Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2016/2017)

Θέματα ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (Γράφουμε και τα δύο):


 1) Ικανότητα Δικαίου Φυσικών και Νομικών Προσώπων: Διάκριση με Ικανότητα Δικαιοπραξίας, Χρόνος έναρξης και λήξης.

 2)Ακυρώσιμη Δικαιοπραξία: Λόγοι και Έννομες Συνέπειες της Ακυρωσίας.


Απαντήσεις (αρκετά αναλυτικές, αρκεί και συνοπτικότερη απάντηση)

(1) 
Ικανότητα δικαίου καλείται η ικανότητα να είναι κάποιος φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στα νομικά πρόσωπα την ικανότητα δικαίου την ονομάζουμε νομική προσωπικότητα (ΑΚ 61).

Φυσικό πρόσωπο καλείται ο άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ικανότητα δικαίου (ΑΚ 34), που αρχίζει μόλις γεννηθούν ζωντανοί και λήγει με το θάνατό τους (ΑΚ 35).  Δεν υφίσταται περιορισμός στην ικανότητα δικαίου με βάση φύλο, φυλή, θρησκεία, εθνικότητα ή ηλικία και είναι αναπαλλοτρίωτη, δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να παραιτηθεί από την ικανότητα δικαίου ή με άλλον τρόπο να αποχωρισθεί από αυτήν . Η ικανότητα δικαίου της ΑΚ 34 που έχουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως καλείται γενική. Παράλληλα υπάρχουν όμως και ειδικές ικανότητες δικαίου που δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι, λ.χ. ικανότητα προς σύναψη γάμου, υιοθεσίας.

Η αρχή του φυσικού προσώπου θεωρείται ότι υπάρχει από τη στιγμή του τοκετού, αν το νεογνό γεννηθεί ζωντανό,  ακόμη και αν δεν είναι βιώσιμο. Εξάλλου, ο νόμος προσδίδει ικανότητα δικαίου ακόμη και στο κυοφορούμενο, υπό την αίρεση ότι θα γεννηθεί ζωντανό (ΑΚ 36), δηλαδή το θεωρεί κατά πλάσμα δικαίου ως γεννημένο, ώστε να επέρχονται ορισμένες έννομες συνέπειες στο πρόσωπό του, όπως λ.χ. κληρονομεί όταν είναι συνειλημμένο, αλλά όχι γεννημένο, έχει δικαίωμα αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής έναντι αυτού που θανάτωσε τον πατέρα του κατά την κύηση (ΑΚ 928 β΄). Σε κάθε περίπτωση τα δικαιώματα του κυοφορούμενου καθίστανται ενεργά αφού επέλθει η γέννηση. Κατά την κρατούσα άποψη, το κυοφορούμενο έχει περιορισμένη ή ατελή ικανότητα δικαίου, αφού κατά την κυοφορία του επάγονται δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις.

Στην περίπτωση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, το γονιμοποιηθέν ωράριο θα πρέπει να θεωρηθεί ως κυοφορούμενο από τη στιγμή της γονιμοποίησης στο δοκιμαστικό σωλήνα.

Τέλος, σε κάποιες περιπτώσεις, ικανότητα δικαίου έχει και ο «μήπω συνειλημμένος», επίσης υπό την προϋπόθεση ότι θα γεννηθεί ζωντανός, λ.χ. ο κληροδόχος αποκτά την κληροδοσία τη στιγμή του τοκετού, ακόμη και αν δεν είχε καν συλληφθεί όταν έγινε η κληροδοσία (ΑΚ 1999).

Το τέλος του φυσικού προσώπου επέρχεται με το θάνατο και συγκεκριμένα με την παύση των εγκεφαλικών λειτουργιών (εγκεφαλικός θάνατος). Όταν υπάρχει αμφιβολία ως προς το χρονικό σημείο του θανάτου, ο νόμος επιρρίπτει το βάρος απόδειξης σε αυτόν που επικαλείται το γεγονός του θανάτου για να αποκτήσει δικαίωμα (ΑΚ 37), ενώ όταν πέθαναν πολλοί και δεν μπορεί να διαπιστωθεί η χρονική σειρά (λ.χ. σε ατύχημα που σκοτώθηκαν μέλη της ιδίας οικογενείας που ο ένας κληρονομεί τον άλλο) τότε θεωρείται ότι πέθαναν όλοι ταυτόχρονα (ΑΚ 38, τεκμήριο συναποβιώσεως).  Επίσης, σε περίπτωση που κάποιο πρόσωπο έχει εξαφανισθεί για πολύ καιρό και ο θάνατός του θεωρείται πολύ πιθανός, μπορεί να κηρυχθεί δικαστικώς με τις προϋποθέσεις των ΑΚ 40-41 άφαντος, ώστε να εξομοιώνεται με νεκρό ως προς τις έννομες σχέσεις του (ΑΚ 48).

Ικανότητα δικαίου έχουν και τα νομικά πρόσωπα (νομική προσωπικότητα, AK 61), δηλαδή είναι αυτοτελή υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ανεξάρτητα από τα φυσικά πρόσωπα που τα αποτελούν. Ο ΑΚ δέχεται με τα αρ. 68, 70 και 71 ΑΚ την οργανική θεωρία (θεωρία «βουλητικού οργάνου») περί ΝΠ που θεωρεί ότι τα ΝΠ έχουν δική τους, ανεξάρτητη βούληση, αυτή που σχηματίζεται με ορισμένη διαδικασία και εκφράζεται από τα όργανά τους (σε αντίθεση με την θεωρία του πλάσματος δικαίου που θεωρεί ότι το ΝΠ δεν δικαιοπρακτεί και αντ’ αυτού δικαιοπρακτούν τα φυσικά πρόσωπα που ενεργούν ως αντιπρόσωποί του).

Η ικανότητα δικαίου του ΝΠ θεωρείται ειδική ικανότητα, διότι δεν μπορεί να κληρονομήσει ούτε να κληρονομηθεί, ενώ δεν μπορεί να συνάψει σχέσεις οικογενειακού δικαίου που προσιδιάζουν μόνο σε φυσικά πρόσωπα. Μπορεί όμως να απολαμβάνει του δικαιώματος στην προσωπικότητα, όπου τέτοια θεωρείται η επωνυμία, η φήμη του κλπ και συνεπώς μπορεί να ζητεί χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη κλπ. Η ικανότητα δικαίου του ΝΠ αρχίζει με τη νομότυπη σύστασή του (συστατική πράξη και καταστατικό, που συνήθως ευρίσκονται στο ίδιο έγγραφο, ΑΚ 63) και τις τυχόν διατυπώσεις δημοσιότητας, ανάλογα με τον τύπο του ΝΠ. Πάντως, ακόμη και αν υφίσταται ελάττωμα στη σύσταση του ΝΠ αυτό  μπορεί εγκύρως να δικαιοπρακτεί ως de facto νομικό πρόσωπο, ιδίως για την προστασία καλοπίστων τρίτων που συναλλάσσονται καλόπιστα με το ΝΠ.

Το τέλος του ΝΠ επέρχεται σε δύο στάδια: τη διάλυση και την εκκαθάριση. Μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης το ΝΠ παύει να υφίσταται, χάνει δηλαδή την ικανότητα δικαίου. Η διάλυση ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις για τα επιμέρους ΝΠ. Τη λύση ακολουθεί αυτοδικαίως η εκκαθάριση (ΑΚ 72) κατά την οποία επαληθεύονται το ενεργητικό και το παθητικό του ΝΠ, αναζητούνται οφειλές προς το ΝΠ και εκπληρώνονται υποχρεώσεις προς τρίτους και στο τέλος το υπόλοιπο διανέμεται στα δικαιούμενα πρόσωπα. Κατά την εκκαθάριση δηλ. το ΝΠ έχει περιορισμένη ικανότητα δικαίου (ΑΚ 72 β) δηλαδή μόνο για τις πράξεις που εξυπηρετούν τις ανάγκες της εκκαθάρισης. Όσες πράξεις είναι εκτός πλαισίου εκκαθάρισης δεν δεσμεύουν το ΝΠ.

Η ικανότητα δικαίου διακρίνεται σαφώς από την ικανότητα προς δικαιοπραξία που συνίσταται στην ικανότητα του ανθρώπου να συμμετέχει ο ίδιος αυτοπροσώπως στη δημιουργία και αλλοίωση εννόμων σχέσεων και συγκεκριμένα να καταρτίζει αυτοπροσώπως δικαιοπραξίες. Σε αντίθεση με την ικανότητα δικαίου, η ικανότητα προς δικαιοπραξία δεν απονέμεται σε όλους, αλλά μόνο σε εκείνους που έχουν την απαιτούμενη ωριμότητα προς αυτό, είτε με βάση ηλικιακά κριτήρια, είτε με βάση κριτήρια ψυχικής και σωματικής υγείας. Οι ανίκανοι προς δικαιοπραξία δικαιοπρακτούν μέσω των νομίμων αντιπροσώπων τους, που ορίζονται από το νόμο (λ.χ για τον ανήλικο οι γονείς του, για τον συμπαραστατούμενο ο συμπαραστάτης του).

(2) 
{ Έννοια }
Ακυρώσιμη είναι η δικαιοπραξία που παράγει μεν τα έννομα αποτελέσματά της, είναι όμως δυνατόν να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση εξαιτίας ορισμένου ελαττώματός της (AK 154). Στο σημείο αυτό διαφέρει σημαντικά από την άκυρη δικαιοπραξία, η οποία θεωρείται από το νόμο σαν να μην έγινε και εξαρχής δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα (ΑΚ 180). Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία, μετά την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση, εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, δηλαδή θεωρείται ως άκυρη από τη στιγμή της κατάρτισής της.

{Πότε, πως επέρχεται η ακύρωση}
Η ακύρωση της ακυρώσιμης δικαιοπραξίας γίνεται από το δικαστήριο με αγωγή, η οποία πρέπει να ασκηθεί μέσα σε δύο χρόνια από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157). Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή, τότε χάνεται το δικαίωμα της ακύρωσή της και η δικαιοπραξία πλέον δεν μπορεί να ακυρωθεί. Αν βέβαια ο λόγος της ακύρωσης (πλάνη, απάτη, απειλή) εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, τότε η διετία αρχίζει από τότε που έληξε η κατάσταση αυτή. Σε κάθε περίπτωση πάντως η αγωγή ακύρωσης δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο είκοσι ετών από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ακόμη και αν ο λόγος της ακύρωσης εξακολουθεί να υπάρχει. Δικαιούμενα πρόσωπα να ασκήσουν την αγωγή ακυρώσεως είναι ο πλανηθείς, ο απατηθείς, ο απειληθείς και οι κληρονόμοι τους (ΑΚ 154). Εννοείται ότι τα δικαιούμενα πρόσωπα μπορούν να παραιτηθούν ρητά ή σιωπηρά από το δικαίωμά τους να ζητήσουν την ακύρωση της δικαιοπραξίας (άρθρο 156 ΑΚ). Παραίτηση εκ των προτέρων δεν επιτρέπεται.

Απόσβεση του δικαιώματος προς ακύρωση επέρχεται και με παραίτηση, ρητή ή σιωπηρή (ΑΚ 156) με συνέπεια την οριστική ισχυροποίηση δικαιοπραξίας.

{Συνέπειες ακύρωσης της δικαιοπραξίας}
Αν ακυρωθεί μια ακυρώσιμη δικαιοπραξία με δικαστική απόφαση, τότε θεωρείται αναδρομικά σαν να μην έγινε, δηλαδή εξομοιώνονται με την εξαρχής άκυρη δικαιοπραξία (άρθρο 184 ΑΚ). Η δικαστική αυτή απόφαση πρέπει να γίνει τελεσίδικη, δηλαδή να μην προσβάλλεται με έφεση, για να ισχύει η ακύρωση, και θεωρείται διαπλαστική, επειδή δημιουργεί (διαπλάθει) μία καινούργια νομική κατάσταση. Δηλαδή διαπλάθει μία έννομη κατάσταση, αφού μια δικαιοπραξία που ίσχυε και παρήγαγε μέχρι τώρα αποτελέσματα, ακυρώνεται και εξομοιώνεται με μια εξαρχής άκυρη δικαιοπραξία.

Προστασία καλόπιστων τρίτων μόνο επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων. ΑΚ 103 επ. και 1203, 1204 (διορθωτική ερμηνεία μόνο για τον καλόπιστο)

{Λόγοι ακύρωσης μιας δικαιοπραξίας}
Οι λόγοι ακύρωσης μιας δικαιοπραξίας που προβλέπονται από το νόμο αφορούν σε ελαττώματα της δήλωσης ή της βούλησης του δικαιοπρακτούντος. Αυτοί είναι αποκλειστικά η πλάνη, η απάτη, και η απειλή.

α) Πλάνη
Η δήλωση βούλησης αποτελείται από δύο στοιχεία, τη βούληση και τη δήλωση. Η δήλωση συνήθως αποτελεί έκφραση της βούλησης. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, που υπάρχει διάσταση μεταξύ δήλωσης και βούλησης.
Πλάνη υπάρχει όταν η δήλωση βούλησης ενός προσώπου δεν ανταποκρίνεται στην αληθινή βούλησή του και η διάσταση αυτή μεταξύ της δήλωσης και της αληθινής βούλησης είναι ακούσια, δηλαδή μη ηθελημένη.
Προϋποθέσεις ακύρωσης της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης:
α) Η ύπαρξη πλάνης στη δήλωση κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Η πλάνη αυτή (πλάνη στη δήλωση) εμφανίζεται είτε ως διάσταση ανάμεσα στη δήλωση και στη βούληση του δηλούντος, είτε ως διάσταση της δήλωσης και της δικαιοπρακτικής βούλησης, δηλαδή ο δηλών από πλάνη προβαίνει σε δήλωση βούλησης ορισμένου περιεχομένου, ενώ δεν θέλει το περιεχόμενο αυτό της δικαιοπρακτικής δήλωσης, π.χ. περιπτώσεις σφαλμάτων σε αριθμητικούς υπολογισμούς, πλάνης στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομένου, πλάνη ως προς τις έννομες συνέπειες και περί το δίκαιο (σύναψη σύμβασης μίσθωσης, ενώ ο δηλών έχει την πεποίθηση ότι καταρτίζει πώληση με δόσεις).
Εντούτοις, η πλάνη στη δήλωση πρέπει να διακρίνεται από την πλάνη στη βούληση του προσώπου, η οποία ονομάζεται και πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης. Η πλάνη στη βούληση δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης μιας δικαιοπραξίας, γιατί ο νόμος δεν τη θεωρεί ουσιώδη (άρθρο 143 ΑΚ). Συνεπώς, ακόμη κι αν υπάρχει πλάνη στη βούληση ενός προσώπου, η δικαιοπραξία είναι καθ’ όλα έγκυρη και δεν μπορεί να ακυρωθεί (π.χ. κάποιος αγοράζει σπίτι για το γάμο της κόρης του και ο γάμος ματαιώνεται- η αγοραπωλησία δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω πλάνης).
β) Για να αποτελεί η πλάνη λόγος ακύρωσης της δικαιοπραξίας πρέπει να είναι και ουσιώδης, δηλαδή να αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για όλη τη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Δηλαδή η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης ως προς τη δήλωση του προσώπου κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 140 ΑΚ).
Το άρθρο 140 ΑΚ θέτει σωρευτικά δύο κριτήρια για το «ουσιώδες» της πλάνης, το αντικειμενικό και το υποκειμενικό. Το αντικειμενικό κριτήριο ορίζει ότι η πλάνη για να είναι ουσιώδης πρέπει να αναφέρεται σε σημείο που είναι αντικειμενικά σπουδαίο για όλη τη δικαιοπραξία. Το αντικειμενικό κριτήριο εκτιμάται από την κρίση του μέσου συναλλασσόμενου. Το υποκειμενικό κριτήριο ορίζει ότι η πλάνη για να είναι ουσιώδης πρέπει ο συγκεκριμένος δικαιοπρακτών να μην επιχειρούσε τη δικαιοπραξία, αν γνώριζε την αλήθεια σε σχέση με το αντικειμενικά σπουδαίο στοιχείο. Επομένως, η δικαιοπραξία δεν ακυρώνεται, έστω κι αν η πλάνη είναι αντικειμενικά ουσιώδης, αν αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος δικαιοπρακτών θα την επιχειρούσε ακόμη κι αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση.
Η συνειδητή όμως άγνοια δεν συνιστά πλάνη, π.χ. γνωρίζω όταν υπογράφω, ότι αγνοώ το περιεχόμενο της σύμβασης.

Προβληματική: Πλάνη ως προς τις ιδιότητες προσώπου ή πράγματος
Εδώ ουσιαστικά πρόκειται για περίπτωση πλάνης στη βούληση ενός προσώπου. Κατ' εξαίρεση, όμως, η πλάνη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της δικαιοπραξίας, εάν οι ιδιότητες του προσώπου (π.χ. φύλο, ηλικία, υγεία, εντιμότητα, φερεγγυότητα, μόρφωση, ειδικές γνώσεις, εμπειρία) ή του πράγματος (π.χ. ύλη, μορφή, βάρος, σύνθεση, επί ακινήτου θέση, συντελεστής δόμησης, σύσταση εδάφους, αρτιότητα και οικοδομησιμότητα) είναι τόσο σημαντικές για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία (άρθρο 142 ΑΚ) π.χ. ο Α αγοράζει πίνακα ζωγραφικής νομίζοντας ότι πρόκειται για γνήσιο έργο διάσημου ζωγράφου, ενώ στην πραγματικότητα ο πίνακας αποτελεί πιστό αντίγραφο (πλάνη ως προς τις ιδιότητες του πράγματος) ή ο Α προσλαμβάνει ως γραμματέα τη Β νομίζοντας ότι γνωρίζει τυφλό σύστημα, ενώ στην πραγματικότητα η Β αγνοεί να χρησιμοποιεί το πληκτρολόγιο (πλάνη ως προς τις ιδιότητες του προσώπου).

{Υποχρέωση πλανηθέντος προς αποζημίωση}
Η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω πλάνης είναι δικαίωμα του πλανηθέντος, όμως, ο νόμος προστατεύει τα συμφέροντα του δέκτη της δήλωσης του πλανηθέντος, αφού μη γνωρίζοντας την πλάνη έδειξε εμπιστοσύνη στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Το άρθρο 145 ΑΚ ορίζει ότι αυτός που λόγω πλάνης ζητά την ακύρωση της δικαιοπραξίας οφείλει αποζημίωση για το διαφέρον εμπιστοσύνης του αντισυμβαλλομένου του. Το διαφέρον αυτό, όμως, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διαφέρον (αποζημίωση) από την έγκυρη δικαιοπραξία (θετικό διαφέρον). Ο λήπτης ακυρωθείσας δήλωσης δηλαδή δεν μπορεί να βρεθεί σε καλύτερη θέση από εκείνη που θα βρισκόταν αν η δικαιοπραξία ήταν έγκυρη και όχι ακυρώσιμη. Επιπλέον, το άρθρο 145 § 2 ΑΚ ορίζει ότι τέτοια υποχρέωση αποζημίωσης δεν υπάρχει αν ο λήπτης της δήλωσης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλάνη, διότι τότε δεν διαψεύδεται η εμπιστοσύνη του.

{Αποκλεισμός ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω πλάνης}
Κατά κανόνα, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 140 ΑΚ, η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη. Κατ’ εξαίρεση, η ακύρωση της δικαιοπραξίας αποκλείεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 144 ΑΚ. Έτσι, η ακύρωση αποκλείεται: α) αν ο άλλος δέχεται τη δήλωση βούλησης, όπως την εννοεί ο πλανώμενος και β) αν η ακύρωση αντιβαίνει στην καλή πίστη, π.χ. αν η ζημία που θα υποστεί ο τρίτος είναι δυσανάλογη σε σχέση με την βλάβη του πλανηθέντος από την πλάνη.

{ Απάτη}
Εκτός της πλάνης, άλλος λόγος ακύρωσης δικαιοπραξίας είναι η απάτη. Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία (άρθρο 147 ΑΚ). Απάτη είναι η εκ προθέσεως συμπεριφορά που έχει σκοπό να παραπλανήσει ένα πρόσωπο, έτσι ώστε να το οδηγήσει σε δήλωση βούλησης, που αλλιώς δεν θα έκανε.
Προϋποθέσεις:
1. Παραπλάνηση του προσώπου που προβαίνει σε δήλωση βούλησης
2. η παραπλάνηση αυτή να είναι δόλια (εσκεμμένη). Αυτό σημαίνει ότι το πρόσωπο που εξαπάτησε τον άλλο πρέπει να γνώριζε την αλήθεια και να την παραποίησε επίτηδες, προκειμένου να παραπλανήσει τον εξαπατηθέντα. Στην περίπτωση που η απάτη προήλθε από τρίτο πρόσωπο, δικαίωμα ακύρωσης υπάρχει μόνο εάν ο αντισυμβαλλόμενος του εξαπατηθέντος, δηλαδή αυτός που ωφελήθηκε, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη.
3. Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της απάτης και της δήλωσης βούλησης του εξεπατηθέντος. Η απάτη δηλαδή πρέπει να συνετέλεσε κατά τρόπο αποφασιστικό, ώστε να καταρτίσει ο εξαπατηθείς τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία
Παράδειγμα: ο Α παραπλάνησε τον Β ότι ένας πίνακας ζωγραφικής είναι πρωτότυπο έργο μεγάλου ζωγράφου, ενώ είναι αντίγραφο, και τον πώλησε στον Β έναντι τιμήματος, που θα έπρεπε να πωληθεί το πρωτότυπο και όχι το αντίγραφο.

{Απάτη τρίτου}
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι επί δηλώσεων απευθυντέων προς άλλον, αν η απάτη έγινε από τρίτον, ο οποίος είναι κάθε άλλο πρόσωπο εκτός του αντισυμβαλλομένου ή εκείνου προς τον οποίο απευθύνθηκε η δήλωση ή του αντιπροσώπου αυτών, ή όταν η απάτη έγινε από τρίτον και άλλος απέκτησε αμέσως από τη δικαιοπραξία δικαιώματα, όπως επί συμβάσεως υπέρ τρίτου (ΑΚ 410), θα πρέπει αυτός να γνώριζε ή να όφειλε να γνωρίζει την απάτη.
Τρίτος δεν συμμετέχει στη δικαιοπραξία.
Έτσι, ο αποδέκτης της ελαττωματικής δήλωσης βούλησης δεν είναι άξιος προστασίας, εάν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη τρίτου και για το λόγο αυτό είναι ακυρώσιμη η δικαιοπραξία. Επομένως, εν προκειμένω δεν συγχωρείται ούτε ελαφρά αμέλεια του αποδέκτου της δήλωσης βούλησης.

Επί συρροής πλάνης και απάτης προτιμάται η απάτη, διότι η α) πλάνη δεν απαιτείται να είναι ουσιώδης, β) δεν προβλέπεται αποκλεισμός της ακύρωσης για λόγους της ΑΚ 144, γ) δυνατή και η αποζημίωση του απατηθέντος και όχι καταβολή αρνητικού διαφέροντος.

{ Απειλή }
Εκείνος που εξαναγκάσθηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα στα χρηστά ήθη από άλλο ή από τρίτο έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία (άρθρο 150 ΑΚ). Απειλή είναι η άσκηση ψυχολογικής βίας, δηλαδή η δημιουργία φόβου σε ένα πρόσωπο λόγω εξαγγελίας κακού που εξαρτάται από τη βούληση εκείνου που εξαγγέλλει. Η εξαγγελία κακού πρέπει να θέτει σε σπουδαίο κίνδυνο την προσωπικότητα ή την περιουσία του απειλουμένου ή συγγενικών ή άλλων στενά συνδεδεμένων με αυτόν προσώπων, και επιπλέον η επέλευση του κακού πρέπει να εξαρτάται από τη βούληση αυτού που απειλεί και να προκαλεί φόβο σε γνωστικό άνθρωπο.
Προϋποθέσεις:
1. Εξαγγελία κακού από ένα πρόσωπο προς αυτόν που ενεργεί τη δήλωση βούλησης
2. Το κακό να εξαρτάται από τη βούληση του απειλούντος, π.χ. δεν αρκεί η φράση «θα σε κάψει ο Θεός»
3. Το κακό να θέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα, την προσωπικότητα ή την περιουσία του απειλούμενου ή στενά συνδεδεμένων με αυτόν προσώπων
4. Η απειλή να είναι αντίθετη στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Συνεπώς, όταν αφορά σε άσκηση νομίμου δικαιώματος, δεν θεωρείται απειλή, π.χ. δεν είναι απειλή η φράση «αν δεν μου μεταβιβάσεις το πράγμα που μου πούλησες, θα ασκήσω εναντίον σου αγωγή».
5. Η απειλή να προκαλεί εύλογο φόβο στο μέσο κοινωνικό (λογικό) άνθρωπο με βάση τη μόρφωση, την ηλικία, την κοινωνική του κατάσταση κλπ.
6. Η απειλή να σκοπεύει και τελικά να πετυχαίνει τον εξαναγκασμό του απειλούμενου στη δήλωση βούλησης που ο απειλών επιθυμεί.
Παράδειγμα: ο Α αναγκάζεται να δωρίσει το αυτοκίνητό του στον Β υπό την απειλή ότι θα τον σκοτώσει, κρατώντας στα χέρια του ένα μαχαίρι. Η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιμη λόγω παράνομης απειλής. Αν η απειλή αφορούσε στην αποκάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης του Α στην οικογένειά του, η δικαιοπραξία θα ήταν ακυρώσιμη λόγω απειλής αντίθετης στα χρηστά ήθη.
Εκείνος που απειλήθηκε έχει δικαίωμα παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και αποζημίωση για κάθε επιπλέον ζημία που υπέστη με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεδομένου ότι η απειλή συνιστά και αδικοπραξία. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο αποζημίωση (άρθρο 152 ΑΚ).
Προσοχή: αν η δήλωση βούλησης έγινε με την άσκηση σωματικής και όχι ψυχολογικής βίας, τότε η δικαιοπραξία δεν είναι ακυρώσιμη, διότι αφορά σε ανύπαρκτη δήλωση βούλησης και κατά συνέπεια σε ανυπόστατη δικαιοπραξία, αφού το πρόσωπο δεν προέβη καν σε δήλωση βούλησης (κατ' άλλη άποψη πρόκειται για άκυρη δικαιοπραξία). Παράδειγμα: αν ο Α έχει ακινητοποιήσει τον Β και του κατευθύνει το χέρι για να υπογράψει, τότε δεν υπάρχει καν δήλωση βούλησης του Β.

{Συρροή λόγων ακύρωσης}
Είναι δυνατή η συρροή πλάνης (140-142) ή απάτης με διατάξεις πραγματικών ελαττωμάτων πώλησης.

Η άκυρη δικαιοπραξία, καθώς και αυτή που ακυρώθηκε δεν αποκλείεται να ακυρωθεί και από άλλη αιτία. Μια δικαιοπραξία μπορεί να είναι ακυρώσιμη και εικονική, καθώς επίσης είναι δυνατό η απειλή να προκάλεσε την ΑΚ 131 ανικανότητα.

Απαντηση αστικού Λευτέρης Αθανασόπουλος, δικηγόρος LL.M καθηγητής Αστικού Δικαίου Nomopolis

Για περισσότερες πληροφορίες για το NOMOPOLIS εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου