Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

ΛΥΜΕΝΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΣΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ)



Πρακτικό 1: Ψήφος εμπιστοσύνης & πρόταση δυσπιστίας

Η κυβέρνηση προτείνει στον Π.τ.Δ τη διάλυση της Βουλής με ταυτόχρονη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών προκειμένου να αντιμετωπιστεί θέμα εξαιρετικής σημασίας. Πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση επικαλείται ως εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας το ζήτημα της ένταξης της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ με τη συνταγματική της ονομασία «Μακεδονία». Το εκλογικό αποτέλεσμα δίνει εκ νέου την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο απαρχαιωμένο κυβερνών κόμμα. Έτσι ο Π.τ.Δ. ζητά από τον αρχηγό του απολύτως πλειοψηφούντος κόμματος και πρωθυπουργό να παραιτηθεί προκειμένου να του ανατεθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης η οποία (κυβέρνηση) θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Συναντά ωστόσο την έντονη αντίδραση και άρνηση του πρωθυπουργού ο οποίος θεωρεί ότι έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής.
Ερωτήματα:
1)    Μπορεί όντως η κυβέρνηση να μην παραιτηθεί με το σκεπτικό ότι διαθέτει εκ νέου την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία;
2)    Προθεσμία κατά την οποία η κυβέρνηση οφείλει να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου.
3)    Απαιτούμενη πλειοψηφία για να λάβει η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης.
4)    Νομικές συνέπειες μη αποδοχής πρότασης εμπιστοσύνης.

Απάντηση:
1)    Θεωρητικό υπόβαθρο: θεσμός διάλυσης της Βουλής. Μετά τη διεξαγωγή εκλογών η κυβέρνηση οφείλει να υποβάλλει σε κάθε περίπτωση την παραίτησή της ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος. Ακόμη και σε περίπτωση άρνησής της να παραιτηθεί ο Π.τ.Δ. υποχρεούται να την απαλλάξει από τα καθήκοντά της βάσει αρ.38 παρ.1Σ. Αυτό επιβάλλεται και από το σεβασμό της κοινοβουλευτικής αρχής: στήριξη και έλεγχος της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο.
2)    Θεωρητικό υπόβαθρο: παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Πραγμάτωση κοινοβουλευτικής αρχής με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, η οποία πρακτικά έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα (η εμπιστοσύνη είναι ήδη δεδηλωμένη). Η νεοδιορισμένη κυβέρνηση καλείται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού (αρ.84 παρ.1 εδ.β’Σ). Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας ισοδυναμεί με καταψήφιση της κυβέρνησης.

 3)    Θεωρητικό υπόβαθρο: ψήφος εμπιστοσύνης. Διχογνωμία στη θεωρία.
Α’ άποψη: η απαιτούμενη πλειοψηφία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνη είναι η απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151 ψήφοι,(αρ.37 παρ.2 εδ.α Σ). Β’ άποψη: κρατούσα γνώμη, αρ.84 παρ.6Σ, απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, όχι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Εφόσον το αρ.84 παρ.6 αναφέρεται αδιακρίτως σε κάθε περίπτωση υποβολής πρότασης εμπιστοσύνης, γίνεται δεκτό ότι η πλειοψηφία που τάσσει η διάταξη αυτή επαρκεί για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε κάθε περίπτωση. Με την έννοια αυτή η απουσία βουλευτή από την ψηφοφορία συνιστά έκφραση ανοχής προς τη νέα κυβέρνηση, δηλαδή έμμεση υποστήριξή της.
4)    Θεωρητικό υπόβαθρο: πρόταση δυσπιστίας. Αρ.38 παρ.1 εδ.α’ Σ: άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής θεωρείται: α) η μη αποδοχή πρότασης εμπιστοσύνης, β) η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η υποβολή παραίτησης της κυβέρνησης που καταψηφίστηκε παρέλκει (αρ.38 παρ.1 εδ.α’Σ). Άμεση συνέπεια η καταψήφισή της. Η διάκριση στην πλειοψηφία που απαιτείται για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (121 θετικές ψήφοι σε σύνολο 239 παρόντων ), για την αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας (151 ψήφοι σε σύνολο 300), δηλώνει ότι το Σύνταγμα επιδιώκει ακόμη και μέσω κυβερνήσεων ανοχής την εξασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας.


Πρακτικό 2: Παραίτηση πρωθυπουργού

 Λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας ο πρωθυπουργός οδηγείται σε παραίτηση, έτσι η κοινοβουλευτική ομάδα του απόλυτα πλειοψηφούντος κυβερνόντος κόμματος προτείνει για πρωθυπουργό τον Υπουργό Άμυνας. Ο νέος πρωθυπουργός θέλοντας να σχηματίσει καινούργια κυβέρνηση ζητά την παραίτηση όλων των υπουργών, οι οποίοι ωστόσο αρνούνται ισχυριζόμενοι ότι η παραίτηση του πρωθυπουργού δε συνεπάγεται με τη δική τους. Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι η Βουλή πρέπει να διαλυθεί εφόσον έχει παραιτηθεί ο πρωθυπουργός. Κάτω από τις αντιδράσεις αυτές ο νέος πρωθυπουργός διατηρεί το υπουργικό συμβούλιο ως έχει και διατείνεται ότι δεν υφίσταται θέμα διάλυσης της Βουλής, εφόσον η σύνθεση της κυβέρνησης δεν έχει αλλάξει. Σχολιάστε τις απόψεις που εκτέθηκαν πιο πάνω.

Απάντηση:
Θεωρητικό υπόβαθρο: Κ.Χρυσόγονος, ΣΔ., Τρίτο Μέρος, Κεφ.III, παρ.28Γ,β,γ.
Ο νέος πρωθυπουργός προτείνει βάσει του αρ.38 παρ.2Σ *** από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. Η πρόταση είναι δεσμευτική για τον Π.τ.Δ. Ο διορισμός νέου πρωθυπουργού ουσιαστικά συνεπάγεται την παραίτηση του υπουργικού συμβουλίου, καθώς ο βίος του υπουργικού συμβουλίου συνδέεται άρρηκτα με τη διάρκεια της πρωθυπουργικής θητείας. Συνεπώς η επιχειρηματολογία των μελών του απερχόμενου υπουργικού συμβουλίου είναι αβάσιμη και οφείλουν να υποβάλλουν την παραίτησή τους.
Η Βουλή δε διαλύεται ως απόρροια της ατομικής παραίτησης του πρωθυπουργού, εφόσον αυτός ηγείται κόμματος με την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που ενδιαφέρει από συνταγματική σκοπιά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η διατήρηση από το κυβερνών κόμμα της αναγκαίας πλειοψηφίας στη Βουλή. Μόνο στο ενδεχόμενο που εκλείψει η προϋπόθεση αυτή και η Βουλή αδυνατεί να αναδείξει κυβερνητική πλειοψηφία, τότε έχουμε διάλυση της Βουλής και σχηματισμό εκλογικής κυβέρνησης κατά το αρ.37 παρ.2 Σ. Συνεπώς τα επιχειρήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ευσταθούν από συνταγματική σκοπιά. Κρίσιμο σημείο, όσον αφορά την περίπτωση αδυναμίας άσκησης πρωθυπουργικών καθηκόντων λόγω σοβαρής ασθενείας, επειδή η αδυναμία στο πρόσωπο του πρωθυπουργού αποτελεί, πέρα από ιατρικό, σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Έτσι η διαπίστωσή της ανατίθεται στη Βουλή, αρ.38 παρ.2 Σ. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης αποτελεί η σχετική πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνόντος κόμματος. Πρωτοβουλία ωστόσο μπορεί να αναλάβει η ομάδα βουλευτών εφόσον συγκροτείται από τα 2/5 του συνόλου των βουλευτών.


Πρακτικό 3: Κυβερνητική διάλυση βουλής

Η κυβέρνηση προτείνει στον Π.τ.Δ. διάλυση της Βουλής για ανανέωση της λαϊκής εντολής επικαλούμενη εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2008, ο πρώτος μετά την έξοδο της χώρας από την οικονομική επιτήρηση της Ευρώπης. Ο Π.τ.Δ. εκδίδει διάταγμα που προσυπογράφεται από το υπουργικό συμβούλιο και διαλύεται η Βουλή.
 Ερωτήματα:
1)    Σύμφωνη με το Σύνταγμα διάλυση της Βουλής;
2)    Δικαίωμα Π.τ.Δ. να αρνηθεί πρόταση κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής.
3)    Νομική φύση διατάγματος διάλυσης της Βουλής.
4)    Επιτρέπεται δικαστικός έλεγχος για το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής;

Απάντηση:
Θεωρητικό υπόβαθρο: Διάλυση της Βουλής – Προκήρυξη Εκλογών.
1)    Διάλυση Βουλής: αρ. 37, 38, 41 Σ.
2)     Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε αιτιώδη κυβερνητική διάλυση και ειδικότερα την ανάγκη αντιμετώπισης εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας (αρ.41 παρ.2Σ). Σημαντικό κρίνεται η κυβέρνηση να διατηρεί την εμπιστοσύνη της Βουλής. Από το ιστορικό της άσκησης προκύπτει ότι η κυβέρνηση θεωρεί την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2008 ως εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, χρήζον αντιμετώπισης με νωπή λαϊκή εντολή. Το   εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας συνιστά αόριστη ρήτρα και έχει λάβει το νόημά της μέσα από την ιστορική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων 44 παρ.2 και 41 παρ.2 Σ. σε συνδυασμό με τη συνταγματική πρακτική. Έτσι ‘εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας’ λογίζεται κάθε ζήτημα σχετιζόμενο με την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, με άλλα λόγια, ζητήματα που συνδέονται με τη γενική πολιτική της χώρας. 
    Έτσι,  εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί η ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2008, μολονότι έχει την ιδιαιτερότητα του πρώτου προϋπολογισμού μετά την έξοδο της χώρας από την οικονομική επιτήρηση, καθώς δεν πληρούται η αναγκαία προϋπόθεση που τάσσει το αρ.41 παρ.2 Σ.
3)    Στην ‘αιτιώδη’ κυβερνητική διάλυση ο πρόεδρος της δημοκρατίας δεσμεύεται από την πρόταση της κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής. Ο Π.τ.Δ. έχει μόνο ονομαστική αρμοδιότητα η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι δέσμια, οπότε κατ’αρχήν δε θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση της κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες προϋποθέσεις για την υποβολή πρότασης διάλυσης της Βουλής εκ μέρους της κυβέρνησης, οι εξής: α) η κυβέρνηση οφείλει να διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής, β) να μην έχει διαλυθεί η Βουλή για τι ίδιο θέμα, γ) η ύπαρξη ειδικής απόφασης του υπουργικού συμβουλίου λαμβανομένη με τη συνήθη πλειοψηφία. Αν εκλείψει έστω και μια, υποχρεούται ο Π.τ.Δ. να αρνηθεί την πρόταση της κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής. Αντίθετα είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτη η διαφωνία του Π.τ.Δ. με την κυβέρνηση ως προς το θέμα διάλυσης της Βουλής, καθώς ανάγεται στη σφαίρα των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης. Έτσι ο Π.τ.Δ. δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόταση της κυβέρνησης για διάλυση της Βουλής ισχυριζόμενος ότι το ζήτημα της ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού του 2008 δεν αποτελεί κατά τη γνώμη του ‘εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας’ έστω και αν θα είχε δίκιο.
4)    Το π.δ. διάλυσης της Βουλής ανήκει στα ρυθμιστικά διατάγματα του Π.τ.Δ. επειδή: α) αποτελεί πράξη με την οποία διατυπώνεται η πολιτική βούληση άμεσων οργάνων του κράτους και β) αφορώντας σχέσεις άμεσων κρατικών οργάνων, συνιστά μια από τις ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Π.τ.Δ.
5)    Τα ρυθμιστικά διατάγματα δεν υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο. Ο καθηγητής Χρυσόγονος δίδει ως αιτιολογία ότι ο Π.τ.Δ. δρα ως ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι ως διοικητική αρχή. Η νομολογία του Σ.τ.Ε. στην ίδια κατεύθυνση υποστηρίζει ότι τα ρυθμιστικά διατάγματα συνιστούν ‘κυβερνητικές πράξεις’ και όχι εκτελεστές διοικητικές πράξεις.


Πρακτικό 4: Αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου από ΠτΔ

 Ο Π.τ.Δ. μελετώντας κείμενο νομοσχεδίου σχετικό με την καθιέρωση ειδικής φοροαπαλλαγής για τους κατοίκους των πυρόπληκτων περιοχών διαμορφώνει την άποψη ότι ορισμένες διατάξεις του αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και ειδικότερα την αρχή της ισότητας των Ελλήνων απέναντι στο νόμο. Έτσι δύο εβδομάδες μετά την ψήφιση του νόμου ο Π.τ.Δ. αρνείται την έκδοση και δημοσίευσή του και με την άσκηση της αρμοδιότητας της αναπομπής ζητά από το κοινοβούλιο την απάλειψη των διατάξεων που αντίκεινται στο Σύνταγμα.
Ερωτήσεις:
1)    Νομική φύση έκδοσης και δημοσίευσης των νόμων από Π.τ.Δ.
2)    Δυνατότητα άρνησης από τον Π.τ.Δ. της έκδοσης και δημοσίευσης του ψηφισμένου από τη Βουλή νόμου μετά την πάροδο ενός μήνα από την ψήφισή του χωρίς να τον έχει αναπέμψει.
3)    Νομική φύση αναπομπής νόμων από τον Π.τ.Δ.
4)    Συνταγματικά θεμιτή η άσκηση αρμοδιότητας αναπομπής από τον Π.τ.Δ.;


Απάντηση:
 Θεωρητικό υπόβαθρο: Αναπομπή των νόμων από τον Π.τ.Δ.
1)    Αρ.42 παρ.1 Σ.: Με την έκδοση του νόμου ο Π.τ.Δ. βεβαιώνει ότι η Βουλή ακολούθησε τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία για την ψήφιση του νόμου. Η δημοσίευση του νόμου στην Ε.τ.Κ. εξασφαλίζει την αναγκαία δημοσιότητα στους κανόνες δικαίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Π.τ.Δ. συμμετέχει στη συνολική νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Άρα,  η έκδοση και δημοσίευση των νόμων από τον Π.τ.Δ. ανήκουν στις νομοθετικές αρμοδιότητές του.
2)    Βάσει του αρ.42 παρ.1Σ. ο Π.τ.Δ. οφείλει να εκδώσει και να δημοσιεύσει στην ΕτΚ ή να αναπέμψει ψηφισμένο νόμο ένα μήνα πριν από την ψήφισή του. Στην περίπτωση της αναπομπής οφείλει να εκθέσει ταυτόχρονα και τους λόγους της. Μετά την παρέλευση του ενός μήνα από την ψήφιση του νόμου χωρίς την άσκηση αρμοδιότητας αναπομπής ο Π.τ.Δ. υποχρεούται να εκδώσει και να δημοσιεύσει το νόμο. Οποιαδήποτε άρνησή του είναι πρόδηλα αντισυνταγματική, ενώ συντρέχει ταυτόχρονα και η ποινική ευθύνη του Π.τ.Δ. για την με πρόθεση παραβίαση του Συντάγματος.
3)    Η αναπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου από τον Π.τ.Δ. στη Βουλή έχει διφυές χαρακτήρα καθώς ανήκει ταυτόχρονα τόσο στις νομοθετικές όσο και στις ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Π.τ.Δ. Στο βαθμό που η αναπομπή των νόμων αποσκοπεί στην άρση διαφωνίας ανάμεσα στον Π.τ.Δ. και τη Βουλή ενυπάρχει το στοιχείο της ρύθμισης των σχέσεων των άμεσων αυτών οργάνων.
4)    Από το ιστορικό της άσκησης προκύπτει ότι ο Π.τ.Δ. τήρησε τόσο την προβλεπόμενη προθεσμία αναπομπής, όσο και την έκθεση των λόγων αναπομπής (αντίθεση ορισμένων διατάξεων του νομοθετήματος προς την αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο). Από τη συστηματική ερμηνεία της διάταξης 42 παρ.1 Σ. προκύπτει ότι ο Π.τ.Δ. δεν μπορεί να αναπέμψει ψηφισμένο νόμο για λόγους που αφορούν το ουσιαστικό περιεχόμενο. Επιτρέπεται μόνο για έλεγχο της εσωτερικής τυπικής αντισυνταγματικότητας του νόμου, δηλαδή την τήρηση της συνταγματικά προβλεπόμενης διαδικασίας για την ψήφιση του νόμου από τη Βουλή.
Πρόσθετα επιχειρήματα παρέχουν τόσο το αρ.50 Σ. που εισάγει το αρνητικό τεκμήριο αρμοδιότητας όσο και το αρ.93 παρ.4 Σ. σύμφωνα με το οποίο αρμόδια όργανα για τον έλεγχο της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας των νόμων είναι τα δικαστήρια.
 Από το ιστορικό της άσκησης προκύπτει ότι η αιτιολογία αναπομπής που προβάλλεται από τον Π.τ.Δ. ανάγεται σε έλεγχο ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας των νόμων εφόσον ο αρχηγός του κράτους υποστηρίζει ότι ορισμένες ρυθμίσεις του βρίσκονται σε αντίθεση με την αρχή ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Έτσι η αναπομπή κρίνεται αντισυνταγματική.




Πρακτικό 5: Παραίτηση πρωθυπουργού


Λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας ο Πρωθυπουργός και Πρόεδρος του κυβερνώντος και απολύτως πλειοψηφούντος με 161 έδρες στη Βουλή κόμματος «Ελλάδα, Ελλαδίτσα» παραιτείται και από τις δύο θέσεις του.
  1. Η μείζων αντιπολίτευση ζητάει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας( ΠτΔ) άμεση διεξαγωγή εκλογών από υπηρεσιακή κυβέρνηση, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.1 εδ.γ Σ. Είναι συνταγματικά ορθό το αίτημά της;
  2. Το κόμμα «Ελλάδα, Ελλαδίτσα» προκηρύσσει έκτακτο συνέδριο, που πραγματοποιείται δυο μέρες μετά τη διπλή παραίτηση, όπου αρχηγός του κόμματος εκλέγεται η Α.Β.  Η κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος διαφωνεί με τη διαδικασία διεξαγωγής του Συνεδρίου, και την επόμενη μέρα προτείνει στον ΠτΔ να διορίσει Πρωθυπουργό τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ.Δ. Ενεργεί σύμφωνα με το Σ. ο ΠτΔ διορίζοντας Πρωθυπουργό την ΑΒ;
  3. Η ΑΒ ζητάει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στην ψηφοφορία 20 μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος «Ελλάδα, Ελλαδίτσα» αποχωρούν, τα υπόλοιπα δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ οι βουλευτές των άλλων κομμάτων καταψηφίζουν. Διαθέτει η Κυβέρνηση την εμπιστοσύνη της Βουλής;
Αιτιολογείστε και τεκμηριώστε κάθε απάντηση. Η απλή αναφορά των άρθρων του Σ. δεν επαρκεί.
Απάντηση:
Θεωρητικό υπόβαθρο: παραίτηση Πρωθυπουργού
1.    Στο άρθρο 38 παρ.1 και 2 προβλέπονται δυο είδη παραίτησης κυβερνητικών οργάνων. Αφενός η παραίτηση της κυβέρνησης συνολικά και αφετέρου η ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού. Και στις δυο περιπτώσεις οδηγούμαστε εν τέλει στην απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της με διαφορετικό τρόπο σε καθεμιά από αυτές. Έτσι σε περίπτωση παραίτησης της κυβέρνησης συλλογικά, σκιαγραφούνται και πάλι δυο πιθανότητες. Όταν πρόκειται για κυβέρνηση μονοκομματικής πλειοψηφίας με επικεφαλής τον αρχηγό του κόμματος, τότε ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης, η οποία να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, εμφανίζεται ως πολιτικά αδύνατος. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να αποτραπούν απόπειρες επέμβασης στις εσωκομματικές διεργασίες του κυβερνώντος κόμματος( για παράδειγμα από τον ΠτΔ) το Σύνταγμα επιβάλλει τη διάλυση της Βουλής και το σχηματισμό κυβέρνησης, η οποία να διενεργήσει τις εκλογές: κατ’ αρχήν οικουμενικής και, αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, υπηρεσιακής, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 37 παρ.3 εδ. γ του Σ. Αντίθετα, αν η απερχόμενη κυβέρνηση είναι κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων και κανένα από αυτά δε διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τότε η δυνατότητα να συγκροτηθεί ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να διερευνηθεί είτε μέσω της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών, είτε, στην περίπτωση που οι εντολές αποβούν ατελέσφορες, με σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 38 παρ.1 Σ, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις των παρ.2,3 και 4 του άρθρου 37 Σ.


Τα ίδια αποτελέσματα, δηλ. την απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, επιφέρει εν τέλει και η ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού, αφού ο εκάστοτε πρωθυπουργός είναι αρμόδιος και αποφασίζει για το διορισμό ή την απομάκρυνση των υπουργών (άρθρο 37 παρ.1 Σ). Με άλλα λόγια, δεν νοείται κυβέρνηση, την σύνθεση της οποίας δεν έχει καθορίσει ο πρωθυπουργός. Έτσι, ακόμη και η παύση του υπουργικού συμβουλίου και η συνολική αντικατάστασή του δεν θεωρείται απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, εφόσον συνεχίζεται η ίδια πρωθυπουργική θητεία.Η ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού δεν επιφέρει, πάντως, τη διάλυση της Βουλής, εφόσον αυτός είναι αρχηγός του κόμματος που διαθέτει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Απλώς δημιουργούνται νέες προϋποθέσεις ως προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού, το οποίο επιλέγεται με τον τρόπο που προβλέπει το καταστατικό του κόμματος και προτείνεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από την κοινοβουλευτική ομάδα του τελευταίου. Το συνταγματικά ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση ατομικής παραίτησης του πρωθυπουργού είναι η διατήρηση από το κυβερνών κόμμα της αναγκαίας πλειοψηφίας στη Βουλή. Μόνο εάν η προϋπόθεση αυτή εκλείψει (για παράδειγμα, αν έχουμε ανεξαρτητοποίηση του παραιτούμενου πρωθυπουργού, τον οποίο ακολουθεί ένα μέρος της κοινοβουλευτικής δύναμης του κυβερνώντος κόμματος προκαλώντας τη διάσπασή του), και η Βουλή αδυνατεί να αναδείξει κυβερνητική πλειοψηφία, τότε διαλύεται η Βουλή και σχηματίζεται εκλογική κυβέρνηση, η οποία θα διενεργήσει τις εκλογές σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ.2 Σ. Επομένως, το αίτημα της μείζονος αντιπολίτευσης, η οποία ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας άμεση διεξαγωγή εκλογών από υπηρεσιακή κυβέρνηση, είναι συνταγματικά αβάσιμο, εφόσον σύμφωνα με το ιστορικό της άσκησης το κυβερνών κόμμα εξακολουθεί να έχει την πλειοψηφία των 161 εδρών στη Βουλή.
2.    Η ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού έχει διαφορετικές πολιτικές και θεσμικές συνέπειες από τη συλλογική παραίτηση του υπουργικού συμβουλίου: αν το κόμμα, στο οποίο ανήκει ο πρωθυπουργός που παραιτείται, διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και άρα δυνατότητα να εξακολουθήσει να κυβερνά ( όπως συμβαίνει στο ιστορικό της άσκησης), τότε σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.2 εδ’ α και β’ Σ, η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος υποβάλλει την δεσμευτική για τον ΠτΔ πρόταση σχετικά με το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού. Ωστόσο, γίνεται δεκτό, ότι εφόσον η παραίτηση του πρωθυπουργού συνοδεύεται και από την παραίτηση από την ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος, όπως συμβαίνει στο ιστορικό της άσκησης, καλείται άμεσα σε εφαρμογή το άρθρο 37 παρ.2 εδ’ α Σ. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι ο ΠτΔ οφείλει να διορίσει ως πρωθυπουργό το νέο αρχηγό του κόμματος, χωρίς παρεμβολή της κοινοβουλευτικής ομάδας. Πρόκειται για μια ερμηνευτική εκδοχή που ανταποκρίνεται στη ratio του άρθρου 37 παρ.2, καθώς δεν καταλείπει περιθώρια παρέμβασης στον ΠτΔ. Παραμερίζει ωστόσο θεσμικά χωρίς προφανή λόγο την κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Επιπλέον, παραγνωρίζει το γεγονός, ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 προέκρινε τη συμμετοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας στη διαδικασία επιλογής νέου πρωθυπουργού σε κάθε περίπτωση αντικατάστασης του αρχηγού της κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ.2 εδ’α Σ).

Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ιστορικού της άσκησης ο ΠτΔ έπραξε σύμφωνα με το Σύνταγμα, διορίζοντας ως πρωθυπουργό την Α.Β., η οποία εκλέχτηκε αρχηγός του κόμματος «Ελλάδα, Ελλαδίτσα», στο έκτακτο συνέδριο που προκηρύχθηκε 2 μέρες μετά τη διπλή παραίτηση του τέως πρωθυπουργού, παρά τη διαφωνία της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Ο ΠτΔ έπραξε με βάση το άρθρο 37 παρ.2 εδ’ α Σ, όπως εκτέθηκε παραπάνω.
Σχετικά τώρα με την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος που διαφώνησε με τη διαδικασία διεξαγωγής του Συνεδρίου και την επόμενη μέρα πρότεινε στον ΠτΔ να διορίσει πρωθυπουργό τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ.Δ., μολονότι παραμερίστηκε θεσμικά χωρίς προφανή λόγο από την ερμηνευτική εκδοχή του άρθρου 37 παρ.2 εδ’α ( όπως εκτέθηκε παραπάνω), η πρόταση που έκανε στον ΠτΔ είναι αντισυνταγματική. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ.4 του Συντάγματος, απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην κυβέρνηση. Ο κανόνας αυτός, που αποτελεί και ειδικότερη έκφανση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, κάμπτεται μόνο στην περίπτωση σχηματισμού εκλογικής υπηρεσιακής κυβέρνησης, η οποία προκύπτει μετά από την αποτυχία σχηματισμού αντίστοιχης οικουμενικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ.3 εδ’γ Σ. Εφόσον δεν καταστεί εφικτός ο σχηματισμός οικουμενικής κυβέρνησης, η σχετική συνταγματική πρόβλεψη αναθέτει την ευθύνη διεξαγωγής των εκλογών σε κυβέρνηση της ευρύτερης δυνατής αποδοχής υπό τον Πρόεδρο ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια, ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό. Η επιλογή μεταξύ των τριών προέδρων οφείλει να γίνει από τον ΠτΔ με κριτήριο τη διαμόρφωση της ευρύτερης δυνατής αποδοχής γύρω από το πρόσωπό του. Όμως, η συγκεκριμένη περίπτωση δεν σχετίζεται με το ιστορικό της άσκησης.
3.    Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε νεοδιοριζόμενη κυβέρνηση αποτέλεσε σημείο διχογνωμίας στη θεωρία. Κατά μία άποψη, η οποία επικαλείται το άρθρο 37 παρ.2 εδ’ α Σ, η κυβέρνηση οφείλει να διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δηλαδή, να λάβει κατά την ψηφοφορία 151 ψήφους. Η κρατούσα γνώμη, ωστόσο, δέχεται ότι στο σημείο αυτό καλείται σε εφαρμογή η παρ.6 του άρθρου 84 Σ, που ρυθμίζει τον τρόπο έκφρασης της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου και ορίζει ότι: «πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών». Δεδομένου ότι η παρ.6 του άρθρου 84 Σ αναφέρεται αδιάκριτα σε κάθε περίπτωση που υποβάλλεται πρόταση εμπιστοσύνης, θα πρέπει να γίνει δεκτό πως η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή πλειοψηφία επαρκεί για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, τόσο μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, όσο και σε όλη τη διάρκεια του βίου της. Έτσι, η νέα κυβέρνηση αποκτά την εμπιστοσύνη της Βουλής από τη στιγμή που οι θετικές ψήφοι είναι περισσότερες από το μισό των παρόντων βουλευτών, ενώ ταυτόχρονα εξισώνονται με ή υπερβαίνουν τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Με την έννοια αυτή, η απουσία του βουλευτή από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς τη νέα κυβέρνηση αποτελεί έκφραση ανοχής, συνιστά με άλλα λόγια έμμεση υποστήριξή της.           
4.    Σύμφωνα με το ιστορικό της άσκησης, στην ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση της Α.Β.,, 20 μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος «Ελλάδα, Ελλαδίτσα» αποχωρούν, συνεπώς, από τους 161 βουλευτές του κόμματος απομένουν 141, που δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης. Οι 139 βουλευτές των άλλων κομμάτων καταψηφίζουν.
Άρα έχουμε 141 θετικές ψήφους σε σύνολο 280 παρόντων, με τους υπόλοιπους 139 να καταψηφίζουν την κυβέρνηση. Εφόσον, λοιπόν οι 141 θετικές ψήφοι είναι η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία είναι μεγαλύτερη από τα 2/5 του συνολικού αριθμού των  βουλευτών (120 βουλευτές), με βάση το άρθρο 84 παρ.6 του Συντάγματος, η κυβέρνηση διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής.


Πρακτικό 6: Κώλυμα εκλογιμότητας βουλευτή


 Βουλευτής συμμετέχει ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας. Η σύσταση του τηλεοπτικού σταθμού είχε πραγματοποιηθεί πριν την εκλογή του συγκεκριμένου προσώπου ως βουλευτή, ο οποίος και μετά την εκλογή του εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση του στο διοικητικό συμβούλιο.
Ερωτήματα:
1)    Ασυμβίβαστο ή κώλυμα και γιατί;
2)    Συνέπειες για το βουλευτή και αρμόδιο κρατικό όργανο για τη διαπίστωσή τους.
3)    Ποια η αιτία της σχετικής συνταγματικής απαγόρευσης;

Απάντηση:
 Θεωρητικό υπόβαθρο: Κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστες με το βουλευτικό αξίωμα ιδιότητες.
1)    Αρ.57 παρ.1 περίπτ. γ’ Σ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε βουλευτή που είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου επιχείρησης που κατέχει τηλεοπτικό σταθμό. Πρόκειται για ιδιότητα ασυμβίβαστη με το βουλευτικό αξίωμα. Πιο συγκεκριμένα η διαφορά ασυμβίβαστου – κωλύματος έγκειται στο ότι το ασυμβίβαστο δεν πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του βουλευτή μετά την εκλογή του, ενώ το κώλυμα αποκλείει την ανακήρυξη κάποιου ως υποψηφίου και την εκλογή του ως βουλευτή.
2)    Ο βουλευτής με ιδιότητα ασυμβίβαστη προς το αξίωμα του, υποχρεούται μόλις γίνει οριστική η εκλογή του και εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των οκτώ ημερών, να επιλέξει με δήλωσή του ανάμεσα στη βουλευτική του ιδιότητα και στην ασυμβίβαστη ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου επιχείρησης που κατέχει τηλεοπτικό σταθμό(αρ.57 παρ.2Σ). Εάν παραληφθεί η υποβολή της δήλωσης, ο βουλευτής εκπίπτει αυτοδικαίως από το βουλευτικό αξίωμα. Αρμόδιο κατ’ αποκλειστικότητα όργανο διαπίστωσης της έκπτωσης του βουλευτή είναι το Α.Ε.Δ.( αρ.100 παρ.1 περ.γ΄Σ). Έτσι τα υπόλοιπα πολιτειακά όργανα δεν επιτρέπεται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως τη συνδρομή ή όχι του ασυμβιβάστου. Συνεπώς, μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης του ανωτάτου δικαστηρίου ο βουλευτής διατηρεί το βουλευτικό αξίωμα.

3)    Η συγκεκριμένη συνταγματική απαγόρευση έχει ως στόχο τη διασφάλιση της διαφάνειας στις σχέσεις βουλευτών με οικονομικά συμφέροντα. Έτσι στην περίπτωση που κάποιος βουλευτής συμμετέχει ως μέλος διοικητικού συμβουλίου επιχείρησης που κατέχει τηλεοπτικό σταθμό μπορεί πολύ εύκολα να επηρεάσει ευνοϊκά την κοινή γνώμη υπέρ της πολιτικής παράταξης στην οποία ανήκει. Για την ανατροπή λοιπόν του επαχθούς αυτού ενδεχομένου ο αναθεωρητικός νομοθέτης έχει θεσπίσει το συγκεκριμένο ασυμβίβαστο.

Πηγή: ΔΑΠ Νομικής Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου