθετήσoυν αναφoρά την πρoσυπoγράφoυν κατά την κατάθεσή της ή τo δηλώνoυν κατά την ανακoίνωσή της στη Boυλή. Ο Υπουργός είναι υποχρεωμένος να απαντήσει εγγράφως εντός 25 ημερών στην αναφορά την οποία έχει υιοθετήσει Βουλευτής.


2) Ερωτήσεις: Οι Βουλευτές μπορούν να απευθύνουν εγγράφως στους Υπουργούς ερωτήσεις για οποιαδήποτε δημόσια υπόθεση. Οι ερωτήσεις αυτές αποσκοπούν στην ενημέρωση της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αυτή. Οι Υπουργοί οφείλουν να απαντούν εγγράφως εντός 25 ημερών.



3) Επίκαιρες ερωτήσεις: Κάθε Βουλευτής έχει δικαίωμα, για θέματα που άπτονται της άμεσης επικαιρότητας, να υποβάλει γραπτές επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό ή τους Υπουργούς, οι οποίοι απαντούν προφορικά. Επίκαιρες ερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής στην πρώτη και τρίτη σύνθεσή του.



4) Οι επερωτήσεις: Οι επερωτήσεις αποσκοπούν στον έλεγχο της Κυβέρνησης για πράξεις ή παραλείψεις της. Οι επερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια της Βουλής. Εάν υπάρχουν περισσότερες επερωτήσεις για το ίδιο θέμα, η Βουλή μπορεί να αποφασίσει την ταυτόχρονη συζήτησή τους ή ακόμη και γενίκευση της συζήτησης.



5) Οι επίκαιρες επερωτήσεις: Για θέματα της άμεσης επικαιρότητας οι Βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν επίκαιρες επερωτήσεις. Οι επίκαιρες επερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής στην πρώτη και τρίτη σύνθεσή του. Η διαδικασία συζήτησης που προβλέπει ο Κανονισμός για τις επερωτήσεις εφαρμόζεται και στις επίκαιρες επερωτήσεις.



6) Η ώρα του Πρωθυπουργού: Ο Πρωθυπουργός μία φορά την εβδομάδα απαντά σε δύο τουλάχιστον επίκαιρες ερωτήσεις, που απευθύνονται στον ίδιο. Στη συζήτηση που διεξάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής λαμβάνουν το λόγο ο Πρωθυπουργός και ο Βουλευτής που έχει υποβάλει την επίκαιρη ερώτηση, ο οποίος την αναπτύσσει προφορικά σε 2 λεπτά. Οι περισσότερες επίκαιρες ερωτήσεις υποβάλλονται από τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών ομάδων, αλλά και οι Βουλευτές έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό. Εάν το θέμα της επίκαιρης ερώτησης που απευθύνεται στον Πρωθυπουργό είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας Υπουργού, τότε μπορεί να απαντήσει ο αρμόδιος Υπουργός.



7) Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων: Οι Βουλευτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν εγγράφως από τους Υπουργούς την κατάθεση εγγράφων σχετικών με κάποια δημόσια υπόθεση. Ο Υπουργός οφείλει να αποστείλει στη Βουλή εντός 30 ημερών τα ζητούμενα έγγραφα. Ωστόσο δεν κατατίθενται έγγραφα που αφορούν διπλωματικό, στρατιωτικό ή σχετικό με την ασφάλεια του Κράτους ζήτημα.



8) Ο έλεγχος επί των ανεξάρτητων αρχών: Κάθε Ανεξάρτητη Αρχή υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους έκθεση για τα πεπραγμένα της κατά το προηγούμενο έτος. Η έκθεση διαβιβάζεται είτε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, είτε στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή ή σε άλλη συνιστώμενη επιτροπή, οι οποίες υποβάλλουν τα πορίσματα των συζητήσεών τους στον Πρόεδρο της Βουλής. Ο Πρόεδρος τα υποβάλλει στην Κυβέρνηση και στην ελεγχόμενη αρχή. Επί των πορισμάτων μπορεί να διεξαχθεί συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής χωρίς τη διεξαγωγή ψηφοφορίας.



9) Οι συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως: Αφορούν εθνικά θέματα ή θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος και διεξάγονται σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων. Σε αυτές τις συζητήσεις ομιλούν ο Πρωθυπουργός, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων καθώς και ένας ή δύο Υπουργοί.

Σε κάθε σύνοδο, διεξάγονται υποχρεωτικά επτά  συζητήσεις εκ των οποίων μία αποτελεί δικαίωμα της Κυβέρνησης, μία του Προέδρου της Βουλής και οι άλλες πέντε της Αντιπολίτευσης.

Τόσο στις Διαρκείς Επιτροπές όσο και στην Ολομέλεια μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διεξάγονται με πρωτοβουλία Βουλευτών συζητήσεις για θέματα γενικότερης σημασίας ή ενδιαφέροντος. Επιπλέον, για την έγκαιρη και υπεύθυνη πληροφόρηση της Βουλής ο Πρωθυπουργός μπορεί να ζητήσει να κάνει ανακοινώσεις ή δηλώσεις στη Βουλή για οποιαδήποτε σοβαρή δημόσια υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή διεξάγεται σύντομη συζήτηση, στην οποία συμμετέχουν οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων.



Επίσης, οι Υπουργοί ενημερώνουν τη Βουλή για σοβαρά θέματα της αρμοδιότητάς τους. Παράλληλα η Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, μπορεί να καλεί σε ακρόαση λειτουργούς του κράτους, καθώς και οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο για θέματα που αφορούν στη λειτουργία των θεσμών και της διαφάνειας, η προσέλευση των οποίων είναι υποχρεωτική. Η επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον γενικό επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον γενικό επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων για θέματα που αφορούν σε λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης προς το σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας. Η επιτροπή έχει την εξουσία συλλογής πληροφοριών και εγγράφων και την εξουσία κλήσης και εξέτασης προσώπων. Η επιτροπή στο τέλος κάθε συνόδου υποβάλλει έκθεση στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και για την οποία γίνεται συζήτηση στην Ολομέλεια σε ειδική συνεδρίαση, χωρίς διεξαγωγή ψηφοφορίας.



Η Κυβέρνηση  είναι άμεσο συλλογικό όργανο, από νομική άποψη το ανώτατο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, από ουσιαστική άποψη όμως το κύριο όργανο για τη διακυβέρνηση του κράτους διότι ο ΠτΔ δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων για τη χάραξη πολιτικής. 

Είναι άμεσο όργανο διότι καθορίζει τη γενική πολιτική της χώρας και επειδή το δικαίωμα της να προτείνει διάλυση της βουλής με προεδρικό διάταγμα της εξασφαλίζει ανεξαρτησία. Κατά το Σύνταγμα, η διάλυση με κυβερνητική πρόταση γίνεται για ανανέωση της λαϊκής εντολής προς το αντιπροσωπευτικό όργανο προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Την πρωτοβουλία μπορεί να την έχει μόνο Κυβέρνηση που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Δεν την έχει ούτε η Κυβέρνηση που δεν έχει ακόμη λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, ούτε Κυβέρνηση που καταψηφίστηκε στη βουλή, ούτε Κυβέρνηση εναντίον της οποίας εκκρεμεί πρόταση δυσπιστίας (δηλαδή το πολύ για 5 ημέρες). Με την πρώτη ήδη διάλυση της βουλής το 1977 υπό το ισχύον Σύνταγμα διαμορφώθηκε συνθήκη του πολιτεύματος κατά την οποία η Κυβέρνηση, μπορεί κάθε στιγμή να προκαλέσει διάλυση της βουλής με προεδρικό διάταγμα.


Υπό στενή έννοια σύμφωνα με άρθρο 81 παρ. 1 εδ α Σ την κυβέρνηση αποτελούν το υπουργικό συμβούλιο που απαρτίζεται από τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς και τους αντιπροέδρους. Υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνει και τους αναπληρωτές υπουργούς, τους υπουργούς χωρίς χαρτοφυλάκιο (επικρατείας) και τους υφυπουργούς (αν το προβλέπει ο νόμος μπορεί να είναι και μέλη του υπουργικού συμβουλίου).


Τα υπουργεία ιδρύονται με νόμο, σε κάθε υπουργείο υπάρχει ένας υπουργός, νόμος προβλέπει τις θέσεις αναπληρωτών υπουργών, επικρατείας και υφυπουργών (οι θέσεις αυτές μπορούν να συνιστώνται και να καταργούνται με απόφαση του πρωθυπουργού). Οι υπουργοί δεν είναι ιεραρχικώς προϊστάμενοι των υφυπουργών, διότι δεν τους ασκούν ιεραρχικό έλεγχο,απλά τους εποπτεύουν και συντονίζουν τις ενέργειές τους. Σύμφωνα με άρθρο 83 Σ κάθε υπουργός ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζει ο νόμος, οι επικρατείας ασκούν όσες αρμοδιότητες τους αναθέτει ο πρωθυπουργός με απόφασή του, οι υφυπουργοί ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτουν με κοινή απόφαση ο πρωθυπουργός και ο οικείος υπουργός (μονομερώς ο οικείος υπουργός ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί αρμοδιότητες).


Σύμφωνα με άρθρο 81 -παρ. 1 εδ γ Σ ο πρόεδρος της κυβέρνησης μπορεί να διορίσει όσους αντιπροέδρους θέλει από τους υπουργούς του, αν δεν υπάρχει αντιπρόεδρος ο πρωθυπουργός ορίζει έναν από τους υπουργούς του ως προσωρινό αναπληρωτή του όταν παρουσιάζεται ανάγκη (άρθρο 81 -παρ. 5 Σ). Τις αρμοδιότητες των αντιπροέδρων ορίζει ο πρωθυπουργός με απόφασή του ή ο νόμος.


Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει και ορισμένα άλλα συλλογικά κυβερνητικά όργανα, τα κυριότερα είναι η κυβερνητική επιτροπή (το λεγόμενο μικρό υπουργικό συμβούλιο, μετέχουν ο πρωθυπουργός και οι κυριότεροι υπουργοί, λαμβάνουν μέτρα για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής), το κυβερνητικό συμβούλιο εξωτερικών και άμυνας (ΚΥΣΕΑ, διαμορφώνει πολιτική σε θέματα εθνικής άμυνας και ασφάλειας, σε πολεμική περίοδο μετονομάζεται σε πολεμικό συμβούλιο) και η επιτροπή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής (λαμβάνει μέτρα για την εφαρμογή του οικονομικού κυβερνητικού προγράμματος κ.λπ.).


Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας (αφορά την "Κυβερνητική πολιτική" και το ''οικονομικό πρόγραμμα της Κυβέρνησης") σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους (άρθρο 82 παρ. Ι Σ), για αυτό διαθέτει τη νομοθετική πρωτοβουλία (άρθρο 73 παρ. 1 Σ) όπως τη διαθέτουν και τα μέλη του νομοθετικού οργάνου.


Επίσης αρμοδιότητες του υπουργικού συμβουλίου είναι να αποφασίζει για πολιτικά θέματα γενικότερης σημασίας, να αποφασίζει για κάθε θέμα αρμοδιότητας άλλων συλλογικών Κυβερνητικών οργάνων ή ενός ή περισσοτέρων υπουργών, να προτείνει την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (πνπ) και όσων διαταγμάτων εκδίδονται με πρότασή του κ.λπ. Στην έκδοση πνπ το υπουργικό συμβούλιο ενεργεί ως μέλος σύνθετου εξαιρετικού νομοθετικού οργάνου, ενώ στην έκδοση διατάγματος στην κατάσταση ανάγκης ή πολιορκίας ενεργεί ως μέλος εξαιρετικού οργάνου αρμοδίου να θεσπίζει συνταγματικούς κανόνες (άρθρα 44 παρ. 1 & 48 παρ. 2 Σ).


Σύμφωνα με συνθήκη του πολιτεύματος ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί πρέπει να ενημερώνουν τον ΠτΔ για πολιτικά θέματα και για την εσωτερική και εξωτερική κατάσταση. Ο ΠτΔ μόνο εμπιστευτικά μπορεί να διατυπώνει τη γνώμη του προς την Κυβέρνηση, που δεν δεσμεύεται.


Μέσα στη Κυβέρνηση δεσπόζει ο πρόεδρος της Κυβέρνησης (πρωθυπουργός) που χαρακτηρίζεται ως ο primus solus. Τον διορίζει ο ΠτΔ αλλά δεν μπορεί ποτέ να τον παύσει. Αντίθετα με πρόταση του πρωθυπουργού ο ΠτΔ διορίζει και παύει όλα τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους υφυπουργούς (άρθρο 37 παρ. 1 Σ). Η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου είναι στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του πρωθυπουργού και οι υπουργοί παραμένουν στη θέση τους όσο επιθυμεί ο πρωθυπουργός. Κάθε πρωθυπουργός σχηματίζει τη δική του Κυβέρνηση που πρέπει να εμφανισθεί στη βουλή να ζητήσει πρόταση εμπιστοσύνης (άρθρο 84 παρ. 1 εδ β Σ). Πάντοτε η παραίτηση του πρωθυπουργού σημαίνει παραίτηση ολόκληρης της Κυβέρνησης ενώ η παραίτηση όλων των υπουργών εκτός του πρωθυπουργού δεν είναι παραίτηση όλης της Κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός προεδρεύει στο υπουργικό συμβούλιο, την Κυβερνητική επιτροπή και το ΚΥΣΕΑ.


Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 2 Σ ο πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της καθώς και των δημόσιων υπηρεσιών σε εφαρμογή της Κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο πλαίσιο των νόμων. Όταν το πολίτευμα λειτουργεί ομαλά, άρνηση υπουργού να συμμορφωθεί και προς την πλέον ασήμαντη υπόδειξη του πρωθυπουργού δεν νοείται. Είτε ο υπουργός παραιτείται είτε ο πρωθυπουργός τον παύει με προεδρικό διάταγμα


Ο πρωθυπουργός έχει πολιτική ευθύνη για οποιαδήποτε ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού διότι διαμέσου του υπουργικού συμβουλίου όποτε θέλει μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικότατα όλη την εκτελεστική εξουσία. Η κυβέρνηση αποτελεί ενιαία νοµική και πολιτική οντότητα µέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα. είναι συλλογικό όργανο υπεύθυνο ενώπιον της βουλής. Όλοι οι υπουργοί που ο καθένας τους έχει διαφορετικές αρμοδιότητες, εφαρμόζουν την ίδια κυβερνητική πολιτική και οφείλουν τη θέση τους στον πρωθυπουργό. Σύµφωνα µε το άρθρο 85 εδ α Σ είναι συλλογικώς υπεύθυνη για τη γενική πολιτική της κυβέρνησης και η υπουργική αλληλεγγύη τους επιβάλλει να µην ασκούν ο ένας στον άλλο δηµόσια κριτική διότι κάτι τέτοιο σηµαίνει κριτική προς τον πρωθυπουργό. Όταν ένας υπουργός δεν τηρεί υπουργική αλληλεγγύη, κανονικά παύεται.


Αλλά και πρόταση δυσπιστίας εναντίον µεµονωµένου υπουργού συσπειρώνει γύρω του όλη τη κυβέρνηση και μετατρέπεται σε πρόταση δυσπιστίας εναντίον ολόκληρης της κυβέρνησης, αν η βουλή τελικά τον αποδοκιμάσει ο πρωθυπουργός οδηγείται σε παραίτηση της κυβέρνησης. Η υπουργική αλληλεγγύη εξασφαλίζει την πολιτική ενότητα στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας.


Ιστορικά παραδείγματα:

Ως οργανωτική αρχή του πολιτεύματος, η διάκριση των εξουσιών απαντά σε όλα τα ελληνικά συντάγματα. Στο Σύνταγμα δε της Τροιζήνας του 1827, το οποίο είχε ως πρότυπό του το Σύνταγμα των ΗΠΑ, όπω και το "Ηγεμονικό" περιέχεται ρητή μνεία της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και, μάλιστα, υπό την ορολογία διαιρείται, η οποία παραπέμπει στην αριστοτελική διαίρεσιν των αρχών


Από την ανάγνωση των διατάξεων των ελληνικών συνταγμάτων καταδεικνύεται ότι η διάκριση των εξουσιών - με εξαίρεση το Σύνταγμα του 1827 και το "Ηγεμονικό" Σύνταγμα του 1832 που δεν εφαρμόστηκαν δεν είναι αυστηρή αλλά σχετική ή χαλαρή. Έτσι, η χαλαρή διάκριση των εξουσιών αποτελεί χαρακτηριστικό του μοναρχικού Συντάγματος του 1844,  κατά το οποίο ο βασιλιάς συμμετείχε στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας άμεσα μεν με νομοθετική πρωτοβουλία και την κύρωση των νόμων, έμμεσα δε, διορίζοντας ελεύθερα τα μέλη της γερουσίας και διαλύοντας τη βουλή.


Εξ' άλλου το Σύνταγμα του 1864, που σημειώνει το πέρασμα από την μοναρχική στη δημοκρατική αρχή μέσω της καθιέρωσης της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμελίου του πολιτεύματος, κατανέμει τη νομοθετική εξουσία μεταξύ βουλής και βασιλιά, στον οποίο απονέμει την εκτελεστική εξουσία ασκούμενη από τους υπουργούς, και ορίζει τις δικαστικές αποφάσεις εκτελούμενες στο όνομα του βασιλιά.


Κατά πανομοιότυπο τρόπο ορίζουν τη διάκριση των εξουσιών και τα δύο άλλα συντάγματα της βασιλευόμενης δημοκρατίας ( του 1911 και του 1952), το δε τελευταίο αναφέρεται ρητά στη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευόμενης δημοκρατίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα του 1927 θεσπίζει τη νομοθτική εξουσία ως αμιγώς ασκούμενη από τη βουλή και τη Γερουσία, ενώ για την εκτελεστική εξουσία προβλέπει την άσκησή της από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δια των υπεύθυνων υπουργών. Από την καθιέρωση, με την πρακτική της εφαρμογής του συντάγματος του 1864, του κοινοβουλευτικού συστήματος μέσω της εισαγωγής της αρχής της δεδηλωμένης και μέχρι σήμερα, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών κατατάσσει το ελληνικό πολίτευμα στα πολιτεύματα χαλαρής διάκρισης των εξουσιών.


Καταληκτικά, η βουλή έναντι της κυβέρνησης μπορεί να της παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης ή να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από αυτή (κοινοβουλευτικός έλεγχος με κύρωση), να ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο με τα υπόλοιπα μέσα τα οποία δεν περιλαμβάνουν κύρωση και έχει την αρμοδιότητα να κατηγορεί μέλη της κυβέρνησης ή όσους διετέλεσαν μέλη της όπως και τους υφυπουργούς σύμφωνα με τους νόμους για την ευθύνη υπουργών. Η κυβέρνηση από την άλλη μπορεί έχοντας λάβει ψήφο εμπιστοσύνης να προκαλέσει διάλυση της βουλής για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί θέμα εξαιρετικής σημασίας και το ότι έχει παράλληλα προς τη βουλή την αρμοδιότητα πρότασης των νόμων. 


Το θέμα είναι αρκετά αόριστο και η απάντηση απαιτεί πολλά κομμάτια που είναι διασκορπισμένα στο βιβλίο του Παντελή (Εγχειρίδιο συνταγματικού δικαίου) ή του Μαυριά (Συνταγματικό Δίκαιο) τα οποία όμως δεν έπρεπε να είναι πολύ αναλυτικά καθώς έπρεπε να αναφερθούν πολλά πράγματα και ο χρόνος ήταν περιορισμένος.

Στα ιστορικά παραδείγματα αναφέρονται ενδεικτικά τα πιο σημαντικά χωρίς να σημαίνει ότι δεν μπορούν να προστεθούν κι άλλα.

Ελευθέριος Καρανίκας.

Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε στο NOMOPOLIS εδώ!









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου