Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Ο ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΟΝ ΔΡΑΣΤΗ - Σημειώσεις από ΚΩΣΤΑΡΑ



Ο καταλογισμός αποτελεί το τρίτο κατά σειρά συστατικό στοιχείο του εγκλήματος ή όπως αλλιώς θα λέγαμε ανήκει στον τρίτο όροφο της τετραώροφης οικοδομής με την οποία παρομοιάσαμε πιο πάνω το έγκλημα.
Το ρήμα καταλογίζω σημαίνει καταρχάς αποδίδω ευθύνες σε κάποιον, λογαριάζω κάτι σε βάρος κάποιου, χρεώνω κάτι σε κάποιον, αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι. Στο ΠΔ εννοούμε την απόδοση ποινικής ευθύνης στον δράστη ορισμένης τελικά άδικης πράξης, την αποδοκιμασία από την έννομη τάξη του δράστη που κρίθηκε ένοχος για την πράξη του.
Μέσα από τον καταλογισμός  συνδέεται η τελικά άδικη πράξη με το πρόσωπο του δράστη. Με τον καταλογισμό αναδεικνύεται και ο πραγματικός χαρακτήρας του ΠΔ ως δικαίου της προσωπική ευθύνης του δράστη ορισμένης πράξης. Εδώ φαίνεται πια καθαρά ότι όταν τιμωρούμε τον δράστη δεν τον τιμωρούμε διότι έγινε απλά αίτιος αλλά υπαίτιος της παράβασης του ποινικού νόμου.

Η αρχή του καταλογισμού ή της ενοχής ως θεμελιώδη αρχή του ΠΔ
Από την αρχή της νομιμότητας πηγάζει η θεμελιώδης αρχή του ΠΔ, η αρχή του καταλογισμού ή της ενοχής, που απαγορεύει και αυτή με τη σειρά της την ποινική τιμωρία κάποιου, αν δεν διαπιστωθεί προηγουμένως η ενοχή του για την πράξη που τέλεσε.
Επομένως και η αρχή του καταλογισμού είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη στο αρ. 7 παρ 1 Σ.

Γιατί αποδοκιμάζει τον δράστη η έννομη τάξη;
Τυπικά η έννομη τάξη αποδοκιμάζει τον δράστη, διότι δεν συμμορφώθηκε με τις προσταγές του ποινικού νόμου. Ουσιαστικά όμως τον αποδοκιμάζει διότι με την πράξη του έδειξε έλλειψη σεβασμού και περιφρόνηση απέναντι στις κοινωνικές αξίες που προστατεύει ο ποινικός νομοθέτης.

Τα στοιχεία του καταλογισμού
Τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται ο δικαστής για να αποδοκιμάσει για λογαριασμό της έννομης τάξης τον δράστη που τέλεσε ορισμένη άδικη πράξη είναι :
  1. Η ικανότητα για καταλογισμό
  2. Η υπαιτιότητα, ο δόλος δηλ και η αμέλεια
  3. Η συνείδηση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή η αδικαιολόγητη άγνοιά του και
  4. Η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση



Η ικανότητα για καταλογισμό (άρ. 34 ΠΚ)
Ο νόμος δεν μας λέει πότε υπάρχει αλλά πότε δεν υπάρχει. Σύμφωνα με 34 ΠΚ δεν καταλογίζεται η πράξη στον δράστη αν αυτός όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει  σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι δύο είναι τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο νόμος για τη διαπίστωση της ανικανότητας για καταλογισμό.
  • Ένα βιολογικό ή περιγραφικό κριτήριο που έχει ως περιεχόμενο τη νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή την απλή διατάραξη της συνείδησης του δράστη και
  • Ένα αξιολογικό ή ψυχολογικό κριτήριο, που έχει ως περιεχόμενο την ανικανότητα του δράστη να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για αυτόν τον άδικο χαρακτήρα.
Πρέπει συνεπώς για να κριθεί ανίκανος για καταλογισμό ο δράστης να υπάρχουν στο πρόσωπό του και τα δύο κριτήρια που ζητάει ο νόμος και το βιολογικό και το αξιολογικό.
Ο νόμος ζητά επίσης ο δράστης όταν τελεί την πράξη να βρίσκεται είτε σε ανικανότητα αντίληψης του άδικου χαρακτήρα της πράξης είτε σε ανικανότητα συμμόρφωσης αν καταλάβαινε ότι αυτό κάνει είναι άδικο.

Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών υπάρχει :
  1. Στις ψυχώσεις που διακρίνονται σε οργανικές ή εξωγενείς (οι οποίες οφείλονται σε τραύματα ή βλάβες του εγκεφάλου), σε λειτουργικές ή ενδογενείς (τις οποίες γεννάει ο ίδιος οργανισμός πχ σχιζοφρένεια, διχασμός προσωπικότητας, μανιοκαταθληπτική ψύχωση κλπ) και τοξικές ή αλκοολικές (οι οποίες προκαλούνται από την παρατεταμένη χρήση τοξικών ή αλκοολικών ουσιών).
  2. Στις ψυχοπάθειες που οφείλονται σε έντονες διαταραχές της ψυχοπνευματικής ζωής του ανθρώπου.
  3. Στις νευρώσεις, που οφείλονται στις ακραίες ψυχικές ανωμαλίες όπως είναι οι διάφορες υστερίες, υπερβολικές φοβίες, έμμονες ιδέες κλπ.
  4. Στην ολιγοφρένεια, που επίσης διακρίνεται σε βαρειά ή ιδιωτεία (στην οποία ο δράστης έχει μυαλό νηπίου μέχρι 3 ετών), την μέση ή ηλιθιότητα  (στην οποία ο δράστης έχει μυαλό παιδιού μέχρι 7 ετών) και την ελαφρά ή μικρόνοια ή βλακεία (στην οποία ο δράστης έχει μυαλό εφήβου μέχρι 12-13 ετών).

Απλή διατάραξη της συνείδησης υπάρχει πχ στην πλήρη μέθη, στις διάφορες καταστάσεις ύπνου (μέθη του ύπνου, υπνοβασία κλπ), στην ύπνωση, στην μεθυπνωτική υποβολή, στην ψυχική παραφορά και το πυρετικό παραλήρημα, στις καταστάσεις λυκοφωτικής συνείδησης, που μπορούν να οφείλονται σε διάφορες αιτίες όπως λχ η πλήρης υπερκόπωση, η επιληπτική κρίση κλπ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα πάθη πχ το ερωτικό πάθος, το πάθος εκδίκησης, ζηλοτυπίας, φθόνου, φιλοδοξία, φιλοχρηματίας, χαρτοπαιξίας κλπ δεν δημιουργούν διατάραξη της συνείδησης του δράστη.
Η ανικανότητα αντίληψης του άδικου χαρακτήρα της πράξης θα μπορούσε να παρομοιασθεί με την συμπεριφορά ενός οδηγού αυτοκινήτου που δεν βλέπει ότι πάει στον γκρεμό.

Η ανικανότητα συμμόρφωσης με την αντίληψη για το άδικο θα μπορούσε να παρομοιασθεί με την συμπεριφορά ενός οδηγού αυτοκινήτου, που βλέπει μεν ότι πάει στο γκρεμό, αλλά δεν μπορεί να φρενάρει, διότι δεν πιάνουν τα φρένα του.  
Μερικές φορές οι ανικανότητες, που αναφέραμε πιο πάνω χωράνε σε όλα τα εγκλήματα και επομένως δημιουργούν γενική ανικανότητα για καταλογισμό.

Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό (άρ.  36 ΠΚ)
Σύμφωνα με την αρ.36 παρ 1 ΠΚ αν εξαιτίας  κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο αρ. 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του αρ. 83.  Η μειωμένη αυτή ποινή μπορεί να επιβληθεί και στην περίπτωση της υπαίτιας μέθης.
Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό δεν αποτελεί κάποια ενδιάμεση κατηγορία  μεταξύ της ικανότητας και της ανικανότητας προς καταλογισμό αλλά είναι μια ιδιόρρυθμη μορφή της ικανότητας για καταλογισμό, σύμφωνα με την οποία ο ικανός για καταλογισμό δράστης έχει ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση, επειδή οι ιδιάζουσες συνθήκες της περίπτωσής του δεν εξαφάνισαν μεν εντελώς, περιόρισαν όμως σε σημαντικό βαθμό την μια από τις δύο ικανότητές του είτε δηλ. την ικανότητα αντίληψης (να  δει τον γκρεμό του εγκλήματος) είτε την ικανότητα συμμόρφωσης (να φρενάρει μπροστά στον γκρεμό).

Ειδικές ρυθμίσεις της ικανότητας για καταλογισμό
(α) Οι ανήλικοι
Από συνδυασμό 121 και 126 ΠΚ προκύπτουν τα ακόλουθα:
·         Οι ανήλικοι που κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης είναι ακόμη νήπια δεν έχουν δηλ συμπληρώσει τα 8 χρόνια είναι απολύτως ανίκανοι για καταλογισμό και δεν φέρουν καμιά απολύτως ευθύνη για ότι και αν κάνουν.
·         Οι ανήλικοι που κατά τον χρόνο τέλεσης  της πράξης είναι ακόμη νήπια, δεν έχουν δηλ. συμπληρώσει τα 13 χρόνια είναι και αυτοί ανίκανοι για καταλογισμό, υποβάλλονται όμως σε θεραπευτικά ή αναμορφωτικά μέτρα κατά τα 122 και 123 ΠΚ.
·         Οι ανήλικοι που κατά τον χρόνο της τέλεσής  της πράξης είναι ακόμη έφηβοι δεν έχουν δηλ. συμπληρώσει τα 18 χρόνια, μόνο κατ΄ εξαίρεση θεωρούνται ικανοί για καταλογισμό όταν πρόκειται να τους επιβληθεί ποινικός σωφρονισμός σύμφωνα με το αρ 127 ΠΚ. Κατά τα λοιπά είναι και αυτοί ανίκανοι για καταλογισμό και υποβάλλονται σε θεραπευτικά και αναμορφωτικά μέτρα όπως και τα παιδιά.

(β) Οι κωφάλαλοι (αρ. 33 ΠΚ)
Οι κωφάλαλοι εκείνοι δηλ. που εκ γενετής στερήθηκαν την ικανότητα  της ακοής και της ομιλίας είναι σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ 1 ΠΚ ανίκανοι για καταλογισμό αν δεν είχαν την απαιτούμενη ικανότητα να αντιληφθούν το άδικο της πράξης τους ή να ενεργήσουν σύμφωνα με την αντίληψή τους για το άδικο αυτό. Και να είχαν την ικανότητα αντίληψης του άδικου αλλά και την ικανότητα συμμόρφωσης με αυτή την αντίληψη τιμωρούνται με ποινή ελαττωμένη στο μέτρο του αρ. 83 ΠΚ. Ο νόμος θεωρεί ότι οι κωφάλαλοι έχουν ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό.
(γ) Η υπαίτια διατάραξη της συνείδησης (αρ. 35 ΠΚ)
Ως υπαίτια διατάραξη της συνείδησης ή ως ελεύθερη στην αιτία της πράξη χαρακτηρίζεται η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ένας ικανός για καταλογισμό δράστης φέρνει με υπαιτιότητά του, με δόλο δηλ. ή από αμέλεια, τον εαυτό του σε κατάσταση διαταραγμένης συν είδησης, μέσα από την οποία διαπράξει τελικά μια πράξη που ή την είχε προσχεδιάσει να την διαπράξει με τον τρόπο αυτό ή όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ότι θα την διέπραττε αν ερχόταν σε αυτή την κατάσταση της διαταραγμένης συνείδησης.
Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι λαμβάνει χώρα σε καθεστώς απόλυτης ανικανότητας για καταλογισμό, η δρομολόγησή της όμως από τον δράστη έγινε σε καθεστώς πλήρους ικανότητας για καταλογισμό.
Αν δεν υπήρχε η διάταξη αυτή οι περιπτώσεις αυτές θα έμεναν ατιμώρητες διότι κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ο δράστης είναι ανίκανος για καταλογισμό.
Η υπαίτια διατάραξη της συνείδησης μπορεί να γίνει είτε με δόλο είτε από αμέλεια.
  • Υπαίτια διατάραξη της συνείδησης με δόλο υπάρχει όταν ο δράστης  θέλει να διαπράξει ένα έγκλημα και επειδή δεν έχει την τόλμη να το κάνει, διαταράσσει τη συνείδησή του, αποφασίζει δηλ. να γίνει άλλος άνθρωπος έτσι ώστε μέσα σε αυτή την κατάσταση της διαταραγμένης συνείδησης να βρει το θάρρος και να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.
Πχ ο Α έχει κτηματικές διαφορές με τον Β και θέλει να τον σκοτώσει αλλά νηφάλιος δεν μπορεί, έτσι φέρνει τον εαυτό του σε πλήρη μέθη πίνοντας αλκοόλ και έτσι φτιαγμένο όπως είναι βλέπει τον Β και τον σκοτώνει
Η υπαιτιότητα του δράστη στην υπαίτια διατάραξη της συνείδησης έχει διπλό  περιεχόμενο. Πρέπει δηλ. ο δράστης να έχει υπαιτιότητα όχι μόνο για την διατάραξη της συνείδησής του αλλά και για τη διάπραξη συγκεκριμένου εγκλήματος μέσα σε αυτή την κατάσταση. Ειδικότερα ο δράστης αφενός μεν να γνωρίζει και να θέλει να διαταράξει τη συνείδησή του και αφετέρου να γνωρίζει και να θέλει να διαπράξει σε αυτή την κατάσταση της διαταραγμένης κατάστασης ένα συγκεκριμένο έγκλημα. Αν ο δράστης τελικά τέλεσε το έγκλημα που είχε προσχεδιάσει τιμωρείται κανονικά με την ποινή του εγκλήματος, αν όμως τέλεσε διαφορετικό έγκλημα από εκείνο που αποφάσισε τιμωρείται με την ποινή του εγκλήματος, που τέλεσε, μειωμένη κατά το μέτρο του αρ. 83 ΠΚ.
Πχ ο δράστης αποφάσισε να διαταράξει τη συνείδησή του για να διαπράξει μια σωματική βλάβη και τελικά διέπραξε μια κλοπή.
Όμως δεν υπάρχει άλλη πράξη και ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί με την κανονική ποινή στις παρακάτω περιπτώσεις (α) όταν προσβάλλει με διαφορετικό τρόπο το ίδιο έννομο αγαθό που αποφάσισε να πλήξει πχ μέθυσε για να σκοτώσει το θύμα με την καραμπίνα και τελικά το σκοτώνει με τσεκούρι (β) όταν προσβάλλει διαφορετική μονάδα του ίδιου έννομου αγαθού πχ μέθυσε για να σκοτώσει τον Α και σκότωσε τον Β (γ) όταν προσβάλλει διαφορετικό αντικείμενο του θύματος από εκείνο, που αρχικά είχε αποφασίσει πχ μέθυσε για να κάψει το σπίτι του θύματος και τελικά του καίει το αυτοκίνητο (δ) όταν προσβάλλει διαφορετικό αντικείμενο του θύματος από εκείνο, που αρχικά είχε αποφασίσει πχ μέθυσε για να κάψει το σπίτι του θύματος και τελικά του καίει το αυτοκίνητο.
  • Υπαίτια διατάραξη της συνείδησης από αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης δεν θέλει να διαταράξει τη συνείδησή του για να αποκτήσει την ψυχική δύναμη να τελέσει ένα προαποφασισμένο έγκλημα. Προβλέπει όμως ή οφείλει να προβλέψει ότι, εάν αφήσει τον εαυτό του να εισέλθει σε μια διαδικασία διατάραξης της συνείδησής του λχ οινοποσία, το τέλος αυτής της διαδικασίας θα επισφραγισθεί με την διάπραξη ενός συγκεκριμένου εγκλήματος.
Πχ ο Α έχει κτηματικές διαφορές με τον Β αλλά δεν έχει αποφασίσει να τον σκοτώσει, ένα βράδυ στο ταβερνάκι όπου πίνει βλέπει πιο πέρα τον άνθρωπο κόκκινο πανί για αυτόν και μολονότι επίσης γνωρίζει ότι όταν πίνει γίνεται επιθετικός και βίαιος. Εάν τελικά ο Β μεθύσει και πάνω στη μέθη του επιτεθεί και σκοτώσει τον Α θα έχουμε την  υπαίτια διατάραξη της συνείδησης από αμέλεια.
Η υπαιτιότητα και σε αυτή την περίπτωση έχει διπλό περιεχόμενο. Αφενός ο δράστης μεν να πρόβλεψε ή να μπορούσε να προβλέψει ότι θα διαταράξει με τη συνείδησή του, αφετέρου δε να πρόβλεψε ή να μπορούσε να προβλέψει ότι θα διαπράξει σε αυτή τη κατάσταση της διαταραγμένης συνείδησης το συγκεκριμένο έγκλημα.  Το έγκλημα πρέπει να είναι ορισμένο πχ ανθρωποκτονία, σωματική βλάβη κλπ  και τιμωρείται εφόσον βέβαια τιμωρείται η αμέλεια στο σχετικό έγκλημα.
(δ) Η υπαίτια πλήρης μέθη (αρ.193 ΠΚ)
Η υπαίτια διατάραξη της συνείδησης, που δεν εμπίπτει στο αρ 35 ΠΚ τιμωρείται σύμφωνα με 193 ΠΚ εφόσον όμως οφείλεται σε μέθη του δράστη. Σε αυτή την περίπτωση έννομη τάξη αποδοκιμάζει τον δράστη όχι την πράξη που τέλεσε, αλλά επειδή μέθυσε και έφερε έτσι τον εαυτό του σε μια επικίνδυνη για τα έννομα αγαθά κατάσταση.
Για να εφαρμοστεί λοιπόν η 193 ΠΚ πρέπει
  • Καταρχάς να υπάρχει μέθη οποιασδήποτε μορφής
  • Περαιτέρω η σχετική μέθη να είναι υπαίτια, να μέθυσε δηλ. ο δράστης ηθελημένα ή από αμέλειά του διότι αν είναι ανυπαίτια τότε η συμπεριφορά του καταλαμβάνεται στο 34 ΠΚ
  • Επίσης να μην έχει αποφασίσει ή να μη προέβλεψε ο δράστης την τέλεση ορισμένου εγκλήματος
  • Τέλος, να τελέσει στην κατάσταση της μέθης του ο δράστης ένα έγκλημα, το οποίο θα του καταλογίζεται αλλιώς ως κακούργημα ή πλημμέλημα
(ε) Διαφορές ανάμεσα στην υπαίτια διατάραξη της συνείδησης 35 ΠΚ και στην υπαίτια πλήρη μέθη 193ΠΚ
  • Τα άρθρα αυτά αποτελούν αλληλοσυγκρουόμενες ρυθμίσεις. Επομένως η εφαρμογή του 35 ΠΚ αποκλείει την εφαρμογή του 193 ΠΚ και αντιστρόφως.
  • Στο35 ΠΚ ο δράστης χρησιμοποιεί την διαταραγμένη του συνείδηση ως όχημα για την τέλεση ορισμένου εγκλήματος ενώ στο 193 ΠΚ ο δράστης δεν έχει ορισμένο έγκλημα στο μυαλό του, μεθάει για να μεθύσει.
  • Στο 35 ΠΚ ο δράστης τιμωρείται επειδή διέπραξε το συγκεκριμένο έγκλημα ενώ στο 193 ΠΚ τιμωρείται γιατί μέθυσε.
  • Το 35 ΠΚ απαιτεί διπλή υπαιτιότητα ενώ στο 193 ΠΚ αρκείται στην απλή του υπαιτιότητα να μεθύσει.

Η υπαιτιότητα (αρ. 26 επ ΠΚ)
Μιλώντας για υπαιτιότητα εννοούμε το τμήμα εκείνο της ψυχικής στάσης του ικανού για καταλογισμό δράστη, που μας δείχνει πως εκδηλώνεται η ασέβειά του στις αξιολογήσεις και κατ΄ επέκταση στις προσταγές του νομοθέτη.

Είδη ή μορφές της υπαιτιότητας
Ο δόλος και η αμέλεια
Ο δόλος αποτελεί τη βαρύτερη μορφή της υπαιτιότητας, αφού η ψυχική στάση του δράστη, που εκδηλώνεται με δόλο, μας αποκαλύπτει την εχθρότητά του απέναντι στις αξιολογήσεις και στις προσταγές της έννομης τάξης.
Η αμέλεια εκπροσωπεί την άλλη, την ηπιότερη μορφή της υπαιτιότητας, η οποία μπορεί να μη έχει βέβαια την αγριότητα της ηθελημένης επιθετικότητας που περιέχει ο δόλος δεν παύει όμως να δείχνει και αυτή μια ψυχικά απαράδεκτη για την έννομη τάξη στάση που μεταφράζεται σε αδιαφορία του δράστη απέναντι στις αξιολογήσεις και τις προσταγές της έννομης τάξης.
Με βάση τη ρύθμιση του 26 ΠΚ όπου ο νόμος δεν ορίζει ρητά την μορφή της υπαιτιότητας που πρέπει να έχει ο δράστης, η υπαιτιότητα προσδιορίζεται ανάλογα με τον χαρακτήρα του εγκλήματος ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος.

Ο δόλος ή πρόθεση αρ. 27 ΠΚ
Λέγοντας με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης.
Από την ανάλυση του νομοθετικού ορισμού προκύπτει ότι ο δόλος αποτελείται από δύο στοιχεία. Ένα γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο και ένα βουλητικό στοιχείο. Το γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο του δόλου μας λέει ότι ο δράστης πρέπει να γνωρίζει την πραγματικότητα που προσβάλλει και να προβλέπει  είτε ως βέβαιη είτε ως απλά πιθανή την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος της πράξης του. Πχ αυτός που πυροβολεί κάποιον για να τον σκοτώσει πρέπει να γνωρίζει ότι πρόκειται για άνθρωπο, αν νομίζει ότι είναι θήραμα και όχι άνθρωπος τότε ο δράστης θα δούμε ότι βρισκόταν σε πραγματική πλάνη και δεν μπορεί να τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως διότι εδώ λείπει το γνωστικό στοιχείο.
Το βουλητικό στοιχείο του δόλου μας λέει ότι ο δράστης πρέπει να θέλει να προσβάλλει την πραγματικότητα που αντιλήφθηκε. Η θέληση του δράστη στην προκειμένη περίπτωση περιλαμβάνει τόσο την επιδίωξη όσο και την αποδοχή της επέλευσης του αξιόποινου  αποτελέσματος Δηλ. στο προηγούμενο παράδειγμα ο δράστης πρέπει να θέλει και την θανάτωση αυτού δεν αρκεί ότι το γνωρίζει ότι τον πυροβολεί.

Τα είδη του δόλου
  • Ο άμεσος δόλος α βαθμού ή δόλος σκοπού αποτελεί τη βαρύτερη μορφή του δόλου.
Στο γνωστικό του στοιχείο ο δόλος αυτός περιέχει συνήθως την πρόβλεψη της βεβαιότητας και μερικές φορές την πιθανολόγηση της επέλευσης του αποτελέσματος. Στο βουλητικό του στοιχείο περιέχει την επιδίωξη του δράστη να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Πχ ο Α για χάρη της ερωμένης του θέλει να θανατώσει οπωσδήποτε τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Έτσι τους καίει ζωντανούς. Εδώ ο δράστης θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως  που τελέστηκε με άμεσο δόλο α βαθμού.
  • Ο άμεσος δόλος β βαθμού ή αναγκαίος δόλος αποτελεί τη δεύτερη πιο σπουδαία μορφή του δόλου.
Στο γνωστικό του στοιχείο ο δόλος αυτός περιέχει την πρόβλεψη του αξιοποίνου αποτελέσματος ως βέβαιης και αναγκαίας συνέπειας της συμπεριφοράς του δράστη ενώ στο βουλητικό στοιχείο περιέχει την αποδοχή εκ μέρους του δράστη του σχετικού αποτελέσματος.  Πχ ο Α θέλει να σκοτώσει τη Β γιατί έχει διαφορές μαζί της. Τη συναντά και ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος, δεν υπαναχωρεί όμως και τη σκοτώνει. Θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως που τελέστηκε με άμεσο δόλο α βαθμού και για άμβλωση που τελέστηκε με άμεσο δόλο β βαθμού.
  • Ο ενδεχόμενος δόλος ή δόλος αποδοχής του ενδεχομένου αποτελεί θα λέγαμε το χαμηλότεροβαθμό δόλου.
Στο γνωστικό του στοιχείο ο δόλος αυτός περιλαμβάνει την πρόβλεψη της πιθανότητας επέλευσης του αξιόποινου αποτελέσματος  ενώ στο βουλητικό στοιχείο περιλαμβάνει όπως και στον αναγκαίο δόλο, την αποδοχή εκ μέρους του δράστη του αποτελέσματος αυτού.
Πχ ο Α θέλει να σκοτώσει τον Β όταν βρίσκεται στο καφενείο. Όμως υπάρχει η περίπτωση  να χτυπήσει και κανένα άλλο γιατί έχει πολύ κόσμο παρόλα αυτά ρίχνει και σκοτώνει τον Β αλλά η σφαίρα χτυπά και τον διπλανό του Γ. Ο δράστης θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με άμεσο δόλο α βαθμού και για τον Γ για ανθρωποκτονία που τελέστηκε με ενδεχόμενο δόλο.



Πως βρίσκουμε στο νόμο το είδος του απαιτούμενου δόλου
  • Το άμεσο δόλο α βαθμού τον καταλαβαίνουμε από τη χρήση στο νόμο των όρων «με σκοπό να…»
  • Τον άμεσο δόλο β βαθμού τον καταλαβαίνουμε από τη χρήση στο νόμο των όρων «εν γνώσει… με τη γνώση ότι…»
  • Τον ενδεχόμενο δόλο τον καταλαβαίνουμε από τη χρήση στο νόμο των όρων «με πρόθεση…»
Όπου ο νόμος αρκείται στον ενδεχόμενο δόλο, μας κάνουν όλα τα είδη του δόλου. Όταν ο νόμος ζητεί άμεσο δόλο β βαθμού δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Όπου ο νόμος ζητεί άμεσο δόλο α βαθμού για να τιμωρηθεί ο δράστης πρέπει απαραίτητα να έχει μόνο αυτό τον βαθμό δόλου.

Η αμέλεια (άρ. 28 ΠΚ)
Σύμφωνα με το άρθρο 28 ΠΚ από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις  και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν.
Από το παραπάνω προκύπτει η αδιαφορία του δράστη προς τις προσταγές της έννομης τάξης και για αυτό πρέπει να υποστεί την αποδοκιμασία της τελευταίας για τη σχετική αδιαφορία του.

Στοιχεία της αμέλειας
Έχουμε δύο έννοιες αμέλειας την εξωτερική – αντικειμενική και την εσωτερική - υποκειμενική αμέλεια.
Στοιχεία που ανήκουν στην αντικειμενική πλευρά της αμέλειας
  • Αντικειμενικό ή εξωτερικό σφάλμα
Πρώτο στοιχείο από το οποίο πρέπει να ξεκινά η έρευνα κάθε αμελούς συμπεριφοράς είναι το αντικειμενικό ή εξωτερικό σφάλμα. Εξωτερικό σφάλμα αποτελεί η συμπεριφορά του δράστη που μετουσιώνεται σε μια επικίνδυνη ενέργεια ή παράλειψη  η οποία είναι εντελώς αντίθετη με τους γραπτούς ή άγραφους κανόνες της επιμέλειας, που διέπουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά.πχ ο οδηγός του αυτοκινήτου με το αντικανονικό και επικίνδυνο προσπέρασμα περνάει στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούεται με άλλο ερχόμενο αυτοκίνητο σκοτώνοντας τους επιβάτες του.
  • Επέλευση ορισμένου αποτελέσματος (στα εγκλήματα αποτελέσματος)
Το εξωτερικό σφάλμα  στα εγκλήματα αποτελέσματος πρέπει να επιφέρει και ορισμένο αποτέλεσμα, που μπορεί να οφείλεται είτε σε ενέργεια είτε σε παράλειψη του δράστη. Στο παράδειγμα πιο πάνω είναι ο θάνατος των επιβατών.
  • Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στο εξωτερικό σφάλμα και στο αποτέλεσμα που επήλθε
Πρέπει δηλ. η αιτία που επέφερε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα να ήταν το εξωτερικό σφάλμα του δράστη. Δηλ. αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν οφείλεται στο εξωτερικό σφάλμα του δράστη αλλά σε άλλη άσχετη αιτία δεν μπορεί να καταλογιστεί στην αμέλεια του δράστη. Πχ ένας ασθενής εισάγεται στο νοσοκομείο και ο γιατρός λέει στην νοσοκόμα να του κάνει μια ένεση  σωζωλαμίνης ενώ εκείνη πήρε να του κάνει μια ένεση σκοτωλαμίνης αλλά ο ασθενής πέθανε από το σοκ της βελόνας οπότε δεν μπορεί να κατηγορηθεί η νοσοκομείο για ανθρωποκτονία από αμέλεια.
Στοιχεία  που ανήκουν στην υποκειμενική πλευρά της αμέλειας
  • Η έλλειψη της αντικειμενικά οφειλόμενης προσοχής (αντικειμενικό κριτήριο)
Πρέπει να ψάξουμε αν ο δράστης έκανε αυτό που αντικειμενικά όφειλε να κάνει.  Στα πλαίσια δηλ. αυτού του αντικειμενικού κριτηρίου ρωτάμε τι οφείλει να κάνει ο μέσος συνετός κοινωνός, που ασκεί την ίδια δραστηριότητα με τον δράστη και βρίσκεται κάτω από τις ίδιες με αυτόν συνθήκες.  Αν ο δράστης  είναι οδηγός, ρωτάμε, τι οφείλει να κάνει ο μέσος συνετός οδηγός όταν οδηγεί, αν είναι χειρούργος τι κάνει ο μέσος συνετός χειρούργος κλπ. Αν ο δράστης έκανε αυτό που αντικειμενικά όφειλε απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη και δεν του καταλογίζεται η πράξη έστω και αν δεν έδειξε τις ξεχωριστές ικανότητες που είχε και οι οποίες ξεπερνούν τις ικανότητες του μέσου συνετού κοινωνού της αντίστοιχης δραστηριότητας. Πχ ο γιατρός ήταν αυθεντία, αλλά δεν έκανε τα θαύματα που περίμεναν όλοι από αυτόν, απαλλάσσεται όμως γιατί έπραξε όπως ο μέσος συνετός γιατρός.
  • Η έλλειψη της προσοχής που μπορούσε υποκειμενικά να καταβάλλει ο δράστης (υποκειμενικό κριτήριο)
Αυτό το κριτήριο ενεργοποιείται όταν ο δράστης δεν έκανε εκείνο που αντικειμενικά όφειλε να κάνει, μας υποδεικνύει να ψάξουμε να βρούμε, τι μπορούσε ατομικά να κάνει ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τις γνώσεις και τις ικανότητες που είχε κατά την εκδήλωση της σχετικής συμπεριφοράς. Αν ο δράστης μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το αποτέλεσμα τότε του καταλογίζεται η αμέλεια.  Αν όμως δεν μπορούσε δεν έχει ευθύνη για αμέλεια εκτός αν επιπόλαια ανέλαβε να κάνει κάτι χωρίς να έχει τα απαραίτητα προσόντα. Πχ ένας ερασιτέχνης οδηγός ανέλαβε να οδηγήσει ένα φορτηγό και σε κάποια στροφή δεν μπόρεσε να αποφύγει μια σύγκρουση και είχαμε θανατηφόρο αποτέλεσμα. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η συμπεριφορά του δεν πληρεί το υποκειμενικό κριτήριο αφού ο ερασιτέχνης οδηγός ούτε ήξερε ούτε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο για να αποφύγει το αποτέλεσμα αλλά η ευθύνη του οδηγού δεν βρίσκεται εδώ στον τρόπο οδήγησης αλλά στο ότι ανέλαβε να οδηγήσει το φορτηγό αυτοκίνητο χωρίς να έχει δίπλωμα και την απαραίτητη εμπειρία.

Τα είδη της αμέλειας
Ο νόμος διακρίνει δύο είδη αμέλειας α) την ενσυνείδητη αμέλεια και β) την χωρίς συνείδηση αμέλεια.
Η ενσυνείδητη αμέλεια
Υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει το ενδεχόμενο να προκαλέσει με τη συμπεριφορά του το σχετικό αποτέλεσμα παρόλα αυτά όμως δεν προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στο μέτρο της προσοχής που οφείλει και μπορεί να επιδείξει, αλλά την συνεχίζει κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και πιστεύει ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε από δικό του φταίξιμο.
Πχ ένας οδηγός κάνει επικίνδυνα προσπεράσματα και όταν η σύζυγός του είπε να προσέχει, αυτός απάντησε ότι αυτός είναι μάγκας και τα ατυχήματα τα κάνουν οι άσχετοι. Αν όμως επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, θα έχει γίνει με τη μορφή της ενσυνείδητης αμέλειας αφού ο δράστης πρόβλεψε την επέλευσή του αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν.
Χρήσιμα κριτήρια για να ξεχωρίζει κάποιος τα πράγματα εδώ είναι α) η συνδιακινδύνευση του δράστη ή οικείων του και θύματος και β) η βεβαιότητα ή απλή ελπίδα αποφυγής του αποτελέσματος πχ αν ένας πατέρας με το παιδί του έχουν υπερφορτώσει το αυτοκίνητο και αυτό ανατραπεί τότε θα του χρεωθεί ενσυνείδητη αμέλεια και όχι ενδεχόμενος δόλος.
Ενδεχόμενο δόλο μπορούμε να αποδώσουμε στον δράστη όταν αυτός ενεργεί με την ελπίδα ότι δεν πρόκειται να επέλθει το αποτέλεσμα.
Η χωρίς συνείδηση – ασυνείδητη αμέλεια – Ομοιότητες και διαφορές με το τυχαίο γεγονός
Υπάρχει όταν ο δράστης δεν υποψιάζεται καν ότι θα προξενήσει με τη συμπεριφορά του το αξιόποινο αποτέλεσμα, που επήλθε, Ωστόσο, αν  έδειχνε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να δείξει, θα απέτρεπε την επέλευση του αποτελέσματος. Πχ ένας οδηγός χαριεντίζεται μέσα στο αυτοκίνητο με τη φιλενάδα του και δεν αντιλαμβάνεται πότε προξενεί ένα ατύχημα. Το ατύχημα θα έχει προκληθεί με τη μορφή της ασυνείδητης αμέλειας.
Η χωρίς συνείδηση αμέλεια μοιάζει με το τυχαίο γεγονός στο οποίο επίσης το αποτέλεσμα επέρχεται εντελώς απρόοπτα. Ωστόσο ανάμεσα τους υπάρχει μια τεράστια και αγεφύρωτη διαφορά. Στο τυχαίο γεγονός η επέλευση  του αποτελέσματος επηρεάζεται από διαφόρους αστάθμητους παράγοντες τους οποίους όσο και αν προσπαθήσει κάποιος και όση επιμέλεια και αν επιδείξει δεν θα μπορέσει ποτέ να προβλέψει  και να αποφύγει. Αντίθετα στη χωρίς συνείδηση αμέλεια η επέλευση του αποτελέσματος είναι προβλέψιμη αφού εξαρτάται από την συμπεριφορά του δράστη, ο οποίος χρεώνεται τελικά το αποτέλεσμα, όταν δεν έκανε αυτό που όφειλε και μπορούσε να κάνει για να το προβλέψει και κατ’ επέκταση να το αποφύγει.

Η συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή η αδικαιολόγητη άγνοιά του
Για να θεμελιωθεί ο καταλογισμός ως αποδοκιμασία της έννομης τάξης δεν αρκεί μόνο η ψυχοπνευματική υγεία και η αδιατάρακτη συνείδηση του δράστη αλλά και να υπάρχει εκ μέρους του και ορισμένη ψυχική  στάση απέναντι στην πράξη του.
Ένα τμήμα της ψυχικής στάσης του το αποκαλύπτει η υπαιτιότητα μέσα από την οποία ο δράστης εκδηλώνει την εχθρότητά του και άλλοτε την αδιαφορία του  απέναντι στις αξίες και στις προσταγές του δικαίου. Η υπαιτιότητα όμως δεν μπορεί να μας δώσει το βάθος της ψυχική στάσης του δράστη, αυτός που προσβάλει ηθελημένα ή επιπόλαια μια πραγματικότητα, δεν είναι χωρίς άλλο άξιος αποδοκιμασίας.  Πρέπει να ρίξουμε τους προβολείς βαθύτερα για να διερευνήσουμε αν γνώριζε ή αν είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Μόνο η καταφατική απάντηση θεμελιώνει αψεγάδιαστα την αποδοκιμασία της έννομης τάξης για την ασέβεια που έδειξε ο δράστης απέναντι στις αξίες και τις προσταγές της.
Μιλώντας για συνείδηση του άδικου εννοούμε ότι ο δράστης πρέπει να γνωρίζει ή αδικαιολόγητα να αγνοεί ότι η πράξη του αποδοκιμάζεται από το δίκαιο.
Άγνοια του άδικου δεν σημαίνει άγνοια τιμωρίας της πράξης. Αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν ήξερε πως θα πάει φυλακή για αυτό που έκανε, έμμεσα ομολογεί ότι είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του και απλά πίστευε ότι θα ξεφύγει με κάποιες ανώδυνες για αυτόν κυρώσεις  νόμιζε ας πούμε ότι θα τιμωρηθεί με ένα διοικητικό πρόστιμο. Αρ.31 παρ 1 ΠΚ μόνο η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό.
Δεν αρκεί η απλή γνώση του δράστη ότι αυτό που κάνει είναι αντίθετο από την κοινωνική ηθική. Ούτε όμως από την άλλη μεριά απαιτείται να γνωρίζει το νόμο που αποδοκιμάζει την πράξη του. Εκείνο που απαιτείται είναι η γνώση ότι σε γενικές γραμμές αυτό που κάνουμε δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες της έννομης τάξης που ρυθμίζουν την συμβίωσή μας μέσα στην κοινωνία.
Αν η άγνοια ήταν δικαιολογημένη συγχωρούμε τον δράστη. Αλλά δεν συγχωρούμε εκείνον τον δράστη που αδικαιολόγητα αγνοούσε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του.

Η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση
Το δίκαιο με τις προσταγές του ζητεί πράγματα που είναι μέσα στις δυνατότητες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.  Άρα ο δράστης που παίρνει την καραμπίνα για να λύσει τις διαφορές του με  τον γείτονα εκφράζει έλλειψη σεβασμού απέναντι στις αξίες και προσταγές της έννομης τάξης και αξίζει την αποδοκιμασία της προς το πρόσωπό του.
Βέβαια  η ζωή φέρνει στον κανονικό δρόμο του ανθρώπου τέτοιες φουρτούνες και θύελλες που για να τις ξεπεράσει κάποιος πρέπει να  υπερβεί τη δυνατότητα του μέσου κοινωνικού ανθρώπου πχ σε ένα Τιτανικό κάποιος που προσπαθεί να σωθεί και παίρνει το σωσίβιο από άλλους που πνίγονται.
Η συμπεριφορά του δράστη σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τις προσταγές του δικαίου, δεν εκφράζει όμως έλλειψη σεβασμού προς τις επιλεγμένες από το νομοθέτη κοινωνικο-ηθικές αξίες και συνεπώς δεν είναι άξια αποδοκιμασίας.
Η αντίθεση του δράστη στις προσταγές του δικαίου δεν οφείλεται στην έλλειψη σεβασμού εκ μέρους του προς τις αξίες της έννομης τάξης, αλλά στον ψυχικό εξαναγκασμό  ή στην ηθική πίεση που άσκησαν επάνω του εξαιρετικές περιστάσεις της ζωής, λέμε ότι δεν υπάρχει η ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση με τις προσταγές του δικαίου με συνέπεια να μη μπορεί να εκφρασθεί εναντίον του η αποδοκιμασία της έννομης τάξης.

Οι λόγοι άρσης του καταλογισμού που αναγνωρίζει το δίκαιο είναι η κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ που διαφέρει από το 25 ΠΚ στα συγκρουόμενα αγαθά και στον κύκλο των προσώπων υπέρ των οποίων  μπορεί να ασκηθεί η κατάσταση ανάγκης, η υπέρβαση των ορίων της άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης από φόβο ή ταραχή αρ. 23,25 παρ 3 ΠΚ, η εσφαλμένη λύση μιας σύγκρουσης καθηκόντων από φόβο ή ταραχή, το ηθικό αδιέξοδο στη σύγκρουση καθηκόντων  πχ ο δράστης σε ένα ναυάγιο διαλέγει να σώσει τους νεότερους και τέλος η ηθική αδυναμία καταβολής της κατάλληλης προσοχής στην αμέλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου