Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ από Μπέκα



1. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
1.1. Διαδοχή συλλογισμών
·            Η βασική νοητική εργασία είναι η υπαγωγή. Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες δικαίου προϋποθέτει αφενός την κατάστρωση της πρώτης  (μείζονος)  πρότασης του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή της ερμηνείας των κανόνων δικαίου, αφετέρου την κατάστρωση της δεύτερης (ελάσσονος) πρότασης δηλαδή τον εντοπισμό των κρίσιμων στοιχείων της πραγματικότητας για τα οποία έχει δημιουργηθεί δικανική πεποίθηση, και έπεται η προσπάθεια υπαγωγής των δεύτερων στα πρώτα, ώστε να εξαχθεί το αποτέλεσμα αναφορικά με το αν και, σε καταφατική απάντηση, ποια είναι η ποινική ευθύνη των εμπλεκόμενων προσώπων.
·            Η πρώτη εργασία του λύτη είναι η κατανόηση των πραγματικών αυτών περιστατικών.
·            Το δεύτερο καίριο σημείο είναι το ζητούμενο του πρακτικού, συνήθως με τις φράσεις «Αξιολογείστε ποινικά την συμπεριφορά του Α» ή «Ποια η ποινική ευθύνη του Α».
·            Αφού ο λύτης έχει ξεχωρίσει τις ομάδες συμπεριφορών που στρέφονται κατά κάθε εξατομικευμένου έννομου αγαθού συνιστώντας ένα έγκλημα, ακολουθώντας την φυσική χρονική διαδοχή των γεγονότων, ακολουθεί η διαδικασία ποινικής αξιολόγησης των συμπεριφορών αυτών.
·            Στο σημείο αυτό επιχειρείται η διαπίστωση αν πληρούνται όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης με την σειρά που λογικά διαδέχονται το ένα το άλλο, καθώς και η ύπαρξη του αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου. Αν η συμπεριφορά του δράστη συνίσταται με παράλειψη αν δηλαδή διαπιστωθεί ότι πρόκειται για γνήσιο έγκλημα παράλειψης ή δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα ή αν τέλος πρόκειται για έγκλημα από αμέλεια.
·            Αν η αντικειμενική υπόσταση πληρούται τεκμαίρεται το καταρχήν άδικο της συμπεριφοράς. Αν όχι αλλά υπάρχει αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος το καταρχήν άδικο τεκμαίρεται όχι βέβαια του πλήρους εγκλήματος αλλά της απόπειράς του. Θα πρέπει να εξεταστεί αν πρόκειται για παραλλαγή του βασικού εγκλήματος.
·            Επόμενο στάδιο ελέγχου είναι η πιθανότητα συνδρομής κάποιου γενικού ή ειδικού λόγου άρσης του αδίκου. Αν δεν συντρέχει τέτοιος λόγος η πράξη είναι τελικά άδικη.
·            Στη συνέχεια και αφού διαπιστωθεί η ικανότητα καταλογισμού του δράστη αναζητάται η υπαγωγή της υπαιτιότητας του δράστη, στην υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Κατά τον έλεγχο της υπαιτιότητας εξετάζεται η πιθανότητα ύπαρξης πραγματικής πλάνης που αν υπάρχει αποκλείει το δόλο και τίθεται θέμα μόνο από αμέλεια τιμώρηση εφόσον το έγκλημα τιμωρείται και από αμέλεια.
·            Η κατάφαση της πλήρωσης της υποκειμενικής υπόστασης τεκμαίρει τον καταρχήν καταλογισμό.
·            Ακολουθεί ο έλεγχος της πιθανότητας συνδρομής κάποιου λόγου άρσης του καταλογισμού. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, η πράξη είναι και τελικά καταλογιστή στο δράστη της.
·            Τέλος ερευνάται, αν πληρούται ο, ίσως απαιτούμενος, εξωτερικός όρος του αξιοποίνου ή μήπως συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του τιμωρητού, υποχρεωτικός πχ παραγραφή ή δυνητικός  πχ υπαναχώρηση στο στάδιο της ολοκληρωμένης απόπειρας καθώς και η πιθανότητα συνδρομής κάποιας ελαφρυντικής περίστασης του α. 84 ΠΚ ή υποτροπής, που θα μεταβάλλει το απειλούμενο πλαίσιο ποινής.
·            Ο λύτης οφείλει να εξετάσει το αληθές ή φαινομενικό της συρροής των εγκλημάτων αυτών.

2. ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
2.1. Εξασφαλιστική λειτουργία του ποινικού δικαίου και διαχρονικό δίκαιο
·            Δημιουργήθηκε η ανάγκη δημιουργίας ασφαλιστικών δικλείδων, που θα εξασφάλιζαν κατά το δυνατόν τους πολίτες από την πιθανή καταχρηστική χρήση του ποινικού δικαίου.
·            Βασική τέτοια αρχή για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο αποτελεί η αρχή «Κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο». Η αρχή αυτή αποτυπώνεται στο πρώτο άρθρο του ΠΚ.
·            Ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι γραπτός, ορισμένος, σαφής και προηγούμενος της συμπεριφοράς. Οι επιταγές αυτές συνεπάγονται κάποιες απαγορεύσεις. Οι απαγορεύσεις ισχύουν μόνο, όταν πρόκειται να θεμελιωθεί ή επαυξηθεί αξιόποινο. Υπάρχει εγγύηση για τον πολίτη ότι δεν υπάρχει λόγος να ισχύουν, όταν πρόκειται να μειωθεί ή να εξαλειφθεί το αξιόποινο.  Η απαίτηση να είναι ο ποινικός γραπτός απαγορεύει την χρησιμοποίηση του εθίμου. Η απαίτηση να είναι ορισμένος απαγορεύει την θέσπιση αόριστων ποινικών νόμων. Η απαίτηση να είναι ο ποινικός νόμος σαφής απευθύνεται στον δικαστή και απαγορεύει την αναλογία. Τέλος η απαίτηση να είναι ο νόμος προηγούμενος της πράξης απαγορεύει την θέσπιση αναδρομικών νόμων που θεμελιώνουν τον πρώτον ή επαυξάνουν ήδη προβλεπόμενο αξιόποινο.
·            Παράλληλα ρητά επιτάσσεται στο άρθρο 2 ΠΚ η εφαρμογή του νεότερου επιεικέστερου νόμου.  Δηλαδή ο δικαστής όσο υπάρχει εκκρεμής δίκη (μέχρι την αμετάκλητη απόφαση) εφαρμόζει τους νόμους διαδοχικά στο σύνολό τους και επιλέγει εκείνον που συνολικά συνεπάγεται ηπιότερη μεταχείριση. Αν τεθεί σε ισχύ, μετά την αμετάκλητη καταδίκη, νόμος που αποποινικοποιεί την πράξη, παύει η εκτέλεση της ποινής.  Αν αυτός ο νόμος όμως απλά τιμωρεί την πράξη ηπιότερα δεν μπορεί να εφαρμοστεί εξαιρούνται ρητά στο άρθρο 3 ΠΚ οι νόμοι με προσωρινή ισχύ. Αυτοί εφαρμόζονται και μετά την παύση ισχύος τους σε πράξεις που τελέστηκαν ενώ ίσχυαν.
·            Σύμφωνα με το άρθρο 17ΠΚ χρόνος τέλεσης είναι μόνο ο χρόνος συμπεριφοράς του δράστη και όχι ο χρόνος κατά τον οποίο επέρχεται το τυποποιημένο αποτέλεσμα.
·            Στα διαρκή εγκλήματα ο χρόνος τέλεσης παρατείνεται όσο διαρκεί η με παράλειψη άρσης της παράνομης κατάστασης συνέχιση πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης.

2.2. Τόπος τέλεσης του εγκλήματος και Διεθνές Δίκαιο
·            Τόπος τέλεσης του εγκλήματος σε αντιδιαστολή με τον χρόνο τέλεσης (αρ.17ΠΚ) προσδιορίζεται όχι μόνο από τον τόπο της συμπεριφοράς του δράστη, αλλά και από τον τόπο όπου, είτε επήλθε το τυποποιημένο στην αντικειμενική υπόσταση  του εγκλήματος αποτέλεσμα είτε αυτό έπρεπε να επέλθει, εφόσον το έγκλημα έμεινε στο στάδιο της απόπειρας. Συνεπώς ένα έγκλημα μπορεί να έχει πολλούς τόπους τέλεσης.
·            Δεν είναι τόπος τέλεσης ο τόπος όπου επέρχεται η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος.
·            Αναφορικά με την δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, καταρχήν αρμόδια είναι τα ελληνικά δικαστήρια για κάθε έγκλημα που έχει ως τόπο τέλεσης του το έδαφος της ελληνικής επικράτειας (αρχή της εδαφικότητας).  Ως έδαφος θεωρείται όχι μόνο η ξηρά, αλλά και ο εναέριος χώρος, τα χωρικά ύδατα, οι χώροι των ξένων διπλωματικών αποστολών στην Ελλάδα καθώς και τα πλοία ή αεροσκάφη υπό ελληνική σημαία. Αρμοδιότητα έχουν επίσης τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια καις ε εγκλήματα που τελέστηκαν εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή εφόσον α) πρόκειται για κάποιο από τα περιοριστικά  αναφερόμενα στο α.8ΠΚ β) δράστης είναι έλληνας υπήκοος α.6ΠΚ γ) θύμα είναι έλληνας πολίτης α.7ΠΚ.
·            Για να υπάρχει η εν λόγω δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων στις περιπτώσεις που δράστης ή θύμα του εγκλήματος είναι ημεδαπός (αρχή της ενεργητικής ή παθητικής υπηκοότητας)  θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής θετικές προϋποθέσεις α) να είναι πράξη αξιόποινη β) να είναι η πράξη κακούργημα ή πλημμέλημα και να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής αρνητικές προϋποθέσεις α) να μην έχει δικαστεί και αθωωθεί ο φερόμενος ως δράστης στην αλλοδαπή β) να μην έχει εκτίσει όλη την ποινή γ) να μην του έχει χαριστεί η ποινή δ) να μην έχει παραγραφεί ε) να μην είναι σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, κατ΄ έγκληση διωκόμενο έγκλημα.
·            Οι προϋποθέσεις δεν αφορούν στα εγκλήματα του καταλόγου του άρθρου 8ΠΚ.

2.3. Το καταρχήν άδικο. Πράξη, αιτιώδης συνάφεια, αντικειμενική υπόσταση
·            Πρώτο αντικείμενο έρευνας στην επίλυση ενός πρακτικού είναι το εάν υπάρχει πράξη. Αρχικά διευκρινίζεται αν πρόκειται για ενέργεια ή παράλειψη. Κριτήριο επιλογής σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το εάν η βαρύνουσα απαξία επικεντρώνεται στην ενέργεια ή στην παράλειψη πχ το ότι ο Α πέρασε με κόκκινο το φανάρι είναι ενέργεια , επειδή η απαξία εντοπίζεται ότι πέρασε και όχι ότι παράλειψε να σταματήσει. Αντίθετα η μητέρα που άνοιξε το παράθυρο να αερίσει το δωμάτιο του βρέφους και ξέχασε να το κλείσε έγκυρα, συνιστά παράλειψη, αφού η προηγηθείσα ενέργεια δεν έχει απαξία, η δε απαξία υπάρχει στην παράλειψή της να το κλείσει.
·            Οι προϋποθέσεις της ενέργειας ως πράξης είναι α) να πρόκειται για ανθρώπινη συμπεριφορά β) να είναι εξωτερική και γ) να είναι εκούσια.  
·            Αναφορικά με το ανθρώπινο. Δεν θεωρούνται πράξεις οι μεταβολές του εξωτερικού κόσμου που προκαλούνται από φυσικές δυνάμεις ή ζώα. Αν βέβαια τα ζώα είναι εκπαιδευμένα τότε υπάρχει ανθρώπινη συμπεριφορά. Δεν θεωρείται πράξη η συμπεριφορά ενός νομικού προσώπου. Στις περιπτώσεις που δράστης είναι νομικό πρόσωπο οι πράξεις επιμερίζονται στα φυσικά πρόσωπα που έδρασαν και αυτά κατηγορούνται. Τέλος, δεν ενδιαφέρουν το ποινικό δίκαιο συμπεριφορές ανηλίκων, που δεν έχουν συμπληρώσει τα 8 τους χρόνια.
·            Αναφορικά με το εξωτερικό. Η ανθρώπινη βούληση, για να έχει ποινικό ενδιαφέρον, θα πρέπει να εξωτερικευθεί επιδρώντας στον κοινωνικό χώρο. Αν μείνει απλά ως απόφαση στο μυαλό του δράστη, δεν υπάρχει πράξη. Έτσι λχ η εξύβριση που τελεί ο Α εναντίον τηλεοπτικού «φωστήρα» ενώ ο Α παρακολουθεί μόνος του τηλεόραση δεν είναι πράξη.
·            Τέλος αναφορικά με το εκούσιο. Εκούσια είναι η συμπεριφορά κατά την οποία ο δράστης προκαλεί την μυϊκή κίνηση του σώματός του. Έτσι ο Α, που σηκώνοντας το χέρι του χτυπά κατά λάθος τον Β, πράττει. Αντίθετα δεν είναι εκούσιες συμπεριφορές άρα μη πράξεις, οι περιπτώσεις που το σώμα του δράστη κινείται από κάποια άλλη δύναμη είτε φυσική πχ αέρας είτε τεχνητή πχ ο Α σπρώχνει τον Β  και τον ρίχνει στο Γ.  Επίσης δεν υπάρχει εκούσια συμπεριφορά σε περιπτώσεις πλήρους απάλειψης της συνείδησης (ύπνος, ύπνωση, νάρκωση) Τέλος δεν υπάρχει εκούσια συμπεριφορά (μη πράξη) στις περιπτώσεις των ανακλαστικών κινήσεων πχ το κλείσιμο των βλεφάρων από μία λάμψη. Αντίθετα είναι εκούσιες συμπεριφορές και συνακόλουθα είναι πράξεις οι αυτοματοποιημένες κινήσεις πχ οδήγηση, περπάτημα πχ το παραπάτημα ενός μεθυσμένου.
·            Η παράλειψη θεωρείται ρητά από το α. 14 ΠΚ ως πράξη δηλαδή ο δράστης της παράλειψης θα μπορούσε να ενεργήσει σύμφωνα με τις ικανότητές του  (δεν παραλείπει λοιπόν  εκείνος που δεν σώζει έναν πνιγόμενο όταν δεν ξέρει κολύμπι) και να μην υπάρχει ανώτερη βία (επίσης δεν παραλείπει η μητέρα να μεταφέρει από το νησί στο νοσοκομείο της Αθήνας το άρρωστο παιδί της, αν οι θαλάσσιες συγκοινωνίες έχουν διακοπεί λόγω θαλασσοταραχής). Παράλληλα για να νοείται παράλειψη, θα πρέπει να υπάρχει υποχρέωση ενέργειας. Δεν παραλείπει κάποιος που δεν ενεργεί αν δεν οφείλει να ενεργήσει.
·            Γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι εκείνα που η παράλειψη έχει τυποποιηθεί ρητά ως αξιόποινη συμπεριφορά σε κυρωτικό κανόνα και που συνήθως θεσμοθετούν γενική υποχρέωση ενέργειας πχ παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής α.307ΠΚ.
·            Μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης είναι εκείνα τα εγκλήματα ενέργειας και αποτελέσματος, όπου το τυποποιημένο αποτέλεσμα επέρχεται επειδή εκείνος που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να το αποτρέψει, παρέλειψε να το αποτρέψει. Σε τέτοια περίπτωση του χρεώνεται σαν να το προκάλεσε με ενέργειά του α.15ΠΚ.
·            Για την διαπίστωση της πλήρωσης των όρων της αντικειμενικής υπόστασης χρήσιμη είναι η αναγωγή στις διακρίσεις των εγκλημάτων.
·            Στα εγκλήματα αποτελέσματος θα πρέπει να αναζητάται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος.  Επικρατεί η θεωρία του ισοδύναμου των όρων σύμφωνα με την οποία όλοι οι όροι που συνέδραμαν στην επέλευση του αποτελέσματος. Ανάλογα αν η συμπεριφορά είναι ενέργεια ή παράλειψη, η αναζήτηση της αιτιώδους συνάφειας διαφοροποιείται ως εξής: Αν πρόκειται για ενέργεια υποτίθεται ότι αυτή η ενέργεια λείπει και αναζητάται το εάν θα συναπολείπεται και το αποτέλεσμα. Πχ αν δεν πυροβολούσε ο Α θα έλειπε και ο θάνατος του Β; Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει και στην περίπτωση που το αποτέλεσμα θα παρέμενε μεν, αλλά ουσιωδώς παραλλαγμένο πχ και αν έλειπε ο πυροβολισμός θα παρέμενε ο θάνατος, επειδή κάποιος άλλος τον δηλητηρίασε. Αν πρόκειται για παράλειψη υποτίθεται ότι στη θέση της παράλειψης υπάρχει η ενδεδειγμένη ενέργεια και αναζητάται το εάν με αυτήν θα αποτρεπόταν το αποτέλεσμα.

2.4. Λόγοι άρσης του αδίκου
·            Αν συντρέχουν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης. Αν όχι συνεχίζεται ο έλεγχος στο επόμενο επίπεδο, του καταλογισμού.
·            Οι λόγοι άρσης διακρίνονται σε γενικούς, οι οποίοι εφαρμόζονται σε αόριστο αριθμό εγκλημάτων και σε ειδικούς οι οποίοι αίρουν τον άδικο χαρακτήρα σε συγκεκριμένα εγκλήματα. Οι πρώτοι προβλέπονται στο γενικό μέρος του ΠΚ και είναι από α. 20 – 25 ΠΚ και είναι η άμυνα 22ΠΚ, η κατάσταση ανάγκης 25 ΠΚ, η προσταγή 21 ΠΚ και η εκπλήρωση καθήκοντος ή η ενάσκηση δικαιώματος α.20ΠΚ. Οι ειδικοί λόγοι άρσης του αδίκου προβλέπονται στο ειδικό μέρος του ΠΚ πχ η συναίνεση του παθόντος α. 308 παρ. 2 ΠΚ, οι θεμιτές προσβολές της τιμής α. 367 ΠΚ κλπ.
·            Για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας λόγω άμυνας α. 22 ΠΚ θα πρέπει να υπάρχει κατάσταση άμυνας και στα πλαίσια αυτής να τελεστεί μια αναγκαία αμυντική πράξη. Η κατάσταση άμυνας προϋποθέτει επίθεση, άδικη και παρούσα. Ως επίθεση νοείται μια ανθρώπινη, εκούσια και εξωτερική συμπεριφορά, ενέργεια ή παράλειψη, που στρέφεται εναντίον ατομικού έννομου αγαθού. Εννοείται ότι η επίθεση πρέπει να είναι τελικά άδικη δηλαδή να μην καλύπτεται δηλαδή από κάποιο λόγο άρσης του αδίκου. Παρούσα αρχίζει να είναι η επίθεση όχι μόνο όταν ο δράστης της έχει αρχίσει να πληρεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης αλλά και νωρίτερα όταν δηλαδή ο επιτιθέμενος έχει προχωρήσει τόσο στη δράση του, ώστε ή θα αρχίσει να αμύνεται τώρα ο αμυνόμενος ή άλλως θα είναι αργά για να αποτραπεί η προσβολή του έννομου αγαθού που δέχεται την επίθεση. Αναφορικά με την αμυντική πράξη θα πρέπει αφενός να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να αποκρούσει την επίθεση και αναγκαία για αυτό και αφετέρου να αντιπροσβάλλει έννομο αγαθό του επιτιθέμενου και όχι τρίτου εκτός αν το αγαθό του τρίτου είναι το μέσον της επίθεσης ή το φέρει επάνω του ο δράστης.
·            Αν ο επιτιθέμενος αντιπροσβοληθεί περισσότερο από όσο χρειάζεται υπάρχει υπέρβαση άμυνας δηλαδή πράττει τελικά άδικα και συνακόλουθα χωρεί εναντίον του άμυνα και ο δράστης της υπέρβασης υπάγεται στις ρυθμίσεις του α.23 ΠΚ όπου αν η υπέρβαση έγινε δόλια τιμωρείται με μειωμένη ποινή, αν έπρεπε και μπορούσε ο αμυνόμενος να αντιληφθεί ότι μπορούσε να αποκρούσει με μικρότερη αντιπροσβολή του επιτιθέμενου, αλλά δεν το κατάλαβε και τον έβλαψε περισσότερο, νομίζοντας ότι αυτή η βλάβη ήταν αναγκαία, τιμωρείται για το υπερβάλλον από αμέλεια και αν τέλος η πλάνη του αμυνόμενου για το αναγκαίο μέτρο και συνακόλουθα η υπέρβαση της άμυνας, οφείλεται στον φόβο ή την ταραχή του αμυνόμενου, τότε παρά το τελικά άδικο της πράξης του, δεν τιμωρείται επειδή αίρεται ο καταλογισμός του.
·            Για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας λόγω κατάστασης ανάγκης α. 25 ΠΚ θα πρέπει να υπάρχει κατάσταση ανάγκης και επιτρεπτή διασωστική πράξη. Προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης είναι η ύπαρξη κινδύνου, παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα. Ως κίνδυνος θεωρείται εκείνη η κατάσταση όταν από οποιαδήποτε δύναμη, ανθρώπινη, φυσική ή ζώου, έχουν ήδη συμβεί εκείνοι οι αιτιακοί όροι, που έχουν δρομολογήσει τη βλάβη ενός ατομικού έννομου αγαθού, είτε του δράστη είτε τρίτου, και αν δεν ανακοπεί αυτή η διαδρομή, θα επέλθει αμέσως η βλάβη. Παρών αρχίζει να είναι ο κίνδυνος όταν έχουν συμβεί τόσοι αιτιακοί όροι ώστε να απαιτείται χρονικά άμεση αντίδραση πριν να είναι αργά, εξακολουθεί δε να είναι παρών. Αναπότρεπτος με άλλα μέσα θεωρείται ο κίνδυνος, όταν δεν μπορεί να αποτραπεί εξίσου αποτελεσματικά η βλάβη, χωρίς να πρέπει να τελέσει ο δράστης μια καταρχήν άδικη πράξη προσβάλλοντας έννομο αγαθό τρίτου. Ως διασωστική πράξη θεωρείται η προσβολή εννόμων αγαθών τρίτου για το δράστη προσώπου εφόσον αυτή είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα σημαντικά κατώτερη από την προσβολή των αγαθών που κινδύνευαν και εφόσον δεν απαγορεύεται η διασωστική αυτή πράξη.  Η διασωστική πράξη απαγορεύεται όταν ο κίνδυνος προκλήθηκε από υπαιτιότητα του δράστη ή πρόκειται για κίνδυνο στον οποίον έχει καθήκον να εκτεθεί ο δράστης, καθώς και σε περιπτώσεις που ρητά απαγορεύεται η άρση του αδίκου λόγω κατάστασης ανάγκης. Για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας, ο δράστης θα πρέπει να προκαλέσει την μικρότερη δυνατή βλάβη στο θυσιαζόμενο έννομο αγαθό. Αν το βλάψει περισσότερο από όσο χρειαζόταν για την σωτηρία του αγαθού που κινδύνευε (υπέρβαση κατάστασης ανάγκης) ισχύουν κατά ρητή παραπομπή όσα ορίζονται στο α.23ΠΚ (τελικά άδικη πράξη, αλλά ηπιότερη μεταχείριση του δράστη).
·            Η προσταγή λειτουργεί ως λόγος άρσης του αδίκου α.23 ΠΚ μόνο στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας που ασκεί εξουσία. Συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλες ομάδες πχ ιδιωτικές εταιρείες, οικογένεια κλπ. Αν η διαταγή είναι τυπικά νόμιμη αλλά ουσιαστική παράνομη και ο υπάλληλος εκτελέσει τη διαταγή αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του και στη θέση του τιμωρείται ως έμμεσος αυτουργός ο προστάξας προϊστάμενος. Τυπικά νόμιμη είναι μια διαταγή όταν το περιεχόμενο της εντάσσεται αφενός στον κύκλο αρμοδιοτήτων του προστάξαντος προϊσταμένου και αφετέρου στον κύκλο αρμοδιοτήτων του προστασσόμενου υπαλλήλου, επιπλέον δε, αν η συγκεκριμένη διαταγή απαιτείται να έχει περιβληθεί με συγκεκριμένο τύπο. Ως ουσιαστικά παράνομη θεωρείται μια προσταγή όταν αφενός η εκτέλεσή της συνεπάγεται την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης κάποιου εγκλήματος και αφετέρου, δεν συντρέχει κάποιος άλλος λόγος άρσης του αδίκου ιδίως του α.20 ΠΚ.  Αν η προσταγή είναι ουσιαστικά νόμιμη δηλαδή πρόκειται για σωστή προσταγή το άδικο του φυσικού αυτουργού αίρεται με το α. 20 ΠΚ (εκπλήρωση καθήκοντος) και όχι με το α.21 ΠΚ διότι εφαρμοζομένου του α. 21 ΠΚ θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο προστάξας.  Κατ΄ εξαίρεση δεν αίρεται το άδικο, επειδή ο δράστης υπάλληλος έπρεπε να ελέγξει το ουσία παράνομο της προσταγής στις εξής περιπτώσεις α) όταν η προσταγή είναι αντισυνταγματική β) όταν από ρητή διάταξη νόμου αποκλείεται η εφαρμογή του α. 21 ΠΚ και γ) όταν η προσταγή είναι προφανώς παράνομη και εφόσον πρόκειται για αστυνομικό, στρατιωτικό κλπ.
·            Εθιμικά αίρεται ο άδικος χαρακτήρας μιας καταρχήν άδικης πράξης όταν αυτή τελέστηκε στα πλαίσια ορθής επίλυσης μιας σύγκρουσης καθηκόντων, όπου η εκπλήρωση του ενός καθήκοντος προϋποθέτει την παραβίαση του άλλου. Ορθή είναι η επιλογή επίλυσης της σύγκρουσης καθηκόντων καταρχήν όταν εκπληρώνεται το νομικό έναντι του κοινωνικοηθικού καθήκοντος, αν δε και τα δύο καθήκοντα είναι νομικά, όταν προτιμάται το σημαντικότερο.
·            Οι ειδικοί λόγοι άρσης του αδίκου εξετάζονται στα πλαίσια της διδασκαλίας του ειδικού μέρους. Μόνο η συναίνεση του παθόντος α. 308 ΠΚ παρ. 2 εφαρμόζεται αναλογικά και σε άλλα εγκλήματα (κατά της τιμής, κατά της ιδιοκτησίας κλπ). Οι προϋποθέσεις της άρσης του αδίκου λόγω συναίνεσης του παθόντος είναι α) η ύπαρξη σύμφωνης βούλησης του φορέα του έννομου αγαθού και β) προσβολή δεκτική συναίνεσης. Συναίνεση υπάρχει όταν κατά τον χρόνο τέλεσης της καταρχήν άδικης πράξης υπάρχει η εξωτερικευμένη και απαλλαγμένη ελαττωμάτων, σύμφωνη βούληση του φορέα του προσβαλλόμενου αγαθού, ο οποίος είναι ικανός να συναινέσει.  Διαφορετική της συναίνεσης είναι η συγκατάθεση. Συγκατάθεση είναι η σύμφωνη βούληση του φορέα του έννομου αγαθού, σε περιπτώσεις εγκλημάτων, στων οποίων την αντικειμενική υπόσταση τυποποιείται, ρητά ή εννοούμενα, η ύπαρξη αντίθετης βούλησης του φορέα. Αν συνεπώς ο φορέας του αγαθού συμφωνεί με την τέλεση της πράξης, ο δράστης της δεν πληρεί κατά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, άρα δεν τελεί καν καταρχήν άδικη πράξη και συνακόλουθα δεν τίθεται θέμα άρσης του αδίκου.

2.5. Ικανότητα καταλογισμού
·            Ο λύτης εισέρχεται στο επίπεδο του καταλογισμού, της αξιολόγησης δηλαδή του εσωτερικού κόσμου του δράστη. Για την κατάφαση ποινικής ευθύνης δεν αρκεί ο δράστης να είναι αίτιος της πράξης, αλλά και υπαίτιος για αυτήν. Ο καταλογισμός σε ενοχή του δράστη προΰποθέτει: α) την ικανότητα καταλογισμού του δράστη β) την ύπαρξη σε αυτόν της υπαιτιότητας  που απαιτεί η υποκειμενική υπόσταση  του αντίστοιχου εγκλήματος (καραρχήν καταλογιστός δράστης) και γ) την ανυπαρξία  λόγων άρσης του καταλογισμού (τελικά καταλογιστός δράστης).
·            Ξεκινώντας από την αναζήτηση της ικανότητας καταλογισμού αυτή εξετάζεται κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης όπως αυτός ορίζεται στο α. 17 ΠΚ δηλαδή κατά τον χρόνο συμπεριφοράς του δράστη.
·            Η ικανότητα καταλογισμού ερευνάται αρνητικά. Ο κάθε δράστης είναι ικανός για καταλογισμό εκτός και αν εμπίπτει σε κάποια από τις προβλεπόμενες κατηγορίες των ανίκανων για καταλογισμό. Όλες σχεδόν (εκτός από ανήλικους 8-13 ετών) οι περιπτώσεις ανικανότητας καταλογισμού απαιτούν την σωρευτική συνδρομή δύο κριτηρίων, ενός βιολογικού και ενός αξιολογικού. Το βιολογικό κριτήριο ποικίλει κατά κατηγορία περιπτώσεων, ενώ το αξιολογικό κριτήριο είναι η εξαιτίας του βιολογικού, αδυναμία του δράστη είτε να αντιληφθεί το άδικο της συμπεριφοράς του είτε να συμμορφωθεί με το δίκαιο. Οι κατηγορίες των περιπτώσεων είναι: α) περιπτώσεις νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών β) περιπτώσεις απλής διατάραξης της συνείδησης γ) κωφαλαλία και δ) ανηλικότητα.
·            Για να θεωρηθεί κάποιος ανίκανος για καταλογισμό λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών α. 34 ΠΚ θα πρέπει κατά τον χρόνο συμπεριφοράς του να συντρέχουν οι δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις: η ύπαρξη νοσηρής διατάραξης (βιολογικό στοιχείο) και η εξαιτίας αυτής της διατάραξης η αδυναμία του δράστη να αντιληφθεί το άδικο της συμπεριφοράς (αξιολογικό στοιχείο). Νοσηρή διατάραξη υπάρχει όταν λόγω κάποιας ψυχικής ή σωματικής ασθένειας ή αναπηρίας έχουν διαταραχθεί για κάποιο χρονικό διάστημα οι πνευματικές λειτουργίες του δράστη πχ βαριές ψυχώσεις, ψυχοπάθειες, νευρώσεις, ηλιθιότητα, βλακεία, αλκοολικοί, τοξικομανείς κλπ.
·            Στις περιπτώσεις απλής διατάραξης της συνείδησης α. 34 ΠΚ ο δράστης είναι γενικά ικανός για καταλογισμό αλλά κατά τον χρόνο συμπεριφοράς του υπήρχε κάποια παροδική διατάραξη της συνείδησης είτε από αλκοόλ, ναρκωτικά, υπνηλία κλπ. Σε περίπτωση που συντρέχει το βιολογικό στοιχείο της νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της απλής διατάραξης της συνείδησης αλλά δεν οδήγησε σε αδυναμία αντίληψης του αδίκου (ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό) ο δράστης είναι ικανός για καταλογισμό αλλά του επιβάλλεται μειωμένη α. 83 ΠΚ ποινή. Πλήρης ποινή επιβάλλεται ν η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό οφείλεται σε υπαίτια μέθη α. 36 παρ. 2 ΠΚ.
·            Στις περιπτώσεις του α. 33 ΠΚ εντάσσονται οι κωφάλαλοι δράστες, εφόσον η κωφαλαλία (βιολογικό στοιχείο) τους εμπόδισε να αντιληφθούν το άδικο της πράξης τους  ( αξιολογικό στοιχείο).  Αν υπήρξε αντίληψη αδίκου και δυνατότητα συμμόρφωσης (άρα ο δράστης είναι ικανός για καταλογισμό) στον κωφάλαλο επιβάλλεται μειωμένη ποινή α. 83 ΠΚ χωρίς να εξεταστεί η μείωση της ικανότητας καταλογισμού.
·            Αναφορικά με τους ανήλικους ο νόμος διακρίνει τρεις κατηγορίες: α) τους ανήλικους μέχρι 8 ετών των οποίων οι συμπεριφορές δεν ενδιαφέρουν το ποινικό δίκαιο (δεν θεωρούνται πράξεις) β) τους ανήλικους από 8 έως 13 όχι συμπληρωμένα, οι οποίοι θεωρούνται ανίκανοι για καταλογισμό χωρίς να εξετάζεται το αξιολογικό κριτήριο γ) τους ανήλιους από 13 έως 18 όχι συμπληρωμένα, όπου πέραν του βιολογικού στοιχείου (ηλικία) απαιτείται για την κατάφαση ποινικής ευθύνης και η αντίστοιχη με το αξιολογικό κριτήριο ανάπτυξης της προσωπικότητας του συγκεκριμένου ανήλικου α. 127 ΠΚ.  Σε περίπτωση που ο ανήλικος είναι ανίκανος για καταλογισμό το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει μέτρα ασφαλείας.
·            Όταν έχουμε υπαίτια απλή διατάραξη της συνείδησης  ο δράστης δεν θεωρείται ανίκανος για καταλογισμό και τιμωρείται σύμφωνα με το α. 35 ΠΚ για το έγκλημα που έκανε ή για το ιδιώνυμο έγκλημα του α. 193 ΠΚ. Συνήθως αφορούν περιπτώσεις κατανάλωσης αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών. Αν ο δράστης είχε δόλο σκοπού για να τελέσει συγκεκριμένο έγκλημα τιμωρείται με α. 35 παρ. 1 ΠΚ συν την διάταξη όπου τυποποιείται το έγκλημα που διέπραξε. Αν έχοντας διαταραγμένη συνείδηση διέπραξε από λάθος είτε σκόπιμα άλλο έγκλημα, τιμωρείται για το έγκλημα που διέπραξε με ποινή ελαττωμένη α. 35 παρ. 2 συν 83 ΠΚ συν την διάταξη του εγκλήματος που διέπραξε.  Δεν θεωρείται άλλο έγκλημα η τέλεση εγκλήματος που περιλαμβάνει νοηματικά στο έγκλημα που είχε αποφασίσει νηφάλιος πχ είχε αποφασίσει ανθρωποκτονία και τέλεσε σωματική βλάβη τιμωρείται με πλήρης ποινή, αν τελικά τέλεσε βαρύτερο έγκλημα από εκείνο που αποφάσισε. Αν ο δράστης δεν είχε δόλο σκοπού αλλά ενδεχόμενο δόλο για να τελέσει συγκεκριμένο έγκλημα του καταλογίζεται το έγκλημα που διέπραξε από αμέλεια με το α. 35 παρ. 3 ΠΚ συν τη διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα από αμέλεια. Αν το έγκλημα δεν τυποποιείται ως έγκλημα αμέλειας τιμωρείται για έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης α. 193 ΠΚ. Με την ίδια διάταξη α.193 ΠΚ τιμωρείται ο δράστης που μέθυσε υπαίτια  αλλά μπορούσε να προβλέψει ότι μέσα στο μεθύσι του θα έκανε κάτι που θα το μετάνιωνε, όχι προσδιορισμένη πράξη. Αν τέλος ο δράστης δεν μπορούσε να προβλέψει δεν υπάρχει ποινική ευθύνη του.

2.6. Το καταρχήν καταλογιστό. Υποκειμενική υπόσταση.
·            Μετά τη διαπίστωση ότι ο δράστης έχει ικανότητα καταλογισμού εξετάζεται το αν ο δράστης είναι καταρχήν καταλογιστός αν δηλαδή πληρεί  την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η διαπίστωση αυτή επιτυγχάνεται με την κατάστρωση του γνωστού συλλογισμού όπου ως πρώτη (μείζον) πρόταση καταγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του κυρωτικού κανόνα, ως δεύτερη πρόταση η υπαιτιότητα του συγκεκριμένη δράστη και ως συμπέρασμα ανάλογα αν η δεύτερη υπάγεται στην πρώτη, η κατάφαση ή όχι του καταρχήν καταλογιστού.
·            Η υποκειμενική υπόσταση εμπεριέχει οπωσδήποτε την απαιτούμενη υποκειμενική επικάλυψη για κάθε όρο της ρητής αντικειμενικής υπόστασης, αλλά πιθανόν και άλλα υποκειμενικά στοιχεία όπως λχ κάποιος περαιτέρω σκοπός  πχ το έγκλημα της κλοπής είναι τετελεσμένο με την θεμελίωσης της νέας κατοχής του δράστη, χωρίς να απαιτείται να έχει γίνει και η ιδιοποίηση του ξένου πράγματος, θα πρέπει όμως κατά τον χρόνο αφαίρεσης να υπάρχει σκοπός ιδιοποίησης ή άλλα υποκειμενικά στοιχεία πχ οίκτος, κακοβουλία κλπ. Όταν υπάρχουν υποκειμενικά στοιχεία η υποκειμενική υπόσταση εμφανίζεται μεγαλύτερη της αντικειμενικής και τα εγκλήματα αυτά αποκαλούνται εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης.
·            Έχουμε τρία είδη δόλου (σκοπού – αναγκαίος – ενδεχόμενος) και δύο είδη αμέλειας (ενσυνείδητη – χωρίς συνείδηση).  Ιδιαίτερη δυσχερής είναι η διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, έχουν κοινό γνωστικό στοιχείο (ο δράστης γνωρίζει ότι με την συμπεριφορά του ενδέχεται να προκαλέσει το αποτέλεσμα) και διαφέρουν στο βουλητικό (στο δόλο ο δράστης αποδέχεται το αποτέλεσμα ενώ στην αμέλεια το απορρίπτει).
·            Αναφορικά με την ελπίδα όχι πίστη αποφυγής του αποτελέσματος συνιστά δόλο ή αμέλεια φαίνεται να καταλογίζεται αμέλεια στο δράστη αφού αποδέχεται μόνο τον κίνδυνο και όχι το ίδιο το αποτέλεσμα.
·            Λέξεις κλειδιά στις διατάξεις για τον προσδιορισμό της υπαιτιότητας α) με σκοπό ίσον δόλος σκοπού β) εν γνώσει ίσον αναγκαίος δόλος ή δόλος σκοπού όχι ενδεχόμενος γ) με πρόθεση ή αποφάσισε ίσον οποιοδήποτε είδος δόλου δ) από αμέλεια ίσον οποιοδήποτε είδος αμέλειας.
·            Αρχικά εντοπίζεται το ανώτατο όριο του απειλούμενου στη διάταξη πλαισίου ποινής α. 19 ΠΚ ώστε να γίνει σαφές το είδος του εγκλήματος αν δηλαδή πρόκειται για κακούργημα, πλημμέλημα ή πταίσμα α. 18 ΠΚ. Κατόπιν με την εφαρμογή του α. 26 ΠΚ αν μεν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα εννοείται ως όρος της υποκειμενικής υπόστασης η λέξη κλειδί «με πρόθεση» αν δε για πταίσμα οι λέξεις κλειδιά «με πρόθεση ή από αμέλεια». Πάντως αν ο λύτης επιχειρήσει να προσδιορίσει την άγραφη υποκειμενική υπόσταση με την παραπάνω διαδρομή (ποινή προς α. 18 ΠΚ προς α.26ΠΚ) θα πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο να πρόκειται για έγκλημα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο.
·            Αφού προσδιοριστεί η υποκειμενική υπόσταση αναζητάται η υπαιτιότητα  του δράστη. Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα αν ο δράστης κατά τον  χρόνο τέλεσης της πράξης του βρισκόταν σε πραγματική πλάνη α. 30 ΠΚ. Η ύπαρξη πραγματική πλάνης αποκλείει κάθε είδος δόλου και την ενσυνείδητη αμέλεια. Αν διαπιστωθεί πραγματική πλάνη μόνη περίπτωση να καταλογιστεί στο δράστη η άδικη πράξη είναι  αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις α) να τυποποιείται η πράξη αυτή και ως έγκλημα από αμέλεια και β) να έχει ο δράστης αμέλεια χωρίς συνείδηση δηλαδή να όφειλε και να μπορούσε να αποφύγει την πλάνη του.  Αν βέβαια δεν υπάρχει πραγματική πλάνη πρέπει να αναζητηθεί το συγκεκριμένο είδος υπαιτιότητας, εφόσον αυτή υπάρχει.
·            Ειδικά για τα εγκλήματα από αμέλεια ο λύτης εφόσον αποκλείσει τον δόλο, πρέπει να επιστρέψει στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος από αμέλεια για να διαπιστώσει αν αυτή πληρούται πχ ο οδηγός που παρά δεν διαπράττει κανένα οδηγικό σφάλμα, χτυπά ένα απρόσεκτο πεζό σκοτώνοντάς τον, δεν πράττει και καταρχήν άδικα, αφού δεν πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του α.302 ΠΚ. Επίσης δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση, αν μεν υπάρχει αντικειμενικό σφάλμα, αλλά αυτό δεν συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα.  Αν βέβαια και σφάλμα υπάρχει και αυτό συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα πχ έτρεχε υπερβολικά ο οδηγός (αντικειμενικό σφάλμα) ενώ αν οδηγούσε μέσα στα νόμιμα όρια ταχύτητας θα απέφευγε το θύμα (αιτιώδης σύνδεσμος) τότε ο λύτης επιστρέφει στο επίπεδο του καταλογισμού για να εντοπίσει την αμέλεια του δράστη, ως υπαιτιότητα πλέον.

2.7. Πλάνες και άρση του καταλογισμού
·            Η πλάνη μπορεί να υπάρχει είτε στον δράστη είτε στα άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στην τυποποιημένη συμπεριφορά.
·            Ενώ προβλέπονται δύο ειδών πλάνες, η πραγματική και η νομική, οι συνέπειές τους είναι εντελώς διαφορετικές. Η κατάφαση της πραγματικής πλάνης αποκλείει την περίπτωση ο δράστης να έχει οποιοδήποτε είδος δόλου ή ενσυνείδητη αμέλειας ενώ η κατάφαση της συγγνωστής νομικής πλάνης συνεπάγεται με άρση του καταλογισμού αφήνοντας ανεπηρέαστο το δόλο του δράστη πρόκειται δηλαδή για λόγο άρσης του καταλογισμού. Συνεπώς προηγείται η έρευνα για την ύπαρξη πραγματικής πλάνης.
·            Για να υπάρξει πραγματική πλάνη θα πρέπει να υπάρξει διάσταση μεταξύ της υλικής πραγματικότητας, ο δράστης νομίζει ότι δεν συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής υπόστασης ενώ στην πραγματικότητα συντρέχουν. Η πλάνη αυτή πάντοτε αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια του δράστη.  Έτσι ο πλανώμενος αποκλείεται να πληρεί την υποκειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος που απαιτεί δόλο. Αν η πράξη τυποποιείται και ως έγκλημα αμέλειας πχ ανθρωποκτονία, σωματική βλάβη, τότε θα πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια αν ο δράστης έχει αμέλεια. Αν όμως το έγκλημα δεν τυποποιείται και ως έγκλημα αμέλειας πχ κλοπή, εξύβριση, βιασμός κλπ τότε παρέλκει οποιοσδήποτε περαιτέρω έλεγχος και δεν υπάρχει καν καταρχήν καταλογισμός αφού δεν πληρούται καμιά υποκειμενική υπόσταση.
·            Αν η πλάνη αφορά σε στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης πχ κλέβει σπίτι αλλά κλέβει μουσείο τότε δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση της διακεκριμένης παραλλαγής αλλά εκείνη του βασικού εγκλήματος, επαυξάνει το αξιόποινο της πράξης του δράστη. Ανάλογα καταλογίζεται το έγκλημα (προνομιούχα παραλλαγή) αν ο πλανόμενος δράστης νομίζει ότι αυτό κάνει ενώ στην πραγματικότητα τελεί βασικό έγκλημα πχ νομίζει ότι κλέβει μουσείο αλλά είναι σπίτι του καταλογίζεται το ελαφρύτερο έγκλημα.
·            Η νομική πλάνη συνίσταται σε μια διάσταση μεταξύ νομικού καθεστώτος και της αντίληψης που έχει ο δράστης για το τι νομικά ισχύει. Η πλάνη του αυτή δεν αρκεί να περιορίζεται στο αξιόποινο, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στο άδικο.  Η άγνοια του νόμου θα πρέπει να τον οδηγεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η πράξη του είναι επιτρεπτή. Το συγγνωστό της πλάνης του θα κριθεί ανάλογα με τις συγκεκριμένες δυνατότητες και γνώσεις του, αναφορικά με το αν θα μπορούσε να αποφύγει την πλάνη του δηλαδή η ηλικία, οι πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, πνευματικό του περίγυρο κλπ. Αν η νομική πλάνη είναι ασύγγνωστή τότε δεν επηρεάζει καθόλου την ποινική του ευθύνη (είναι σαν να μην υπάρχει πλάνη).
·            Αν ο δράστης νομίζει λάθος την πραγματικότητα πχ νομίζει ότι δέχεται επίθεση ενώ δεν δέχεται (νομιζόμενη άμυνα ή νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης) τότε με αναλογική εφαρμογή του α. 30 ΠΚ αποκλείεται πάντοτε ο δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια όπως ακριβώς και στην πραγματική πλάνη. Αν αντίθετα το νομίζει επειδή αγνοεί το νόμο πχ νομίζει ότι επιτρέπεται άμυνα και σε ήδη τελειωμένη  όχι πλέον παρούσα επίθεση τότε θα πρόκειται για νομική πλάνη που αίρει τον καταλογισμό και είναι συγγνωστή.
·            Τέλος νοητές είναι και οι αντίστοιχες ανάστροφες πλάνες όπου ο δράστης νομίζει ότι κάνει έγκλημα ενώ δεν κάνει. Πχ νομίζει ότι πυροβολεί ζωντανό ενώ είναι νεκρό πρόκειται για ανάστροφη πραγματική πλάνη δηλαδή απρόσφορη απόπειρα. Αν όμως πρόκειται σε εσφαλμένη γνώση του νόμου πχ νομίζει ότι η μοιχεία είναι έγκλημα τότε πρόκειται για ανάστροφη νομική πλάνη ίσον με νομιζόμενο έγκλημα που φυσικά δεν τιμωρείται.
·            Υπάρχουν και περιπτώσεις όπως η κατάσταση ανάγκης του α. 32 ΠΚ, η υπέρβαση άμυνας ή κατάσταση ανάγκης λόγω φόβου ή ταραχής, η υπόθαλψη οικείου ή η παρασιώπηση εγκλήματος οικείου.
·            Αναφορικά με την κατάσταση ανάγκης του α. 32 ΠΚ διαφέρει από την κατάσταση ανάγκης του α. 25 ΠΚ στα εξής δύο σημεία: α)στον φορέα του έννομου αγαθού που κινδυνεύει, ενώ στο α. 25 ΠΚ φορέας μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, στο α. 32ΠΚ θα πρέπει να κινδυνεύει έννομο αγαθό είτε του ίδιου του δράστη της διασωστικής πράξης είτε συγκεκριμένους συγγενούς του β) η βλάβη στο αγαθό που θυσιάζεται δεν πρέπει να είναι σημαντικά κατώτερη από την αντίστοιχη για το σωζόμενο έννομο αγαθό αλλά αρκεί να είναι απλά κατώτερη ή και ανάλογη ίσως και λίγη ανώτερη.
·            Αναφορικά με την υπέρβαση των ορίων της άμυνας λόγω φόβου και ταραχής απαιτείται : α) υπέρβαση δηλαδή ύπαρξη των λοιπών προϋποθέσεων των εν λόγων διατάξεων β) η υπέρβαση να οφείλεατι σε αμέλεια του δράστη. Αν δεν υπάρχει αμέλεια δεν θα είναι καν καταρχήν καταλογιστός, ώστε να χρειάζεται άρση του καταλογισμού. ΑΝ υπάρχει δόλος φαίνεται να μην νοητή η άρση του καταλογισμού, αφού ο δράστης που υπερβαίνει τα όρια δεν γνωρίζει ότι μπορεί να ενεργήσει άλλως προκαλώντας μικρότερη βλάβη. Αν το γνωρίζει δεν μπορεί να καταφαθεί ως αίτια της υπέρβασης ο φόβος ή η ταραχή αλλά άλλοι λόγοι πχ εκδίκηση γ) ως αίτιο της υπέρβασης απαιτείται κάποιο ασθενικό συναίσθημα πχ φόβος, ταραχή, πανικός κλπ και όχι κάποιο σθενικό συναίσθημα πχ θυμός, οργή, μίσος κλπ.
·            Αν ερευνηθούν οι λόγοι άρσης του καταλογισμού και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κανενός τότε η πράξη καταλογίζεται τελικά στον δράστη και απομένει μόνο να ελεχθεί μήπως συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του τιμωρητού.


2.8. Λόγοι άρσης του τιμωρητού
·            Μετά την κατάφαση του καταλογισμού έχει μείνει μόνο ο έλεγχος του αξιοποίνου. Το καταρχήν αξιόποινο έχει κριθεί στο χώρο του αδίκου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξεταστούν δύο ζητήματα α) μήπως κατ΄ εξαίρεση για να είναι η πράξη αξιόποινη θα πρέπει να συντρέχει  κάποιος προβλεπόμενος στη διάταξη εξωτερικός όρος του αξιοποίνου (αν δεν συντρέχει μολονότι η πράξη είναι άδικη δεν είναι ούτε καταρχήν άξια τιμωρίας) και β) μήπως συντρέχουν κάποιος λόγος άρσης του τιμωρητού.
·            Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης επιστημονικής διαμάχης, που φθάνει μέχρι και την απόλυτη άρνησή τους.
·            Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου δεν χρειάζεται να επικαλύπτονται υποκειμενικά, δεν είναι ανάγκη να έχει δόλο ή έστω αμέλεια ο δράστης αναφορικά με την συνδρομή τους. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η επιχείρηση της αυτοκτονίας στο έγκλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονίας α. 301 ΠΚ,  η επέλευση του θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης στο έγκλημα της συμπλοκής α. 313 ΠΚ, η απόδειξη της αλήθειας στο έγκλημα της δυσφήμησης α. 366 ΠΚ κλπ.
·            Οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου είναι : η παραγραφή του εγκλήματος, ο οριστική έλλειψη έγκλησης στα κατέγκληση διωκόμενα εγκλήματα, η υπαναχώρηση σε στάδιο ανολοκλήρωτης απόπειρας, η έμπρακτη μετάνοια στα εγκλήματα που προβλέπεται και η αμνηστία.
·            Η προθεσμία της παραγραφής εξαρτάται από την βαρύτητα του εγκλήματος. Τα βαριά κακουργήματα έχουν 20ετή παραγραφή, τα υπόλοιπα κακουργήματα 15ετή, τα πλημμελήματα 5ετή και τα πταίσματα μονοετή.
·            Αν μετά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει ούτε λόγος άρσης του τιμωρητού, τότε υπάρχει πλήρες έγκλημα, όπως αυτό ορίζεται στο α. 14 ΠΚ και αναζητάται η επιμέτρηση και η έκτιση της ποινής που πρέπει να επιβληθεί.

2.9. Απόπειρα
·            Η απόπειρα αποτελεί την πρώτη από τις λεγόμενες «ειδικές μορφές εμφάνισης του εγκλήματος» δηλαδή περιπτώσεις που διαφοροποιούνται από την απλή μορφή: ένας δράστης ολοκληρώνει ένα έγκλημα. Στις τρεις ειδικές μορφές εμφάνισης, είτε το έγκλημα δεν ολοκληρώνεται (απόπειρα), είτε ο δράστης δεν είναι μόνος του (συμμετοχή) είτε ο δράστης δεν τελεί μόνο ένα έγκλημα (συρροή).
·            Η απόπειρα συνιστά επέκταση του αξιοποίνου δηλαδή επαυξάνει την ποινική προστασία των έννομων αγαθών επεκτείνοντας την αξιόποινη προσβολή τους και σε προγενέστερο της βλάβης χρονικό σημείο, τυποποιώντας έτσι ουσιαστικά έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Κατά την επίλυση ενός πρακτικού, η εξέταση των προϋποθέσεων της απόπειρας εντάσσεται στα πλαίσια του καταρχήν άδικου. Αν ο λύτης διαπιστώσει ότι ο δράστης δεν πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, θα πρέπει να ερευνήσει μήπως το καταρχήν άδικο πηγάζει από την απόπειρα τέλεσης του εγκλήματος.
·            Οι προϋποθέσεις της απόπειρας είναι η αρχή εκτέλεσης για κακούργημα ή πλημμέλημα, μη ολοκλήρωση του εγκλήματος, ενώ υπάρχει απόφαση ολοκλήρωσης του εγκλήματος. Δηλαδή στην απόπειρα πληρούται όλη η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος χωρίς να πληρούται όλη η αντικειμενική υπόστασή του.
·            Αρχή εκτέλεσης υπάρχει όταν α) ο δράστη άρχισε να πληρεί όρο της αντικειμενικής υπόστασης και όταν β) όταν πριν από αυτό, έχει αντικειμενικά προχωρήσει τόσο τη συμπεριφορά του ώστε να θεωρείται παρούσα η επίθεσή του.
·            Το επιχειρούμενο έγκλημα πρέπει να έχει κάποια βαρύτητα. Έτσι δεν τυποποιείται, γενικά ως αξιόποινη, η απόπειρα ενός πταίσματος, ενώ υπάρχει δυνατότητα μη τιμώρησης της απόπειρας πλημμελήματος με μάξιμουμ απειλούμενου πλαισίου ποινής τους 3 μήνες πχ επαιτεία α. 307 ΠΚ. Αντίθετα δεν έχει σημασία ο χαρακτήρας του εγκλήματος ως αποτελέσματος ή συμπεριφοράς. Απόπειρα μπορεί να υπάρξει και σε έγκλημα συμπεριφοράς λχ διγαμία αν πχ ο δράστης άρχισε την τελετή του γάμου και δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει.  
·            Στα εγκλήματα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα, αν ο δράστης του βιασμού έχει δόλο βιασμού, αλλά το θύμα από αμέλεια του δράστη πέθανε πριν από την επίτευξη της συνουσίας δεν φαίνεται πρόβλημα τιμώρησης του δράστη για απόπειρα θανατηφόρου βιασμού αφού για το μη πληρωθέν στοιχείο (συνουσία)  υπάρχει η απαιτούμενη απόφαση (δόλος)  ενώ ο θάνατος για τον οποίο δεν υπάρχει δόλος αλλά αμέλεια, έχει επέλθει. Δεν είναι αξιόποινη η απόπειρα στις προπαρασκευαστικές πράξεις.
·            Αναφορικά με την απόφαση τέλεσης του εγκλήματος ο δράστης θα πρέπει να έχει δόλο για εκείνους τους όρους του εγκλήματος που δεν πραγματώθηκαν. Το είδος του απαιτούμενου δόλου προσδιορίζεται από την οικεία υποκειμενική υπόσταση.  Έτσι αν η διάταξη απαιτεί λχ δόλο σκοπού και η τιμώρηση της απόπειρας βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης απαιτεί δόλο σκοπού. Αν όμως απαιτείται οποιοσδήποτε είδος δόλου πχ α.299 ΠΚ για το αξιόποινο της απόπειρας ανθρωποκτονίας αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος..
·            Η απόπειρα του εγκλήματος τιμωρείται με την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος μειωμένη στα πλαίσια του α.83 ΠΚ εκτός αν κριθεί ότι για την ειδική πρόληψη απαιτείται πλήρης ποινή.
·            Περαιτέρω επέκταση του αξιοποίνου δημιουργεί το α. 43 ΠΚ με το οποίο ουσιαστικά τιμωρείται η ανάστροφη πραγματική πλάνη. Η απρόσφορη απόπειρα απαιτεί καταρχήν όλες τις προϋποθέσεις της πρόσφορης απόπειρας, αλλά η αρχή εκτέλεσης εντοπίζεται διαφορετικά αφού εδώ δεν υπάρχει δυνατότητα ολοκλήρωσης του εγκλήματος.  Η αδυναμία ολοκλήρωσης πρέπει να οφείλεται είτε στο ότι το μέσον ήταν απρόσφορο πχ πάτημα σκανδάλης κενού όπλου είτε στο ότι το υλικό αντικείμενο είναι ανεπίδεκτο  τέτοιας προσβολής πχ ήδη νεκρός. Επομένως η απρόσφορη λόγω υποκειμένου απόπειρα δεν τιμωρείται. Η απρόσφορη απόπειρα  τιμωρείται με την μισή ποινή της απόπειρας δηλ πρώτα μειώνεται η ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος με την μισή ποινή της απόπειρας δηλαδή στα πλαίσια του α.83ΠΚ και κατόπιν υποδιπλασιάζεται. Αν όμως η επιλογή του απόλυτα απρόσφορου μέσου ή υλικού αντικειμένου οφείλεται στην βλακεία (ευήθεια) του δράστη πχ επιχειρεί ανθρωποκτονία με μάγια τότε η απόπειρα μένει ατιμώρητη α. 43 παρ. 2ΠΚ.
·            Ιδιαίτερη αντιμετώπιση έχει ο δράστης της απόπειρας που μεταστράφηκε και υπαναχώρησε από το έγκλημα. Η υπαναχώρηση πρέπει να είναι εκούσια και να μην προκλήθηκε από εξωτερικά εμπόδια. Αν ο δράστης υπαναχώρησε όσο υπήρχαν ακόμη συμπεριφορές του που έπρεπε να συμβούν για να ολοκληρωθεί το έγκλημα (ανολοκλήρωτη ή πεπερασμένη απόπειρα)  τότε εξαλείφεται το αξιόποινο και ο δράστης μένει υποχρεωτικά ατιμώρητος α. 44 παρ.1ΠΚ. Αν όμως ο δράστης ολοκλήρωσε τη συμπεριφορά του και απλά αναμένει την επέλευση του αποτελέσματος (ολοκληρωμένη ή πεπερασμένη απόπειρα) και τότε υπαναχωρεί επεμβαίνοντας και παρεμποδίζοντας την επέλευση του αποτελέσματος τότε τιμωρείται με υποδιπλασιασμένη ποινή απόπειρας ενώ υπάρχει δυνατότητα και δικαστικής άφεσης του αξιοποίνου.

2.10. Συμμετοχή
·            Η δεύτερη ειδική μορφή εμφάνισης του εγκλήματος είναι η συμμετοχή όπου το έγκλημα δεν τελείται από έναν μόνο δράστη, αλλά εμπλέκονται περισσότερα πρόσωπα σε αυτό.  Κοινό χαρακτηριστικό όλων των μορφών συμμετοχής είτε πρόκειται για συνεκτέλεση είτε για συμμετοχή είναι ο διπλός δόλος του συμμετέχοντος. Δεν υπάρχει συμμετοχική ευθύνη από αμέλεια.
·            Η συμμετοχική ευθύνη διακρίνεται σε συναυτουργία, ηθική αυτουργία και συνέργεια που περαιτέρω διακρίνεται σε άμεση και απλή συνέργεια.
·            Συναφείς θεσμοί που όμως δεν συνιστούν συμμετοχική δράση είναι η παραυτουργία, η προβοκατόρικη ηθική αυτουργία και η έμμεση αυτουργία.
·            Συναυτουργοί είναι οι δράστες που συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν  ένα έγκλημα α. 45 ΠΚ. Ως συναόφαση νοείται ο διπλός δόλος του κάθε συναυτουργού, δόλος να γίνει το έγκλημα και δόλος να το τελέσει μαζί με άλλον.  Η συναπόφαση μπορεί να προκύψει και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του εγκλήματος (τυχαία συναυτουργία). Δεν απαιτείται υποχρεωτικά δόλος σκοπού, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Αν ο δράστης δεν έχει δόλο αλλά αμέλεια για την τέλεση του εγκλήματος δεν είναι συναυτουργός αλλά παραυτουργός.
·            Παραυτουργία υπάρχει όταν οι δράστες έδρασαν μεν παράλληλα και με δόλο ο καθένας να τελέσει το έγκλημα αλλά όχι και δόλο συνεκτέλεσης πχ διαδοχική χορήγηση δηλητηρίου με σκοπό τη θανάτωση του θύματος από περισσότερους δράστες όπου όμως ο καθένας αγνοεί τις ενέργειες του άλλου.
·            Ως συνεκτέλεση θεωρείται η πλήρωση από τον συναυτουργό ολόκληρης ή έστω μέρους της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Αν κάθε συναυτουργός ολοκληρώσει ο ίδιος την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τιμωρείται ως φυσικός αυτουργός έστω και αν δεν υπήρχε το α. 45 ΠΚ. Στην συναυτουργία οι συμπεριφορές των συναυτουργών χρεώνονται σε όλους.
·            Ο ηθικός αυτορυγός α. 46 παρ.1 α ΠΚ προκαλεί στον δράστη την απόφαση να πράξει ότι έπραξε, αρκεί η πράξη του αυτή να είναι τελικά άδικη, είτε ως τετελεσμένο έγκλημα είτε ως απόπειρα. Η πρόκληση της απόφασης μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο (απειλή, αμοιβή, πειθώ κλπ) απαιτεί όμως μια προσωπική επικοινωνία του πείθοντος με τον πεπεισμένο όχι αναγκαστικά λεκτική ούτε εξατομικευμένη αλλά πάντως απαιτεί παράσταση προς προσδιορισμένο έστω ως μέλος συγκεκριμένης ομάδας, αποδέκτη. Αν η παράσταση – προτροπή για τέλεση εγκλήματος απευθύνεται σε αόριστο αριθμό αποδεκτών πχ δημοσίευμα σε εφημερίδα, η πράξη μόνο ως προσφορά σε τέλεση κακουργήματος ή πλημελλήματος α. 186 ΠΚ μπορεί να κριθεί και όχι ως ηθική αυτουργία.  Για να υπάρξει ευθύνη ηθικού αυτουργού θα πρέπει ο δράστης να τελέσει τουλάχιστον τελικά άδικη πράξη, δηλαδή τουλάχιστον απόπειρα της πράξης που πείστηκε να τελέσει. Δεν χρειάζεται να είναι και αξιόποινος ούτε καταλογιστός. Έτσι υπάρχει ευθύνη ηθικού αυτουργού αν ο φυσικός δεν τιμωρείται πχ λόγω έμπρακτης μετάνοιας, ή ακαταλόγιστος ή δεν είχε τον απαιτούμενο δόλο.  Αντίθετα δεν υπάρχει ηθική αυτουργία αν ο φυσικός αυτουργός δεν πράττει άδικα. Αν ο πεισθείς μεταστράφηκε για οποιονδήποτε λόγο πριν καν επιχειρήσει αρχή εκτέλεση ο προκαλέσας την απόφαση δεν είναι ηθικός αυτουργός αλλά θα κριθεί ως φυσικός αυτουργός του εγκλήματος του α. 186 ΠΚ όπου μεταξύ άλλων, τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα και η τρόπον τινά «απόπειρα ηθικής αυτουργίας». Αν ο πεισθείς προχώρησε σε αρχή εκτέλεσης χωρίς ολοκλήρωση του εγκλήματος τότε ο πείσας είναι ηθικός αυτουργός για τελεσθείσα απόπειρα. Αν ο φυσικός αυτουργός τέλεσε άλλη άσχετη πράξη, δεν υπάρχει ηθική αυτουργία. 
·            Αν ο πεισθείς προχώρησε στην πράξη αλλά είτε αυτή δεν είναι καν καταρχήν άδικη, είτε υπάρχει λόγος άρσης του αδίκου, ο πείσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθικός αυτουργός, θα τιμωρηθεί ως έμμεσος. Οι περιπτώσεις έμμεσης αυτουργίας άλλοτε προβλέπονται από το νόμο και άλλοτε όχι. Ανάλογα με το αν ο πεισθείς πράττει καταρχήν άδικα ή όχι διακρίνονται ως εξής: α) ο δράστης , ακαταλόγιστος ή πλανόμενος, πείθεται να αυτοπροσβληθεί. Ο αυτοπροσβληθείς πχ αυτοκτόνος, αυτοτραυματισθείς κλπ δεν πράττει καταρχήν άδικα άρα ο πείσας δεν είναι ηθικός αλλά έμμεσος αυτουργός αφού εκμεταλλεύτηκε την ανικανότητα καταλογισμού ή την πλάνη του δράστη και τον χρησιμοποίησε ως όργανό του, β ) ο πλανόμενος δράστης προκαλεί το τυποποιημένο αποτέλεσμα χωρίς όμως να διαπράξει κανένα αντικειμενικό σφάλμα πχ γιατρός δίνει με δόλο στη νοσοκόμα να κάνει θανατηφόρα για τον ασθενή ένεση, η εκτέλεση της εντολής του γιατρού προκαλεί τον θάνατο, αλλά η νοσοκόμα δεν διαπράττει κανένα αντικειμενικό σφάλμα άρα δεν πράττει καταρχήν άδικα, ο γιατρός την χρησιμοποιεί ως όργανό του άρα έμμεσος αυτουργός, αν όμως η νοσοκόμα πεισθεί τότε πράττει καταρχήν άδικα και ο γιατρός θα είναι ηθικός αυτουργός της ανθρωποκτονίας με πρόθεση γ) ο πεισθείς πράττει ότι προβλέπεται από την αντικειμενική υπόσταση ενός γνήσιου ιδιαίτερου εγκλήματος χωρίς όμως να έχει την απαιτούμενη για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης ιδιότητα πχ η γραμματέας του δικηγόρου που πείθεται να προδώσει μυστικά του πελάτη του δικηγόρου δεν διαπράττει καμία τυποποιημένη καταρχήν άδικη πράξη αφού δεν μπορεί να πληρώσει την αντικειμενική υπόσταση του α. 233 ΠΚ μη ούσα δικηγόρος, ο δικηγόρος δεν μπορεί να ευθύνεται για ηθική αυτουργία αλλά για έμμεση αφού την χρησιμοποίησε ως όργανό του, αν όμως ο δράστης πεισθεί να τελέσει μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα τότε ο πείσας τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός για το μη γνήσια ιδιαίτερο έγκλημα επειδή ο δράστης είναι φυσικός αυτουργός του κοινού εγκλήματος και πράττει άδικα  και δ) ο δράστης πείθεται από δόλιο τρίτο στην πράξη που πληρεί την αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος αλλά ο ίδιος ο δράστης έχει λόγο άρσης του αδίκου α.21 ΠΚ, το ίδιο θα συμβεί αν ο προκαλέσας την απόφαση στον δράστη να αμυνθεί, έχει ο ίδιος προκαλέσει και τον επιτιθέμενο να επιτεθεί α. 24 ΠΚ. Ούτε εδώ ο πείσας θεωρείται ηθικός αυτουργός αλλά έμμεσος.
·            Και ο ηθικός αυτουργός θα πρέπει να έχει διπλό δόλο να προκαλέσει την απόφαση και δόλο να τελεστεί το έγκλημα. Αν κάποιος προκαλέσει από αμέλεια την απόφαση δεν είναι ηθικός αυτουργός. Επίσης δεν είναι ηθικός αυτουργός εκείνος που είχε μεν τον δόλο να προκαλέσει την απόφαση, αλλά δεν είχε δόλο να ολοκληρωθεί το έγκλημα τότε ο πείσας ευθύνεται ως «προβοκάτορας ηθικός αυτουργός» με την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος υποδιπλασιασμένη α. 46 παρ. 2 ΠΚ. Η προβοκατόρικη ηθική αυτουργία δεν αποτελεί μορφή συμμετοχή στο έγκλημα . Το ότι δεν πρόκειται για συμμετοχική πράξη προκύπτει όχι μόνο από τον κολοβό ή κόλουρο δόλο του προβοκάτορα αλλά και από το ότι τελικά κατάφερε να τελέσει το έγκλημα παρά την αντίθετη βούληση του προβοκάτορα ή αν καταλήφθηκε σε στάδιο απόπειρας δεν υπάρχει δηλ εξάρτηση από του αδίκου του προβοκάτορα από το άδικο του φυσικού αυτουργού. Ανάλογα αξιόποινος είναι ο προβοκάτορας ακόμη και αν ο πεισθείς για οποιοδήποτε λόγο δεν προχώρησε καν σε απόπειρα του εγκλήματος αφού η διάταξη δεν απαιτεί να τελέστηκε από τον πεισθέντα άδικη πράξη, όπως το απαιτεί στην ηθική αυτουργία. Σε περίπτωση που ο προβοκάτορας απέτυχε να σταματήσει το έγκλημα δεν έχει ευθύνη ως ηθικός αυτουργός α. 46 παρ. 1α ΠΚ.
·            Ως συνεργός θεωρείται αυτός που βοήθησε το δράστη να τελέσει το έγκλημα έχοντας τον απαιτούμενο διπλό δόλο, να ολοκληρωθεί το έγκλημα και να βοηθήσει το δράστη σε αυτό. Απαιτείται ο φυσικός αυτουργός να τέλεσε τουλάχιστον απόπειρα. Ανάλογα με την ένταση και τον χρόνο παροχής της συνδρομής του συνεργού, διακρίνουμε την άμεση συνέργεια (πλήρης ποινή α.46 παρ. 1 β ΠΚ) από την απλή συνέργεια (μειωμένη στα πλαίσια του α. 83ΠΚ ποινή, α.47 ΠΚ)
·            Η άμεση συνέργεια διακρίνεται αφενός από την συναυτουργία και αφετέρου από την απλή συνέργεια. Δεν πρόκειται για απλή αλλά για άμεση συνέργεια όταν η συνδρομή δίδεται στον τόπο τέλεσης του εγκλήματος κατά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος και η βοήθεια είναι σημαντική για τον φυσικό αυτουργό έτσι ώστε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής  η τέλεση του εγκλήματος χωρίς αυτή τη συνδρομή. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις (τόπου, χρόνου και αμεσότητας) της συνδρομής απαιτούνται σωρευτικά, αν λείπει μια πρόκειται για απλή συνέργεια. Η ίδια συμπεριφορά πχ ακινητοποίηση θύματος ανάλογα με το έγκλημα πρόκειται για συναυτουργία πχ στο βιασμό ο ένας τελεί εξώγαμη συνουσία στο ακινητοποιημένο θύμα και άλλοτε άμεση συνέργεια πχ σε ανθρωποκτονία ο ένας μαχαιρώνει το ακινητοποιημένο θύμα ανάλογα με το αν αυτή η συμπεριφορά τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του αντίστοιχου εγκλήματος.
·            Απλός συνεργός είναι εκείνος  που παρέχει βοήθεια στον δράστη που επιχειρεί να τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα. Η απλή συνέργεια αν δεν τυποποιείται αυτοτελώς, δεν είναι αξιόποινη εφόσον παρέχεται για την διάπραξη πταίσματος. Η παρεχόμενη συνδρομή θα πρέπει να δίδεται είτε πριν αρχίσει η εκτέλεση του εγκλήματος είτε κατά την τέλεσή του.   Στην πρώτη περίπτωση η συνδρομή μπορεί να είναι οποιασδήποτε και ιδιαίτερα σημαντική (χωρίς αυτήν ο δράστης δεν τελεί το έγκλημα) στη δεύτερη περίπτωση για να υπάρξει ηπιότερη ποινική μεταχείριση του α.47 ΠΚ θα πρέπει η παρεχόμενη βοήθεια να μην είναι σημαντική γιατί τότε έχουμε άμεση συνέργεια. Η απλή συνέργεια μπορεί να είναι και ψυχική με την μορφή της ψυχικής στήριξης του δράστη. Πάντως η απλή αδρανής παρουσία κάποιου στον τόπο του εγκλήματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί συνέργεια εκτός αν έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτροπή τους εγκληματικού αποτελέσματος οπότε θα ευθύνεται για συναυτουργία με παράλειψη.
·            Ο συνεργός απλός ή άμεσος ευθύνεται μέχρι το άδικο του φυσικού αυτουργού και εφόσον αυτό περιλαμβάνεται στο διπλό δόλο του. Έτσι αν ο φυσικός αυτουργός δεν ολοκληρώσει το έγκλημα και ο συνεργός για απόπειρα ευθύνεται. Αν ο αυτουργός τελέσει λιγότερα από εκείνα που είχε αποφασίσει να συμμετέχει ο συνεργός, αλλά που πάντως περιλαμβάνονται στα περισσότερα που είχε δόλο να συνδράμει, ο συνεργός ευθύνεται για τα λιγότερα που τελέστηκαν. Αν ο αυτουργός τελέσει και άλλες άσχετες πράξεις για τις οποίες δεν είχε δόλο να συνδράμει ο συνεργός πχ βιασμό αντί ανθρωποκτονίας, ο συνεργός δεν έχει ποινική ευθύνη, ελλείψει δόλου. Τέλος, ο συνεργός δεν ευθύνεται για ότι τέλεσε ο αυτουργός παραπάνω από τα συμφωνηθέντα πχ τέλεσε ληστεία αντί κλοπής δηλ κλοπή με φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

2.11. Συρροή
·            Η Τρίτη ειδική  μορφή εμφάνισης του εγκλήματος είναι η περίπτωση της συρροής εγκλημάτων. Συρροή υπάρχει όταν ο ίδιος κατηγορούμενος έχει τελέσει περισσότερα εγκλήματα. Στον χώρο της συρροής εξετάζονται διαδοχικά τρία ζητήματα α) αν πρόκειται πράγματι για περισσότερα εγκλήματα ή αν πρόκειται για μία μόνο εγκληματική μονάδα β) σε περίπτωση περισσότερων εγκληματικών μονάδων, εάν η συρροή τους είναι αληθινή ή φαινομενική αν δηλαδή πρέπει να επιβληθεί ποινή για το καθένα ή η τιμώρηση για κάποια καθιστά περιττή την επιβολή ποινής για άλλα και γ) σε περίπτωση αληθινής συρροής πως θα σχηματιστεί η συνολική ποινή αν πρόκειται δηλαδή για πραγματική (με περισσότερες πράξεις) ή κατ΄ ιδέαν (με μία πράξη) συρροή.
·            Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, μολονότι ο δράστης μπορεί να έχει τελέσει περισσότερες πράξεις, ομοειδής ή διαφορετικές, είναι πιθανόν να πρόκειται για ένα έγκλημα (μια εγκληματική μονάδα) και όχι για περισσότερα εγκλήματα πχ σε εγκλήματα σχέσεων (αιμομιξία) ή περισσότερων προσβολών με ενιαίο αποτέλεσμα (πρόκληση σωματικής βλάβης με περισσότερα χτυπήματα). Αν προσβάλλονται διαφορετικές μονάδες έννομου αγαθού κατά κανόνα υπάρχουν περισσότερα εγκλήματα. Ένα έγκλημα υπάρχει μόνο όταν προσβάλλονται περιουσιακά έννομα αγαθά με μία διατάραξη της ειρήνευσής τους πχ ταυτόχρονη κλοπή πραγμάτων που ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες.
·            Αναφορικά με το ζήτημα του είδους της συρροής (αληθινή ή φαινομενική). Φαινομενική συρροή λόγω ειδικότητας υπάρχει όταν η συμπεριφορά του δράστη πληρεί περισσότερες ποινικές υποστάσεις είτε του βασικού εγκλήματος και μιας παραλλαγής του είτε του σύνθετου εγκλήματος και των απλών εγκλημάτων που το απαρτίζουν όπου υπερισχύει και εφαρμόζεται μόνο η ειδικότερη διάταξη. Η αρχή της απορρόφησης (η απαξία του ενός εγκλήματος καλύπτεται από την ποινή που επιβλήθηκε για το άλλο) αναφέρεται σε περιπτώσεις επίτασης της ποινής πχ θανατηφόρος βιασμός απορροφά την ανθρωποκτονία από αμέλεια. Συντιμωρητό θεωρείται ένα έγκλημα που τελείται για να εξυπηρετήσει την τέλεση ενός άλλου εγκλήματος, είτε διευκολύνοντας την διάπραξη ή αποπεράτωσή τους είτε εξασφαλίζοντας τη συγκάλυψή του πχ φθορά παραθύρου για να διευκολυνθεί η είσοδος για κλοπή. Τέλος η αρχή της επικουρικότητας εφαρμόζεται καταρχήν σε περιπτώσεις που υπάρχει ρήτρα επικουρικότητας πχ α. 186 παρ. 3 ΠΚ «… αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη…». Επικουρικότητα όμως έχουμε και σιωπηρά (χωρίς ρήτρα) ιδίως σε περιπτώσεις απόπειρας και τετελεσμένου εγκλήματος ή συρροής περισσότερων μορφών συμμετοχής του δράστη στο ίδιο έγκλημα.

2.12. Επιμέτρηση και έκτιση της ποινής
·            Μετά την κατάφαση του πλήρους εγκλήματος (με την έννοια της τελικά αξιόποινης πράξης) προκύπτει η ανάγκη επιμέτρησης της ποινής. Αρχικά εντοπίζεται το πλαίσιο της ποινής και ακολουθεί η επιμέτρηση της τιμής της συγκεκριμένης ποινής.
·            Για τον εντοπισμό του πλαισίου ποινής εξετάζεται αρχικά, αν υπάρχει περίπτωση διαφοροποίησης του απειλούμενου πλαισίου ποινής, είτε επαύξησης λόγω υποτροπής ή καθέξη τέλεσης εγκλημάτων είτε μείωσης του πλαισίου της απειλούμενης στον κυρωτικό κανόνα ποινής για οποιοδήποτε λόγο πχ λόγω απόπειρας, απλής συνέργειας κλπ καθώς και το εάν θα πρέπει να γίνει περαιτέρω (διπλή) μείωση πχ λόγω απρόσφορης απόπειρας ή υπαναχώρησης σε στάδιο ολοκληρωμένης απόπειρας.
·            Η απειλούμενη ποινή μπορεί να επαυξηθεί είτε λόγω υποτροπής είτε λόγω καθέξη ή κατ΄ επάγγελμα τέλεσης.
·            Αν συντρέχουν περισσότερες της μιας ελαφρυντικές περιστάσεις ή και γενικότερα περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής κατά το α.83 ΠΚ πχ πρότερος έντιμος βίος και ειλικρινής μετάνοια ή απόπειρα και μη ταπεινά ελατήρια, η ποινή μειώνεται μόνο μία φορά οι δε υπόλοιπο λόγοι λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής κατά το α. 79 ΠΚ. Έτσι σύμφωνα με το α. 79 ΠΚ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο η βαρύτητα του εγκλήματος όσο και η προσωπικότητα του δράστη.
·            Ποινή στερητική της ελευθερίας που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη (κράτηση ή φυλάκιση) μπορεί να θεωρηθεί ως ουδέποτε επιβληθείσα εφόσον ανασταλεί η εκτέλεσή της και διανυθεί επιτυχώς το διάστημα δοκιμασίας και εφόσον η αναστολή δεν ανακλήθηκε.
·            Οι προϋποθέσεις της απόλυσης με όρο εξαρτώνται από το είδος της ποινής και το μέρος που έχει εκτιθεί. Οι προϋποθέσεις αυτές διαφοροποιούνται σε περιπτώσεις υπερηλίκων ή ανηλίκων κρατουμένων καθώς και κρατουμένων που πάσχουν από έιτς. Δεν επιτρέπεται  απόλυση με όρο σε κατάδικο για εσχάτη προδοσία. Ανάκληση της απόλυσης διατάσσεται, αν ο απολυθείς παραβεί τους όρους που τυχόν του έχουν τεθεί, ενώ άρση διατάσσεται αν στο διάστημα δοκιμασίας ο απολυθείς διαπράξει έγκλημα με δόλο και καταδικαστεί οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον έξι μηνών για αυτό.


The end….

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου