Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΩΣΤΑΡΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Β ΜΕΡΟΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ : ΑΔΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
ΑΡΘΡΟ 20 ΠΚ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ
ΑΡΘΡΟ 25 ΠΚ ΚΑΤΑΣΤΑΗ ΑΝΑΓΚΗΣ
ΑΡΘΡΟ 21 ΠΚ ΠΡΟΣΤΑΓΗ
ΑΡΘΡΟ 22 ΠΚ ΑΜΥΝΑ
ΑΡΘΡΟ 32 ΠΚ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ ΠΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ
ΑΡΘΡΟ 42 ΠΚ ΣΥΝΔ 381 ΠΚ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΘΟΡΑΣ ΞΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΑΡΘΡΟ 83 ΠΚ ΛΟΓΟΙ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

  1. Ο Διευθυντής της Τράπεζας Τ, για να μη του βγάλουν οι δανειστές του το  σπίτι το «στο σφυρί», αναγκάζεται να πάρει χρήματα από το ταμείο της Τράπεζας για να μπορέσει έτσι να εξοφλήσει τα χρέη του. Στην ενέργειά του αυτή προβαίνει ο Τ με τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα βάλει τα χρήματα στη θέση τους χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανένα, επειδή περιμένει να «πιάσει την καλή» από το Χρηματιστήριο. Τα πράγματα όμως στη ζωή δεν εξελίσσονται πάντα σύμφωνα με τις προβλέψεις μας και έτσι μετά τη μεγάλη «βουτιά» των μετοχών του Τ στο Χρηματιστήριο και την συνακόλουθη αδυναμία του να καλύψει την «τρύπα», που δημιούργησε στο ταμείο της Τράπεζας, αποκαλύφθηκε στον πρώτο έλεγχο η υπεξαίρεσή του.
Ερωτάται : Δικαιολογείται με κάποιον από τους γνωστούς λόγους άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης η συμπεριφορά του Τ;
Οι μόνοι λόγοι στους οποίους εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να υπαχθεί η συμπεριφορά του Τ είναι από τη μια μεριά η εκπλήρωση καθήκοντος σύμφωνα με το άρθρο 20 ΠΚ και από την άλλη η κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ. Ωστόσο προσεκτική παρατήρηση των στοιχείων της υπόθεσης μας αποκαλύπτει ότι κανένας από τους δύο αυτούς λόγους άρσης του αδίκου δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.
Δεν μπορεί καταρχάς να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά του Τ με την επίκληση του άρθρου 20 ΠΚ, διότι, όταν μιλάει ο νόμος για εκπλήρωση νομίμου καθήκοντος, δεν εννοεί οποιοδήποτε νόμιμο καθήκον, αλλά μόνο το καθήκον εκείνο, το οποίο έχει ως περιεχόμενό του την εξουσία, που δίνει ο νόμος στον φορέα του καθήκοντος, να προβεί σε μια αρχικά άδικη πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση ο Τ είχε μεν νόμιμο καθήκον να πληρώσει τα χρέη του προς τους δανειστές του, περιεχόμενο όμως του σχετικού καθήκοντός του ήταν η εξόφληση της οφειλής με νόμιμο τρόπο και όχι ασφαλώς με την διάπραξη κάποιου εγκλήματος.
Εξάλλου ούτε την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ μπορεί να επικαλεσθεί ο Τ, διότι μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων, που θέτει το άρθρο αυτό για την εφαρμογή του, ει΄ναι ο αναπότρεπτος με άλλα μέσα κίνδυνος και η προσβολή ενός σημαντικά κατώτερου κατά το είδος και τη σπουδαιότητά του αγαθού. Οι προϋποθέσεις όμως αυτές δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση, για αυτό και δεν αίρεται τελικά ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του Τ. Η ψυχική πίεση, που άσκησε επάνω στον Τ η ανάγκη της διάσωσης του σπιτιού του από τον πλειστηριασμό, μόνο μέσα στα πλαίσια της επιμέτρησης της ποινής μπορεί να ληφθεί υπόψη.
  1. Ο Δ, διευθυντής μιας μεγάλης ιδιωτικής κλινικής, δίνει εντολή στην υφισταμένη του νοσοκόμα Ν να βγάλει τα σωληνάκια από τον προσφάτως χειρουργηθέντα ασθενή Α, επειδή συντρέχουν, όπως της είπε, λόγοι να φύγει ο ασθενής αυτός από τη μέση. Στην σχετική αντίδραση της νοσοκόμας που διερωτήθηκε, πως μπορούν να σκοτώσουν με τον τρόπο αυτό έναν νέο σχετικά άνθρωπο, ο Δ της απάντησε ωμά ότι αυτή είναι η εντολή του και όποιος παρακούει σε αυτήν εισπράττει το τίμημα της ανυπακοής του, εννοώντας προφανώς εδώ ότι θα την απέλυε από τη δουλειά της. Προ του κινδύνου να μείνει άνεργη η Ν και να πεινάσουν τα παιδιά της, προέβη, παρά τις εκφρασμένες αντιρρήσεις της, στην εκτέλεση της εντολής του Προϊσταμένου της.
Ερωτάται : Μπορεί να δικαιολογηθεί με κάποιον από τους λόγους άρσης του αδίκου η ανθρωποκτονία, που διέπραξε η Ν σε βάρος του Λ;
Η πράξη της Ν δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους γνωστούς λόγους άρσης του αδίκου και συνεπώς είναι εντελώς αδικαιολόγητη. Η προσταγή, που θα μπορούσε υπό άλλες προϋποθέσεις να καλύψει την πράξη της, δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, διότι η εντολή, που δίνεται στην Ν από το προϊστάμενο της, δεν αποτελεί προσταγή με την έννοια του άρθρου 21 ΠΚ, αφού για να υπάρχει προσταγή με την έννοια του άρθρου αυτού πρέπει η σχετική εντολή να δίνεται μέσα στα πλαίσια μια δημοσιο – υπαλληλικής ή στρατιωτικο – αστυνομικής υπηρεσίας, πράγμα που δεν συντρέχει ασφαλώς εδώ, αφού η κλινική, στην οποία εργάζεται η Ν είναι ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό είναι άνευ αντικειμένου η διερεύνηση της συνδρομής των υπολοίπων προϋποθέσεων της προσταγής, εφόσον λείπει η πρώτη και βασική προϋπόθεση αυτής. Συνεπώς η Ν θα τιμωρηθεί κανονικά ως φυσικός αυτουργός της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, που διέπραξε (άρθρο 299 ΠΚ), οι δε λόγοι ψυχικής πίεσης, που ενδεχομένως θα επικαλεσθεί για τη διάπραξη του εγκλήματός της, θα ληφθούν και σε αυτή την περίπτωση υπόψη μόνο στο επίπεδο της επιμέτρησης της ποινής, που θα της επιβάλλει το Δικαστήριο.

  1. Ο Αστυνομικός Διευθυντής Χ καλεί στο γραφείο του τον Αστυφύλακα Α που υπηρετεί στη Διεύθυνση και του δίνει προς εκτέλεση ένα ένταλμα σύλληψης του πολίτη Π συνοδεύοντας την σχετική εντολή του με την παρατήρηση να προσέχει, διότι ο Π είναι ένας επικίνδυνος κακοποιός και σε κάθε περίπτωση πάντως να φροντίσει να του τον πάει ζωντανό ή νεκρό. «Το νου σου, Αργυρόπουλε, μη σου ξεφύγει, κακομοίρη μου ο Π» είπε ο Διευθυντής. Εκτελώντας πιστά την εντολή του Προϊσταμένου του ο Α πήγε να συλλάβει τον Π, ο οποίος μόλις τον είδε τον Αστυφύλακα και έμαθε περί τίνος επρόκειτο προσπάθησε να ξεφύγει την σύλληψη πηδώντας από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Τότε ο Α ενθυμούμενος τα λόγια του Διευθυντή του «ζωντανό ή νεκρό» έριξε εναντίον του Π στο «ψαχνό» και τον σκότωσε. Λίγο αργότερα το πτώμα του Π ευρίσκετο στην αρμόδια Αστυνομική Διεύθυνση ως απόδειξη της ευπειθούς αλλά και επιτυχούς διεκπεραίωσης της διαταγής, που είχε δοθεί στον Α από τον Προϊστάμενο του Αστυνομικό Διευθυντή Χ.
Ερωτάται : α) Μπορεί να επικαλεσθεί ο Α κάποιον λόγο, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του; Β) Διαφοροποιείται η απάντηση, εάν υποτεθεί ότι ο Α θανάτωσε τον Π την στιγμή, κατά την οποία ο τελευταίος τον απειλούσε με όπλο για να τον εξαναγκάσει να παραλείψει τη νόμιμη εκτέλεση της διαταγής σύλληψης;
Επί του α) ερωτήματος πρέπει να λεχθεί ότι ο εν λόγω Αστυφύλακας μόνο την διάταξη της προσταγής του άρθρου 21 ΠΚ θα μπορούσε να επικαλεσθεί. Η διάταξη όμως αυτή δεν καλύπτει πλήρως την συμπεριφορά και τούτο, διότι υπάρχει μεν τυπική νόμιμη προσταγή, εφόσον η διαταγή σύλληψης του Π δίνεται στον Α από τον ιεραρχικώς Προϊστάμενο του Χ μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας και των δύο και μάλιστα με τον τύπο, που απαιτεί ο νόμος (ένταλμα), ωστόσο η προσταγή αυτή με τη μορφή που δόθηκε στον Α (ζωντανός ή νεκρός), είναι στην ουσία της προφανώς παράνομη. Δεν μπορεί να υπάρξει νόμιμη προσταγή, που να έχει ως περιεχόμενό της την εν ψυχρώ εκτέλεση ενός ανθρώπου. Αποστολή των οργάνων της Πολιτείας δεν είναι να σκοτώνουν τους πολίτες, αλλά να εφαρμόζουν τους νόμους. Είχε δε χρέος ο Α να ελέγξει την ουσιαστική νομιμότητα της προσταγής του Προϊσταμένου του και με τον προσήκοντα σεβασμό να αρνηθεί να την εκτελέσει κατά το σκέλος της, που ζητούσε την θανάτωση του Π. Στην προκειμένη περίπτωση όφειλε ο Α να εμποδίσει την φυγή του Π με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο (προειδοποιητικές βολές στον αέρα ή έστω εξουδετέρωση του φεύγοντος με πυροβολισμό στα πόδια κλπ) και όχι με τη θανάτωσή του. Συνεπώς εκτελώντας στη συγκεκριμένη περίπτωση τυφλά την σχετική προσταγή του Προϊσταμένου του ο Α φέρει ακέραιη ποινική ευθύνη ως φυσικός αυτουργός της τελεσθείσης ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (αρ. 299 ΠΚ), για την οποία θα τιμωρηθεί βέβαια και ο Χ, που προκάλεσε την απόφαση στον Α να τελέσει την πράξη (ηθική αυτουργία).
Εντελώς διαφορετική είναι ασφαλώς η απάντηση επί του β) ερωτήματος. Εφόσον ο Α πήγαινε να  συλλάβει νόμιμα τον Π, η ενέργεια της σύλληψης δεν αποτελεί τελικά άδικη πράξη. Αντίθετα τελικά άδικη πράξη, που ισοδυναμεί με παρούσα επίθεση, αποτελεί η ενέργεια του Π να αντισταθεί στην σύλληψη του από τον Α. Την ενέργεια αυτή μπορεί να την αποκρούσει με άμυνα ο Α, αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος για λογαριασμό του. Επομένως, εάν η θανάτωση του Π ήταν επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων ως πράξη άμυνας, διότι δεν μπορούσε ο Α να αποκρούσει με άλλον τρόπο την επίθεση του Π εναντίον της ζωής του, τότε αίρεται σύμφωνα με το άρθρο 21 ΠΚ και 22 ΠΚ ο άδικος χαρακτήρας της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας που τέλεσε ο Α εις βάρος του Π.

  1. Το αρτιγέννητο βρέφος Β λίγες ώρες μετά την γέννησή του παρουσίασε τον συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις νεογνικό ίκτερο, ο οποίος επειδή ανέβασε το ποσοστό της χολερυθρίνης σε επικίνδυνα για την υγεία του παιδιού ύψη, κατέστησε αναγκαία την εφαρμογή της λεγόμενης αφαιμαξομετάγγισης, η οποία συνίσταται στην αφαίρεση όλου του μολυσμένου αίματος και την αντικατάσταση του από καινούργιο υγιές αίμα. Μόλις όμως η μητέρα του παιδιού πληροφορήθηκε τα καθέκαστα από τον θεράποντα Ιατρό, αρνήθηκε να δώσει την συναίνεσή της στην εν λόγω επέμβαση επικαλούμενη τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις.
Ερωτάται : α) Μπορεί ο Ιατρός να αγνοήσει την θέληση της μητέρας του παιδιού και να προχωρήσει στην αναγκαία επέμβαση; Β) Εάν υποτεθεί ότι την μετάγγιση αίματος την εχρειάζετο η ίδια η μητέρα, θα είχε για τον Ιατρό την ίδια σημασία η άρνησή της να δεχθεί ξένο αίμα.
Επί του α) ερωτήματος η απάντηση είναι καταφατική. Η άρνηση της μητέρας να δώσει τη συναίνεσή της στον Ιατρό για την απαραίτητη επέμβαση συνιστά παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον της ζωής του παιδιού της. Όπως είπαμε και πιο πάνω μια επίθεση μπορεί να γίνει όχι  μόνο με ενέργεια, αλλά και με παράλειψη. Στην προκειμένη περίπτωση η μητέρα έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί στην ενέργεια εκείνη, που αποτελεί εμπόδιο στην επέλευση του βλαπτικού της ζωής ή της υγείας του παιδιού της αποτελέσματος. Αρνούμενη λοιπόν η μητέρα να εκπληρώσει την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή της και να επιτρέψει στον Ιατρό την αναγκαία επέμβαση για τη σωτηρία του παιδιού της κάνει εναντίον του απόπειρα ανθρωποκτονίας με τη μορφή της μη γνήσιας παράλειψης, η οποία συνιστά άδικη επίθεση εναντίον της ζωής του παιδιού. Μια άδικη όμως επίθεση μπορεί να την αποκρούσει όχι μόνον εκείνος που την υφίσταται, αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος για λογαριασμό του. Τρίτος εδώ είναι ο Ιατρός ο οποίος αμυνόμενος υπέρ του παιδιού μπορεί να αποκρούσει την επίθεση της μητέρας εναντίον της ζωής του και να προβεί στην σχετική αφαιμαξομετάγγιση.
Διαφορετική εντελώς είναι η απάντηση, που πρέπει να δοθεί στο β) ερώτημα. Σε αυτήν την περίπτωση η άρνηση της μητέρας να δεχθεί την μετάγγιση αίματος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί στα πλαίσια κάποιου λόγου άρσης του αδίκου. Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί η άποψη ότι υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ, στα πλαίσια της οποίας ο Ιατρός θα είχε ως τρίτος το δικαίωμα να αποτρέψει τον κίνδυνο, που απειλεί τη ζωή της μητέρας. Ωστόσο για να εφαρμοσθεί το άρθρο 25 ΠΚ και να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης πρέπει το έννομο αγαθό, που θυσιάζεται, να είναι σημαντικά κατώτερο κατά το είδος και την σπουδαιότητα από το αγαθό, που διασώζεται. Τα αγαθά, που συγκρούονται εδώ είναι από τη μια μεριά  η ζωή και από την άλλη οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Σταθμίζοντας κάποιος τα δύο αυτά αγαθά δεν μπορεί να πει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι κατώτερο και μάλιστα σημαντικά κατώτερο αγαθό από την ζωή, εάν αναλογισθεί ότι η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα ανθρώπων, που προσφέρθηκαν να θυσιάσουν τη ζωή τους για να διαφυλάξουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 25 ΠΚ. Ούτε όμως και του άρθρου 32 ΠΚ για να αρθεί ο καταλογισμός, διότι ελλείπει μια άλλη βασική προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού : η στενή σχέση συγγένειας μεταξύ κινδυνεύοντος και παραμβαίνοντος προς αποτροπήν του κινδύνου. Μόνη βατή οδός για την αποφυγή της τιμωρίας του Ιατρού, που θα παρέκαμπτε την άρνηση της μητέρας, θα απέμενε πια η σύγκρουση καθηκόντων, όχι όμως αυτής που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, αλλά μόνο τον καταλογισμό.

  1. Ο Α επιτίθεται με την καραμπίνα εναντίον του Β και αυτός για να αμυνθεί παίρνει από το συρτάρι του Α την ιδιόχειρη διαθήκη, που έχει φτιάξει ο ήδη ευρισκόμενος σε φυτοειδή κατάσταση λόγω βαρυτάτου εγκεφαλικού επεισοδίου θείος Θ, και απειλεί τον Α ότι, εάν δεν πετάξει αμέσως το όπλο, θα κάψει με τον αναπτήρα του την διαθήκη αυτή, με την οποία, όπως είναι σε όλους γνωστό, ο Θ εγκαθιστά γενικό κληρονόμο του τον ανηψιό του Α. Μπροστά στον κίνδυνο να ματαιωθεί η επαγωγή της κληρονομιάς σε αυτόν με την καταστροφή της ιδιόχειρης διαθήκης του ανήμπορου πια να την ξαναγράψει Θ αναγκάζεται ο Α και συμμορφώνεται με την υπόδειξη του Β.
Ερωτάται : α) Με ποιο θεσμό μπορεί να δικαιολογηθεί η πράξη του Β, με τον θεσμό της άμυνας ή τη κατάστασης ανάγκης; Β) Αξιολογείται όμοια με την προηγούμενη και η περίπτωση, κατά την οποία ο Β αντί για το κάψιμο της διαθήκης απειλούσε να σκοτώσει με το μαχαίρι τον Φ, αδελφικό φίλο του Α;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Το έγγραφο της διαθήκης ανήκει στον Θ, ένα τρίτο δηλ. άσχετο με την επίθεση πρόσωπο. Εάν θεωρηθεί ότι η ενέργεια του Β είχε πάρει τη μορφή της απόπειρας φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (αρ. 42 σε συνδ με αρ. 381 ΠΚ), διότι πχ ο Β είχε ανάψει τον αναπτήρα και κρατούσε πάνω από αυτόν τη διαθήκη, τότε η απόπειρα αυτή δεν θα ήταν με τα μέτρα του άρ. 25 ΠΚ τελικά άδικη πράξη έναντι του Θ λόγω συνδρομής όλων των στοιχείων της κατάστασης ανάγκης (κίνδυνος, παρών, αναπότρεπτος με άλλα μέσα, κίνδυνος, ανυπαίτια πρόκληση του κινδύνου, απειλή θυσίας σημαντικά κατώτερου αγαθού). Από την διαθήκη όμως αυτή ο Α έχει βάσιμη προσδοκία απόκτησης περιουσιακού οφέλους, αφού με βάση τη διαθήκη αυτή είναι ο μοναδικός κληρονόμος του Θ. Δεδομένου ότι η ιδιότητα του κληρονόμου είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πρόσωπο του Β, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η προσδοκία του περιουσιακού οφέλους αποτελεί από την άποψη αυτή ένα στοιχείο που το κουβαλάει διαρκώς επάνω του ο Β, ένα στοιχείο δηλ. που δεν είναι άσχετο με την επίθεση που εξαπολύει ο Α κατά του Β. Επομένως, εφόσον ο Β δέχεται μια παρούσα και άδικη επίθεση από τον Α μπορεί σύμφωνα με το αρ. 22 ΠΚ να αμυνθεί εναντίον του με τον περιγραφόμενο πιο πάνω τρόπο.
Σε σχέση με το β) ερώτημα αλλάζει ασφαλώς η αξιολόγηση του πράγματος, εάν ο Β αντί για το κάψιμο της διαθήκης  έβαζε το μαχαίρι στο λαιμό του επιστήθιου φίλου του Α και απειλούσε να τον σκοτώσει. Σε αυτήν την παραλλαγή του θέματος δεν έχουμε πια εφαρμογή του θεσμού της άμυνας, διότι ο Β δεν πλήττει αγαθά του επιτιθέμενου Α, αλλά το αγαθό ενός τρίτου, του Φ δηλ, ο οποίος είναι άσχετος με την επίθεση. Υπάρχει επομένως στην περίπτωση αυτή κατάσταση ανάγκης, η οποία όμως δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, διότι μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων, που θέτει το άρθρο 25 ΠΚ για την εφαρμογή του είναι η διαφύλαξη ενός σημαντικά ανώτερου αγαθού σε σχέση με το θυσιαζόμενο. Εδώ ο Β απειλεί τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου για να σώσει τη δική του ζωή. Ως εκ τούτου εφαρμόζεται το άρθρο 32 ΠΚ, το οποίο δεν αίρει βέβαια τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, αλλά μόνο τον καταλογισμό.

  1. Ο νεαρός Ν έχει σκαρφαλώσει στην κερασιά του συγχωριανού Σ και μαζεύει με ένα καλάθι κεράσια. Εκνευρισμένος από το περιστατικό ο Σ, που έχει άλλωστε και εχθρικές σχέσεις με τον πατέρα του Ν, παίρνει την καραμπίνα και ετοιμάζεται να ρίξει κατά του Ν. Την σκηνή παρακολουθεί από το γειτονικό ακίνητο ο Κ, κουμπάρος του πατέρα του Ν, ο οποίος βλέποντας τον θανάσιμο κίνδυνο, που διέτρεχε ο Ν από τον Σ, πυροβόλησε τον Σ την ώρα, που ο τελευταίος σημάδευε τον Ν και του προξένησε βαρειά σωματική βλάβη.
Ερωτάται : Πως αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των Σ και Ν για τις αντίστοιχες πράξεις τους υπό το πρίσμα των λόγων άρσης του αδίκου;
Ο Ν με την ενέργειά του να μαζέψει κεράσια από τη κερασιά του Σ εξαπολύει μια παρούσα και άδικη επίθεση κατά της περιουσίας του τελευταίου. Την επίθεση αυτή μπορεί να την αποκρούσει ο Σ με μια πράξη άμυνας, η οποία ωστόσο για να είναι δικαιολογημένη από το νόμο, πρέπει να ασκείται μέσα στα όρια, που διαγράφει το άρθρο 22 παρ. 3 ΠΚ. Τα όρια αυτά τα υπερβαίνει εμφανώς ο Σ την στιγμή, που σκοπεύει με το όπλο τον Ν. Το είδος της απειλούμενης βλάβης από τον επιτιθέμενο Ν (ένα καλάθι κεράσια) δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την διακινδύνευση της ζωής του. Συνεπώς την ώρα της σκόπευσης ο Σ διαπράττει καθ΄ υπέρβαση των ορίων της άμυνας απόπειρα ανθρωποκτονίας με πρόθεση εναντίον του Ν, η οποία αποτελεί τελικά άδικη πράξη, που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 23 ΠΚ με μειωμένη ποινή στο μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ.
Εφόσον λοιπόν ο Σ υπερβαίνει τα όρια της άμυνας και η πράξη του κατά το μέτρο της υπέρβασης αποτελεί τελικά άδικη πράξη, έχει δικαίωμα ο Κ να αποκρούσει για λογαριασμό του Ν την καθ΄ υπέρβαση και άδικη επίθεση του Σ εναντίον του Ν. Και ο Κ όμως ασκώντας και αυτός το δικαίωμα της άμυνας απέναντι στον Σ είναι υποχρεωμένος να τηρήσει ομοίως τα ίδια όρια, που θέτει το άρθρο 22 παρ. 3 ΠΚ, τα οποία δεν ετήρησε ο Σ. Συνεπώς η βαρειά σωματική βλάβη, που ετέλεσε ο Κ εναντίον του Σ αμυνόμενος υπέρ του Ν, εφόσον στόχευε στην απόκρουση της επίθεσης και ήταν δικαιολογημένη από την επικινδυνότητα και την ένταση της επίθεσης, όπως φαίνεται στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποτελεί τελικά άδικη πράξη, για αυτό και δεν θα τιμωρηθεί ο Κ για την πράξη αυτή.

  1. Ο Π, πατέρας της ανήλικης μαθήτριας Μ, καταλαμβάνει τον συγχωριανό του Γ να αποπειράται να αποπλανήσει την κόρη του. Εξαγριωμένος ο Π από την ενέργεια αυτή του Γ παίρνει ένα τσεκούρι, που βρίσκει εκεί μπροστά του, και επιτίθεται με αυτό εναντίον του Γ. Τότε αυτός βλέποντας τον Π να έχει σηκώσει απειλητικά το τσεκούρι εναντίον του βγάζει ένα στιλέτο από την τσέπη του και το εκσφενδονίζει κατά του Π, τον οποίο τελικά σκοτώνει πλήττοντας αυτόν στην καρδιακή χώρα.
Ερωτάται : Μπορεί να ισχυρισθεί ο Γ ότι ευρίσκετο σε άμυνα, όταν εφόνευσε τον Π;
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έχουμε εδώ υπαίτια κατάσταση άμυνας, που δεν αίρει, σύμφωνα με το άρθρο 24 ΠΚ, τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Ωστόσο, εάν έλθουμε πιο κοντά στα πράγματα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 24 ΠΚ διότι ο Γ δεν προκάλεσε σκόπιμα την επίθεση του Π εναντίον του για να τον σκοτώσει με το πρόσχημα της άμυνας. Επομένως δεν στερείται ο Γ της προστασίας του άρθρου 22 ΠΚ. Είχε όμως υπαιτιότητα στην πρόκληση της επίθεσης του Π εναντίον του, αφού πήγαινε να του ατιμάσει την κόρη. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε ένα κοινωνικό – ηθικό περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος άμυνας εκ μέρους του Γ. Σύμφωνα με αυτόν τον κοινωνικό – ηθικό περιορισμό θα έπρεπε δηλ. ο Γ να αποκρούσει καταρχάς την επίθεση το Π δια της φυγής. Εφόσον δεν το έπραξε αυτό και επέλεξε την οδό της ενεργητικής άμυνας, θα έπρεπε τότε να καταφύγει σε λιγότερο οδυνηρά για τον Π μέσα άμυνας αναλαμβάνοντας και ο ίδιος κάποιους κινδύνους για τα δικά του έννομα αγαθά. Θα μπορούσε δηλ. να αμυνθεί με άλλο τρόπο, να προσπαθήσει λ.χ. να αποφύγει το κτύπημα ή να πιάσει το χέρι του Π ή να πάρει κάποιο αντικείμενο  για να προφυλαχθεί κλπ. Και εάν η χρήση του μαχαιριού ήταν αναπόφευκτη, θα έπρεπε να προκαλέσει την μικρότερη δυνατή βλάβη στον Π και όχι ασφαλώς να τον σκοτώσει. Συνεπώς εφόσον δεν έγιναν έτσι τα πράγματα και δεν ετηρήθηκαν τα όρια της άμυνας, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του Γ, ο οποίος για αυτό το λόγο θα τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 ΠΚ για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρο 233 παρ. 1 ΠΚ) με ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ. Εάν οι συνθήκες της υπέρβασης αποκαλύπτουν ότι ο Γ έδρασε με τον τρόπο αυτό από φόβο ή ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση, τότε και πάλι είναι τελικά άδικη η πράξη του , η οποία όμως δεν του καταλογίζεται.

  1. Οι Α και Β, γνωστοί ριψοκίνδυνοι ορειβάτες, αποφασίζουν να ανεβούν στο βουνό για ορειβασία, παρά τις προειδοποιήσεις της ΕΜΥ για επιδείνωση του καιρού με ένα δυνατό κύμα κακοκαιρίας για το επόμενο τριήμερο. Κατά την ανάβαση όλα ήσαν ρόδινα. Ο ήρεμος μάλιστα καιρός έκανε τους Α και Β να πιστέψουν ότι η ΕΜΥ είχε πέσει έξω στις προβλέψεις της ακόμη μια φορά. Το όνειρο όμως κράτησε πολύ λίγο, διότι στη συνέχεια ήλθε ο εφιάλτης να επαληθεύσει τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Μέσα σε λίγη ώρα το βουνό μεταβλήθηκε ξαφνικά σε μια ολόασπρη κόλαση  και το χιόνι απειλούσε να σκεπάσει τους Α και Β. με αποκλεισμένες τις προσβάσεις καθόδου μοναδική πια λύση σωτηρίας ήταν το κυνηγητικό καταφύγιο, το οποίο όμως ήταν κλειστό εκείνη την περίοδο. Στην ανάγκη να προφυλαχθούν από το κρύο έσπασαν οι Α και Β την πόρτα του καταφυγίου και πέρασαν μέσα δύο μερόνυχτα για να τους ανακαλύψουν την μεθεπόμενη σε άθλια κατάσταση τα ελικόπτερα του Στρατού.
Ερωτάται : Μπορούν να επικαλεσθούν κατάσταση ανάγκης οι Α και Β για να απαλλαγούν από την τιμωρία για την καταστροφή της πόρτας του κυνηγητικού καταφυγίου;
Για να έχουμε κατάσταση ανάγκης πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 25 ΠΚ να υπάρχει κίνδυνος παρών και αναπότρεπτος με άλλα μέσα, που απειλεί χωρίς υπαιτιότητα του δράστη τα αγαθά της περιουσίας ή του προσώπου του ίδιου του δράστη ή άλλου, εφόσον όμως το αγαθό που θυσιάστηκε ήταν σημαντικό κατώτερο κατά το είδος και την σπουδαιότητα του από το αγαθό που διασώθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν όλα τα στοιχεία της κατάστασης ανάγκης. Πρόβλημα μόνο δημιουργεί η απαίτηση του νόμου να μην έχει προκληθεί υπαίτια ο κίνδυνος. Τίθεται λοιπόν εδώ  το ερώτημα : προκλήθηκε με υπαιτιότητα των Α και Β ο κίνδυνος της ζωής τους από την κακοκαιρία; Κατά την ορθότερη και μάλλον κρατούσα άποψη ο όρος «χωρίς υπαιτιότητα»  δεν σημαίνει εδώ χωρίς δόλο ή αμέλεια, αλλά ότι ακριβώς και στο άρθρο 24 ΠΚ. Για να μη τύχει δηλ. της ευνοίας του νόμου ο δράστης σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να εκτέθηκε σκόπιμα στον κίνδυνο για να προσβάλλει με το πρόσχημα της κατάστασης ανάγκης το αγαθό τρίτου. Εδώ λοιπόν οι Α και Β ανέβηκαν στο βουνό για να τους πιάσει η κακοκαιρία και να αναγκασθούν έτσι να καταστρέψουν σκόπιμα την πόρτα του κυνηγητικού καταφυγίου. Συνεπώς δεν προκάλεσαν οι Α και Β με υπαιτιότητά τους τον κίνδυνο και πρέπει για αυτόν τον λόγο να αρθεί τελικά, κατά εφαρμογή του άρθρου 25 ΠΚ, ο άδικος χαρακτήρας της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 381 ΠΚ), που διέπραξαν.

  1. Σε πτέρυγα των φυλακών ξεσπάει ξαφνικά φωτιά από βραχυκύκλωμα. Επικρατεί έτσι πανικός και σύγχυση, που είχαν ως συνέπεια την χαλάρωση των μέτρων ασφαλείας της φυλακής. Σε αυτή την κατάσταση ευρισκόμενοι οι κρατούμενοι Α, Β και Γ προ του κινδύνου να καούν από τη φωτιά σπάζουν την μεγάλη πόρτα της πτέρυγας και επωφελούμενοι από το κλίμα του πανικού καταφέρνουν να δραπετεύσουν. Λίγη ώρα αργότερα καταφθάνει το όχημα της Πυροσβεστικής, δύο άνδρες της οποίας, οι Δ και Ε, για να μπούν στην εστία της φωτιάς και να εμποδίσουν την εξάπλωσή της σε ολόκληρο το κτίριο της φυλακής, αναγκάζονται να γκρεμίσουν μια μεσοτοιχία, ενώ κατά την άποψη του σωφρονιστικού καταστήματος θα έπρεπε να κατεβούν στην εστία της φωτιάς από την οροφή βγάζοντας μόνο λίγα κεραμίδια. Αποτέλεσμα της κατεδάφισης της μεσοτοιχίας ήταν να δραπετεύσουν άλλοι τρεις κρατούμενοι οι Ζ, Η και Θ.
Ερωτάται : Μπορούν να επικαλεσθούν οι δραπετεύσαντες κρατούμενοι και οι Πυροσβέστες τον κίνδυνο της φωτιάς για να απαλλαγούν από τις ποινικές του ευθύνες για τις πράξεις, που διέπραξαν;
Οι κρατούμενοι Α, Β και Γ μπορούν καταρχάς να επικαλεσθούν την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ για να απαλλαγούν από την τιμωρία για την καταστροφή της πόρτας της πτέρυγας, εφόσον ο κίνδυνος της φωτιάς δεν μπορούσε τελικά να αποτραπεί με άλλο τρόπο. Δεν μπορούν όμως να ισχυρισθούν το ίδιο για την απόδρασή τους από την φυλακή, αφού ο κίνδυνος δεν ήταν αναπότρεπτος με άλλα μέσα. Μπορούσαν δηλ. οι Α, Β και Γ να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της φωτιάς και με άλλο τρόπο, να προσέλθουν δηλ. σε άλλο ασφαλές μέρος της φυλακής, όπως έπραξαν και οι άλλοι κρατούμενοι, και να τεθούν έτσι ξανά στη διάθεση της διεύθυνσης του σωφρονιστικού καταστήματος. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους δραπέτες, τους Ζ, Η και Θ, οι οποίοι δραπέτευσαν επωφελούμενοι από το γκρέμισμα της μεσοτοιχίας. Και αυτοί δεν μπορούν ομοίως να επικαλεσθούν την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ για να αποφύγουν την τιμωρία για την απόδρασή τους.
Σε ότι εξάλλου αφορά τους Πυροσβέστες πρέπει να λεχθεί ότι μπορούν καταρχάς να επικαλεσθούν την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ. Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, που εξαιρεί από την εύνοια του θεσμού της κατάστασης ανάγκης, όσους έχουν υποχρέωση να εκτεθούν στον κίνδυνο, καλύπτει μόνο την φυγή προ του κινδύνου και την πλημμελή αντιμετώπισή του, όχι όμως άλλες περιπτώσεις. Επομένως εμπίπτει η συμπεριφορά των Πυροσβεστών στο άρθρο 25 ΠΚ. Το ζήτημα είναι μόνο, κατά πόσο το γκρέμισμα της μεσοτοιχίας ήταν άλλως αναπότρεπτη πράξη. Εάν δεν υπήρχε άλλος τρόπος προσπέλασης της εστίας της φωτιάς, αίρεται και για τους Πυροσβέστες ο άδικος χαρακτήρας της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Διαφορετικά, εφόσον ήταν δυνατή η κάθοδος σε αυτήν από την οροφή, πρέπει να αντιμετωπισθεί η συμπεριφορά των Πυροσβεστών σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 23 ΠΚ δηλ. ως υπέρβαση της κατάστασης ανάγκης.

  1. Ο ανήλικος Φ, μέλος μιας σατανιστικής οργάνωσης, συμφωνεί με τον ειδικευμένο στα τατουάζ τεχνίτη Τ να του ζωγραφίσει έναντι αμοιβής τον Σατανά στο μπράτσο. Την ημέρα, που έχει ορισθεί για την σχετική σήμανση, πηγαίνει στο εργαστήριο του Τ ο Π, πατέρας του Φ, ο οποίος πληροφορήθηκε τα καθέκαστα από κάποιον φίλο του γιου του και πιστεύοντας ότι ο τελευταίος όλα αυτά τα κάνει από αντίδραση προς το πρόσωπό του, επειδή είναι Ιερέας ζητεί από τον  Τ να μη συνεχίσει τη σήμανση του Φ, διότι είναι ανήλικο και άμυαλο παιδί και δεν ξέρει τι κάνει. Άλλωστε, όλα αυτά είναι ανήθικα πράγματα, όπως είπε ο Π στον Τ, που τα αποδοκιμάζει η κοινωνίας μας. Παρά την παρέμβαση αυτή του Π ο Τ  συνεχίζει απτόητος τη δουλεία με την προτροπή του Φ. Τότε βλέποντας ο Π ότι δεν μπορεί να σταματήσει με άλλο τρόπο τον Τ αγανακτισμένος από την προκλητική αδιαφορία από τον σπρώχνει βίαια από την καρέκλα του και του καταστρέφει παράλληλα και τα «διαβολολικά» του σύνεργα. Πρέπει να σημειωθεί ότι από το σπρώξιμο της καρέκλας και την σχετική πτώση στο δάπεδο ο Τ υπέστη κάταγμα στο δεξί χέρι με συνέπεια να μη μπορεί να εργασθεί για δύο περίπου μήνες.
Ερωτάται : Είναι άδικες οι πράξεις του Π εναντίον του Τ;
Ο ανήλικος Φ προσερχόμενος για την σήμανση του χεριού του στο εργαστήριο του Τ έχει δώσει τη συναίνεσή του στον τελευταίο να του κάνει μια ελαφρά σωματική βλάβη. Το θέμα επομένως εμπίπτει στην προβληματική του άρθρου 308 παρ. 2 ΠΚ. Για να αρθεί όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του Τ εναντίον του Α πρέπει κατ΄ αρχάς να αποδειχθεί ότι υπάρχει έγκυρη συναίνεση του τελευταίου προς τον Τ και επί πλέον ότι η πράξη της προσβολής, η απλή δηλ. σωματική βλάβη που κάνει ο Τ στον Φ, δεν είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη.
Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα πρέπει να λεχθεί ότι η ανηλικότητα του Φ δεν αποτελεί εμπόδιο στην έγκυρη συναίνεσή του, εφόσον είχε συνείδηση της σοβαρότητας της βούλησής του και της σημασίας, που αυτή είχε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Μένει να εξετασθεί το ζήτημα της συμφωνίας ή μη της πράξης της προσβολής προς τα χρηστά ήθη. Εάν γίνει δεκτή η άποψη ότι η επερχόμενη δια του τατουάζ απλή σωματική βλάβη είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, τότε η συναίνεση του Φ δεν έχει καμιά αξία και συνεπώς η πράξη του Τ εναντίον του Φ συνιστά άδικη επίθεση, την οποία μπορεί να αποκρούσει με άμυνα υπέρ τρίτου ο Π, ο οποίος για αυτό το λόγο δεν πρέπει να τιμωρηθεί για τη σωματική βλάβη και τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, που διέπραξε αμυνόμενος εναντίον του Τ.  Εάν όμως γίνει δεκτή αντιθέτως η ορθότερη, από ότι φαίνεται, άποψη ότι η πράξη της επερχόμενης δια του τατουάζ απλής σωματικής βλάβης δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, τότε αίρεται, λόγω της συναίνεσης του Φ, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του Τ και ως εκ τούτου δεν χωρεί κατά αυτής άμυνα. Επομένως οι πράξεις του Π  εναντίον του Τ είναι τελικά άδικες. Ωστόσο επειδή ο Π συμπεριφέρθηκε έτσι με την πεποίθηση ότι ο Τ επιχειρεί τελικά άδικη επίθεση εναντίον της υγείας του Φ και με αυτή την πεποίθηση ενήργησε πιστεύοντας ότι ασκεί νόμιμη άμυνα, πρέπει τελικά να γίνει δεκτό ότι ο Π ευρίσκετο σε νομιζόμενη άμυνα, η οποία αξιολογείται στην προκειμένη περίπτωση ως νομική πλάνη, που αποκλείει τον καταλογισμό της πράξης στον Π, εφόσον η πλάνη του κριθεί συγγνωστή.





ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ : ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
ΑΡΘΡΟ 31 ΠΚ ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΑΝΗ
ΑΡΘΡΟ 26 ΠΚ ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ
ΑΡΘΡΟ 34 ΠΚ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ Η ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
ΑΡΘΡΟ 35 ΠΚ ΥΠΑΙΤΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
ΑΡΘΡΟ 28 ΠΚ ΑΜΕΛΕΙΑ

1.      Ο Αυστριακός τουρίστας Α κατεβαίνει με την οικογένειά του για διακοπές στην Ελλάδα φέρνοντας μαζί του το αγαπημένο του όργανο : το βιολί του. Ενώ έχει εγκατασταθεί σε κάποιο παραλιακό ξενοδοχείο και απολαμβάνει την ελληνική θάλασσα και τα ψαρικο-θαλασσινά εδέσματα της ελληνικής ταβέρνας, ένα μεσημέρι μετά το μπάνιο, σε ώρα κοινής ησυχίας, του έρχεται η επιθυμία να απολαύσει για λίγο την αγαπημένη του μουσική. Βγάζει λοιπόν το βιολί του και αρχίζει να το παίζει. Εάν εξαιρέσει κάποιος τα «καντήλια» και τα λοιπά «χριστιανο-λείτουργα», που εκπορεύονται υπό μορφή καταιγίδας από τα στόματα των ευλαβών κατά τα άλλα στα μεσημβρινά ειωθότα περιοίκων, η διαπίστωση είναι μία : ο Αυστριακός ενοχλεί. Οδηγούμενος στο Αστυνομικό Τμήμα για τα περαιτέρω, ύστερα από σχετική καταγγελία, ισχυρίζεται ότι δεν εγνώριζε πως υπάρχει μεσημβρινή ησυχία στην Ελλάδα. Εν πάση περιπτώσει νόμισε ότι ως Ευρωπαϊκή χώρα και η Ελλάδα κινείται στους ίδιους ρυθμούς με τις άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες, όπως είναι και η πατρίδα του η Αυστρία, στην οποία είναι άγνωστη η έννοια της μεσημβρινής ησυχίας.
Ερωτάται α) θα τιμωρηθεί ο Α για την διατάραξη της κοινής ησυχίας; Β) Ισχύει η ίδια απάντηση, εάν υποτεθεί ότι ο Α εγνώριζε την ύπαρξη μεσημβρινής ησυχίας στην Ελλάδα, διότι είχε ξανάρθει παλιότερα στη χώρα μας; Γ) Έχει την ίδια αξιολόγηση ο ισχυρισμός του Α που γνώριζε την ύπαρξη μεσημβρινής ησυχίας ότι κοίταξε το ρολόι του, που το είχε αφήσει ακούρντιστο από την προηγούμενη και αυτό έχοντας σταματήσει στις 5 το πρωί έδειχνε παραπλανητικά 5 αντί 3, που ήταν η πραγματική ώρα της ενόχλησης;
Ο ισχυρισμός του Α στο α) ερώτημα είναι ισχυρισμός νομικής πλάνης. Ο δράστης βρίσκεται εδώ σε μια σύγχυση ως προς το άδικο της συμπεριφοράς του. Νομίζει ότι αυτό που κάνει εκείνη την ώρα δεν αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, ενώ στην πραγματικότητα αποδοκιμάζεται. Η πλάνη αυτή του δράστη, για να μη του καταλογισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, πρέπει να κριθεί συγγνωστή, δηλ. δικαιολογημένη. Και είναι συγγνωστή η πλάνη, όταν ο δράστης έκανε ότι μπορούσε για να αποφύγει την πλάνη του. Στη προκειμένη περίπτωση ο Α μεταφέρει τις βιωματικές εμπειρίες της πατρίδας του και επομένως όσο και αν τέντωνε τη συνείδησή του δεν θα μπορούσε να μάθει ότι απαγορεύεται η διατάραξη της μεσημβρινής ησυχίας στην Ελλάδα. Συνεπώς εδώ πρέπει να μείνει ατιμώρητος ο δράστης, διότι του λείπει το τρίτο στοιχείο του καταλογισμού, δεν έχει δηλ. συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξη τους.
Άλλη αξιολόγηση έχει το ζήτημα στο β) ερώτημα, όπου ο δράστης έχει εμπειρίες από τον ελληνικό χώρο. Εφόσον ο δράστης γνώριζε την ύπαρξη κοινής ησυχίας, οποιοδήποτε ισχυρισμός του για άγνοια του αδίκου είναι προσχηματικός και δεν αρκεί να αποτρέψει τον καταλογισμό της πράξης στον Α. Επομένως σε αυτή την περίπτωση θα τιμωρηθεί κανονικά ο δράστης.
Σε σχέση τώρα με το γ) ερώτημα πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός του Α ισοδυναμεί με επίκληση πραγματικής πλάνης, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ, αποκλείει τον δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια. Επειδή όμως η σχετική παράβαση του δράστη  είναι πταισματική, η οποία τιμωρείται, όπως μας λέει το άρθρο 26 ΠΚ, είτε γίνεται με δόλο είτε γίνεται από αμέλεια, στην προκειμένη περίπτωση η πραγματική πλάνη του Α δεν τον ωφελεί και θα τιμωρηθεί για την διατάραξη της κοινής ησυχίας, που διέπραξε. Η μοναδική περίπτωση, κατά την οποία ο δράστης μιας πραγματικής πλάνης δεν ωφελείται τελικά από την πλάνη του, είναι η περίπτωση  της διάπραξης πταίσματος, το οποίο εμπίπτει στον κανόνα του άρθρου 26 ΠΚ, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Εάν συνέτρεχε στο παράδειγμά μας η εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 26 ΠΚ, αν ζητούσε δηλ. ο νόμος ρητά δόλο για την τιμωρία του πταίσματος, τότε σε αυτή την περίπτωση δεν θα ετιμωρείτο ο πραγματικά πλανώμενος Α.

2.      Ο Φ μεταβαίνει με το αυτοκίνητό του από την Ορεστιάδα στην Αθήνα. Η διαδρομή είναι μεγάλη και ο οδηγός εξαιρετικά κουρασμένος από την ένταση και την αϋπνία των τελευταίων ημερών. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, κάπου κοντά στη Θεσσαλονίκη ο Φ καταλαμβάνεται από ένα ισχυρό κύμα υπνηλίας, η οποία του στέλνει τα πρώτα μηνύματά της. Ο Φ μολονότι προβλέπει το ενδεχόμενο να κοιμηθεί επάνω στο τιμόνι, συνεχίζει την οδήγηση πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει. Πρέπει άλλωστε να βρίσκεται οπωσδήποτε τη συγκεκριμένη ώρα στην Αθήνα. Το ραντεβού λοιπόν από τη μια μεριά και η υπερβολική σιγουριά του Φ στις δυνάμεις του από την άλλη τον σπρώχνουν να συνεχίσει. Η φύση όμως έχει άλλη άποψη και την εξέφρασε με τα σχετικά μηνύματα, που έστειλε έγκαιρα στον Φ. Λίγο πιο κάτω στο ύψος περίπου της Λαμίας η φύση βρήκε την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για τον βιασμό της εκ μέρους του Φ. Εγκατέλειψε τον άφρονα οδηγό, ο οποίος αποκοιμήθηκε στο τιμόνι, και έτσι κοιμισμένος, όπως ήταν έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα αντιθέτως ερχόμενο αυτοκίνητο ξεκληρίζοντας μια ολόκληρη οικογένεια.
Ερωτάται : Πως ευθύνεται ο Φ για τις σχετικές ανθρωποκτονίες  που διέπραξε;
Την ώρα που ο Φ επέπεσε με το αυτοκίνητό του στο αυτοκίνητο των θυμάτων του και προκάλεσε το τραγικό συμβάν είχε διατάραξη της συνείδησής του, εξαιτίας της οποίας του έλειπε, σύμφωνα με το άρθρο 34 ΠΚ, η αξιολογική ικανότητα να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Στην κατάσταση όμως αυτή περιήλθε από δική του υπαιτιότητα ο Φ, ο οποίος όφειλε και μπορούσε να αποφύγει το αποτέλεσμα, που πρόβλεψε. Έχουμε δηλ. εδώ με άλλα λόγια ανθρωποκτονίες σε υπαίτια διατάραξη της συνείδησης του δράστη από αμέλεια, οι οποίες θα του χρεωθούν κανονικά μέσω του άρθρου 35 παρ. 3 ΠΚ.

3.      Δύο κυνηγοί, οι Α και Β, συλλαμβάνονται επ΄ αυτοφόρω να κυνηγούν σε απαγορευμένη περιοχή και οδηγούνται στον Εισαγγελέα, ο οποίος τους παραπέμπει στη διαδικασία του Αυτόφωρου. Κατά την απολογία τους οι Α και Β ισχυρίσθηκαν ότι δεν εγνώριζαν πως απαγορεύεται το κυνήγι στη συγκεκριμένη περιοχή.
Ερωτάται : Μπορούν να τιμωρηθούν οι κατηγορούμενοι Α και Β για λαθροθηρία;
Οι Α και Β επικαλούνται στην προκειμένη περίπτωση νομική πλάνη για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τους, η παραδοχή της οποίας μπορεί να τους απαλλάξει από την ποινή εφόσον η σχετική πλάνη τους κριθεί συγγνωστή , δηλ. δικαιολογημένη. Για να χαρακτηριστεί όμως συγγνωστή η πλάνη των Α και Β πρέπει οι τελευταίοι να έκαναν ότι μπορούσαν, ώστε να αποφύγουν την πλάνη τους. Πρέπει δηλ. να τέντωσαν τη συνείδησή τους τόσο όσο δεν πήγαινε άλλο και παρόλα αυτά να μη κατάφεραν να αντιληφθούν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τους. Εφόσον από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης προκύπτει ότι συνέτρεχαν αυτές οι προϋποθέσεις, δεν μπορεί να καταλογισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 η πράξη τους δράστες.

4.      Δύο φίλοι παίζουν με ένα περίστροφο το παιχνίδι της «ρώσικης ρουλέττας». Ο ένας από αυτούς, ο Χ, δένει μια σφαίρα στο μύλο του περιστρόφου του πατέρα του και σημαδεύοντας τον άλλον, τον Ψ, γυρίζει την «ρουλέττα», τον μύλο δηλ. του περιστρόφου, για να δει, εάν η σκανδάλη θα βρει τελικά την «μπίλια», την σφαίρα. Η «ρουλέττα» γύρισε και η «μπίλια» σταμάτησε, δυστυχώς, εκεί όπου ο μεγάλος χαμένος ήταν Ψ, τον οποίο τραυμάτισε θανάσιμα ο Χ.
Ερωτάται : Πως ευθύνεται ο Χ για τον θάνατο του Ψ;
Το περιστατικό αυτό θέτει το ερώτημα, εάν ο δράστης ενήργησε εδώ με ενδεχόμενο δόλο ή με ενσυνείδητη αμέλεια, για να κριθεί τελικά, αν θα τιμωρηθεί με το άρθρο 299 ΠΚ ή το άρθρο 302 ΠΚ. Με δεδομένη την σύμπτωση των δύο αυτών μορφών της υπαιτιότητας το ζήτημα της βουλητικής στάσης του δράστη απέναντι στο αξιόποινο αποτέλεσμα. Εάν ο δράστης πιστεύει ότι δεν θα επέλθει το αποτέλεσμα και παρόλα αυτά προβαίνει στη σχετική πράξη του, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, τότε, κατά την ορθότερη άποψη, υπάρχει ενσυνείδητη αμέλεια. Εάν όμως ο δράστης απλά ελπίζει ότι δεν θα επέλθει το αποτέλεσμα, τότε υπάρχει ενδεχόμενος δόλος.

5.      Ο Ζ, κατευθύνεται με το αυτοκίνητό του στη Θεσσαλονίκη για να επισκεφθεί τη ΔΕΘ. Πιο πίσω από αυτόν ακολουθεί το αυτοκίνητο του φίλου του Φ, με τον οποίο είπαν να έχουν μια επαφή για να μη χαθούν και να πάνε μαζί στη Θεσσαλονίκη. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο Ζ έχασε τον Φ από το οπτικό του πεδίο, αφού αυτός σταμάτησε για σωματική ανάγκη της συζύγου του σε ένα μοτέλ. Αμέσως ο Ζ σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην άκρη του αυτοκινητοδρόμου Αθηνών – Θεσσαλονίκης, έβγαλε τα στοπ και περίμενε να φανεί ο Φ για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Η «κακιά ώρα» όμως σε συνεργασία με την επιπολαιότητα του Ζ, που στάθμευσε παράνομα μέσα στην Εθνική οδό το αυτοκίνητό του, έβγαλε ένα από τα πολλά συνηθισμένα εφιαλτικά σενάρια της ασφάλτου : επάνω στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του Ζ επέπεσε με τρομακτική δύναμη ο οδηγός ενός άλλου αυτοκινήτου, ο Ν, ο οποίος λόγω της υπερβολική ταχύτητας, που είχε αναπτύξει, αλλά και λόγω της υπερβολικής ταχύτητας, που είχε αναπτύξει, αλλά και λόγω της περιορισμένης ορατότητας εξ αιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκρουση, από την οποία σκοτώθηκαν τα δύο παιδιά του Ζ, που εκάθηντο στο πίσω κάθισμα, και η σύζυγος του Ν, που ήταν συνοδηγός του στο αυτοκίνητο του ολέθρου.
Ερωτάται : Ποιος ευθύνεται για τον θάνατο των θυμάτων της εν λόγω τραγωδίας;
Ευθύνη για τον θάνατο των θυμάτων του αυτοκινητιστικού ατυχήματος έχουν τόσο ο Ζ, όσο και ο Ν, οι οποίοι με την αντίστοιχη αμέλειά τους συνέβαλαν στην επέλευση του αποτελέσματος. Εδώ έχουμε δηλ. συντρέχον πταίσμα και του Ζ, αλλά και του Ν, το οποίο ωστόσο δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη του καθενός για το αποτέλεσμα που επήλθε.
Αναλυτικότερα. Ο  Ζ ευθύνεται για τις τρεις ανθρωποκτονίες από αμέλεια, τις οποίες διέπραξε με τη μορφή της μη γνήσιας παράλειψης, αφού είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από την προηγούμενη επικίνδυνη δραστηριότητά του (στάθμευση μέσα σε ένα δρόμο λαιμητόμο) να φροντίσει να μη πάθει κακό κανένας. Δεν κατέβαλε την προσοχή, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει στη συγκεκριμένη περίπτωση και έτσι διέπραξε ένα εξωτερικό σφάλμα (άφησε το αυτοκίνητο σε λάθος θέση), που είχε ως περαιτέρω συνέπεια την μη πρόβλεψη του αξιόποινου αποτελέσματος εκ μέρους του Ζ, ο οποίος, εάν πρόσεχε όσο όφειλε και μπορούσε, θα απέφευγε τελικά το αποτέλεσμα της παράλειψής του. Υπάρχει επίσης αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράλειψη του Ζ και στο επελθόν αποτέλεσμα, οπότε συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της τιμωρίας του, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 302 σε συνδ με αρ. 15 και 28 ΠΚ. Απλά για την περίπτωση της θανάτωσης των παιδιών του ανοικτή παραμένει η δυνητική απαλλαγή του Ζ από την ποινή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 302 ΠΚ (ψυχική οδύνη του Ζ από την θανάτωση των οικείων του).
Ανάλογα ισχύουν και για τον Ν με την μόνη διευκρίνιση εδώ ότι αυτός τα εγκλήματά του δεν τα διέπραξε με μη γνήσια παράλειψη, αλλά με ενέργεια.

6.      Ο διαρρήκτης Δ εισέρχεται νύχτα στο σπίτι κάποιου ζεύγους, που κοιμάται με ανοιχτά παράθυρα λόγω του καύσωνος. Την ώρα που αφαιρεί διάφορα αντικείμενα προκαλεί από απροσεξία του μέσα στο σκοτάδι κάποιον θόρυβο, ο οποίος γίνεται αφορμή να αφυπνισθεί ο σύζυγος Σ. Καθώς ο τελευταίος κατευθύνεται προς το μέρος, από το οποίο προήλθε ο θόρυβος, δέχεται την επίθεση από τον κακοποιό και έτσι αναγκάζεται να συμπλακεί μαζί του. Πιο δυνατός όμως ο κακοποιός καταφέρνει επάνω στην πάλη να βάλει από κάτω τον σπιτονοικοκύρη, τον οποίο ετοιμάζεται να πλήξει με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Παρά την απεγνωσμένη προσπάθεια του Σ να κρατήσει το χέρι του Δ φαίνεται ότι η Μοίρα έχει δώσει το «πράσινο φως» για τη συνάντηση της λεπίδας του Δ με την καρδιά του Σ. Το περιστατικό το αντιλαμβάνεται ξαφνικά η εν τω μεταξύ αφυπνισθείσα από τους θορύβους της συμπλοκής σύζυγος Μ, η οποία μη έχοντας άλλη δυνατότητα αντίδρασης παίρνει από το συρτάρι το περίστροφο του συζύγου της και πηγαίνοντας προς το μέρος της συμπλοκής μόλις βλέπει την λεπίδα να απέχει μερικά εκατοστά από την καρδιά του συντρόφου της χωρίς να σκεφθεί τίποτε άλλο πυροβολεί βιαστικά για να προλάβει το κακό και σκοτώνει τον διαρρήκτη.
Ερωτάται : Έχει ευθύνη η Μ για τον θάνατο του Δ;
Εάν δει κάποιος το περιστατικό αυτό από τη σκοπιά ενός ψύχραιμου παρατηρητή των γεγονότων, θα πει ότι η σύζυγος κάνοντας άμυνα υπέρ του συζύγου της είχε στην προκειμένη περίπτωση τη δυνατότητα να αποκρούσει την επίθεση του Δ εναντίον του συζύγου της με άλλο τρόπο.  Μπορούσε πχ να πάει κοντά στον κακοποιό και με μια καρέκλα να τον χτυπήσει στο χέρι ή στο κεφάλι ή εφόσον επέλεξε το περίστροφο ως μέσο άμυνας, να τον σημαδέψει στο χέρι ή σε άλλο σημείο του σώματος του, ώστε να δώσει την ευκαιρία στον σύζυγός της να απεμπλακεί από τον θανατερό εναγκαλισμό μαζί του. Αυτά είναι τα όρια, που διαγράφει σε αυτή την περίπτωση η λογική. Ωστόσο η ροή των γεγονότων είχε άλλους ρυθμούς και άλλη διάσταση μέσα στην ψυχή της συζύγου, η οποία σε κλάσματα δευτερολέπτου θα έπρεπε να  τα κάνει όλα : να σημαδέψει με προσοχή εκεί που της δείχνει η λογική, να δει σε ποιον τελικά θα χρεώσει τον κίνδυνο της καθυστερημένης ή άστοχης αντίδρασης της και πάνω από όλα βέβαια να πείσει τον εαυτό της να συμβιβασθεί με την ιδέα ότι θα πρέπει από δω και πέρα να ανεβαίνει καθημερινά τον Γολγοθά της χηρείας για να συντηρήσει τον εαυτό της και να αναστήσει τα ορφανά, που της αφήνει πίσω ως ενθύμιο της ολιγωρίας της η λεπίδα του κακοποιού. Κανένας άνθρωπος βιώνοντας τα γεγονότα σε αυτές τις συνθήκες και σε αυτή την οριακή τους μορφή δε θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά. Επομένως εφόσον η Μ δεν είχε, λόγω της αφόρητης ψυχικής πίεσης, που άσκησαν επάνω της τα γεγονότα, την ανθρώπινη δυνατότητα για συμμόρφωση προς την προσταγή του δικαίου, δεν είναι άξια μομφής σύμφωνα με το άρθρο 23 ΠΚ για αυτό που έπραξε. Η υπέρβαση σε αυτή την περίπτωση των ορίων της άμυνας από την  Μ αποτελεί λόγο άρσης του καταλογισμού.


ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΑΡΘΡΟ 42 ΠΚ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΗ ΤΗΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ
ΑΡΘΡΟ 43 ΠΚ ΑΠΡΟΣΦΟΡΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ

  1. Ο Τσιγγάνος Τ διαπραγματεύεται την πώληση ενός ρολογιού με τον θαμώνα του καφενείου Θ, στον οποίο παρουσιάζει την αγοραπωλησία ως μοναδική εμπειρία. «Είναι χρυσό 24 καράτια, κλεμμένο, τζάμπα πράγμα» του λέει, «πάρτο, γιατί θα το δώσω σε άλλον και θα το μετανιώσεις». Την ώρα, που ο Τ έχει σχεδόν πείσει τον Θ και ετοιμάζεται να κλείσει η αγοραπωλησία δια της καταβολής εκ μέρους του τελευταίου του σχετικού «φόρου βλακείας», έρχεται προς το μέρος του καφενείου ο Κ, στον οποίο ο Τ πούλησε την προηγούμενη ένα όμοιας αξίας και ευκαιρίας ρολόι, οπότε βλέποντας τον ο Τ και φοβούμενος μην πάθει τα αναμενόμενα σε τέτοιες περιπτώσεις διακόπτει ξαφνικά την συναλλαγή και εξαφανίζεται με τον σάκο του προς μεγάλη έκπληξη και όχι βέβαια μικρότερη τύχη του Θ.
Ερωτάται : α) Έχει διαπράξει απόπειρα απάτης κατ΄ άρθ.386 ΠΚ ο Τ; β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο α) ερώτημα, τι μορφή απόπειρας είναι αυτή; Γ) Υπάρχει εκούσια υπαναχώρηση του Τ από την απόπειρα;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθεί ότι ο Τ έχει πράγματι διαπράξει απόπειρα απάτης, διότι με την παράσταση των ψευδών γεγονότων ως αληθινών στον Θ έχει προσβάλλει ένα από τα πιο πολλά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, οπότε έχει αρχίσει σύμφωνα με την θεωρία της εντυπώσεως την εκτέλεση του εγκλήματος.
Σε σχέση με το β) ερώτημα πρέπει περαιτέρω να λεχθεί ότι εδώ έχουμε μη πεπερασμένη απόπειρα απάτης, διότι εκτός από την παραπλάνηση του Θ εκ μέρους του Τ και της σχετικής εξαπάτησης του πρώτου από τον δεύτερο μένει ακόμη να γίνει η περιουσιακή μετάθεση του Θ προς τον Τ, η οποία θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση του εγκλήματος, όταν πια συντελεσθεί η περιουσιακή βλάβη του Θ.
Σε σχέση τέλος με το γ) ερώτημα η απάντηση είναι αρνητική. Με βάση την ορθότερη άποψη, για να υπάρχει εκούσια υπαναχώρηση, πρέπει ο δράστης να αποδοκιμάζει έμπρακτα την προηγούμενη συμπεριφορά του και να αποκαθιστά την διαταραχθείσα ηρεμία του εννόμου αγαθού. Στην προκειμένη περίπτωση η εγκατάλειψη της περαιτέρω προσπάθειας του Τ δεν ενέχει έμπρακτη αποδοκιμασία της προηγούμενης συμπεριφοράς του, αλλά είναι μια εξαναγκασμένη από τα πράγματα υπαναχώρηση, που την προκάλεσε η εμφάνιση του Κ στον ορίζοντα και ο φόβος της σχεδόν βέβαιης κακοποίησης του Τ από τον εξαπατηθέντα Κ.

  1. Ο Α αποφασίζει να σκοτώσει τον Β, με τον οποίο έχει κτηματικές διαφορές. Παίρνει λοιπόν το περίστροφο και πηγαίνει έξω από το σπίτι του Β περιμένοντας να επιστρέψει ο τελευταίος από τη δουλειά του. Μόλις λοιπόν βλέπει ο Α τον Β να έρχεται από μακριά βγάζει το περίστροφο από την τσέπη του και ετοιμάζεται να τον σκοπεύσει προς το μέρος του Β. Πριν όμως φέρει το όπλο του σε θέση βολής εναντίον του Β εφορμούν ξαφνικά δύο Αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν σχετικά ενημερωθεί για τα σχέδια του Α, και τον αφοπλίζουν.
Ερωτάται : Έχει ευθύνη ο Α για απόπειρα ανθρωποκτονίας;
Σύμφωνα με τη θεωρία της εντύπωσης για να έχουμε αρχή εκτέλεσης και επομένως απόπειρα ενός εγκλήματος, πρέπει ο δράστης να επιχειρήσει μια πράξη, η οποία διαταράσσει τον κύκλο ηρεμίας του εννόμου αγαθού της ζωής του θύματος. Κατά την ορθότερη δε άποψη, η πράξη με την οποία διαταράσσονται ο κύκλος ηρεμίας του εννόμου αγαθού, είναι η σκόπευση. Εφόσον λοιπόν ο Α δεν έχει φέρει ακόμη το όπλο του σε θέση βολής εναντίον του Β, δεν έχει κάνει απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του τελευταίου. Η συμπεριφορά του είναι ακόμη στο στάδιο των προπαρασκευαστικών πράξεων, ένα βήμα δηλ. πριν από την αρχή εκτέλεσης, και συνεπώς μένει ατιμώρητη. Άλλο ασφαλώς το ζήτημα της τιμωρίας του δράστη για παράβαση του σχετικού με τα όπλα νόμου. Απόπειρα όμως ανθρωποκτονίας δεν έχει γίνει στην προκειμένη περίπτωση.

  1. Ο Γιατρός Γ γνωρίζεται με την νεαρή φιλόλογο Καθηγήτρια Μ, με την οποία συνάπτει μια φιλική προσωπική σχέση. Κάποια μέρα προτείνει ο Γ στη Μ να πάνε μια βόλτα και να πιούν ένα ποτό, πράγμα που γίνεται ευχαρίστως αποδεκτό από την Μ. Κατά την επιστροφή τους από το μπαρ η Μ βρίσκει καλή την ιδέα του Γ να πάνε στο σπίτι του να ακούσουν μουσική και έτσι δέχεται να ανέβει στο διαμέρισμά του. Εκεί ο Γ σε κάποια στιγμή, επηρεασμένος από το κατάλληλο κλίμα, που έχει διαμορφώσει, πλησιάζει με ερωτική διάθεση την Μ, η οποία ωστόσο αρνείται τις ερωτικές προτάσεις του. Θεωρώντας στην αρχή προσχηματική την άρνηση της Μ συνεχίζει τις ερωτικές του ενέργειες του ο Γ, ο οποίος παρά την σθεναρή αντίδραση της Μ καταφέρνει να την γυμνώσει. Ο «εχθρός» είναι πια έτοιμος με την τελική του επίθεση να «αλώσει» το «φρούριο». Πριν τελικά γίνει το κακό και ενώ ο «Ανίβας» είναι προ των «πυλών», η Μ σε μια ύστατη προσπάθειά της θυμίζει στον Γ ότι βγήκε μαζί του, επειδή νόμισε ότι έχει να κάνει με ένα επιστήμονα και όχι με ένα κτήνος. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Γ εγκατέλειψε την περαιτέρω προσπάθειά του, για να μηνυθεί την επόμενη από την Μ για απόπειρα βιασμού.
Ερωτάται : α) Υπάρχει απόπειρα βιασμού; Β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης είναι εκούσια η υπαναχώρηση του δράστη;
Ο βιασμός είναι ένα σύνθετο με την πλατειά έννοια του όρου έγκλημα, ένα πολύπρακτο ακριβέστερα έγκλημα. Στα εγκλήματα αυτά, σύμφωνα με τη θεωρία της εντύπωσης, αρχή εκτέλεσης έχουμε από τη στιγμή της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Τέτοιο στοιχείο είναι εδώ η άσκηση σωματικής βίας κατά της Μ, που γίνεται από τον Γ με την πρόθεση της επιτέλεσης εξώγαμης συνουσίας. Επομένως η απάντηση στο α) ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική.
Το ίδιο όμως καταφατική είναι και η απάντηση στο β) ερώτημα. Σύμφωνα με την ορθότερη άποψη, εκούσια είναι η υπαναχώρηση του δράστη, όπως αυτή εκφράζει την έμπρακτη αποδοκιμασία της προηγούμενης συμπεριφοράς και αποκαθιστά έτσι την διαταραχθείσα ηρεμία του εννόμου αγαθού. Με την ενέργεια του ο Γ αυτό ακριβώς έκανε. Αποδοκίμασε τη συμπεριφορά του κτήνους, που λίγο πολύ κρύβεται σε κάθε άνθρωπο, και αποφάσισε να συμπεριφερθεί ως πολιτισμένος άνθρωπος, που σέβεται κάποιες αξίες. Με δεδομένο ότι έχουμε στην προκειμένη περίπτωση υπαναχώρηση από μη πεπερασμένη απόπειρα η συμπεριφορά του Γ έπρεπε, κατά την ορθότερη άποψη, να μείνει ατιμώρητη.

  1. Ο χωριανός Χ αποφασίζει να σκοτώσει τον συγχωριανό του Σ, με τον οποίο είναι σε μακροχρόνια έχθρα. Παίρνει λοιπόν την καραμπίνα και πηγαίνει να συναντήσει στα χωράφια τον Σ. Μόλις τον εντοπίζει του ρίχνει για να τον σκοτώσει, δεν υπολόγισε όμως καλά την απόσταση και έτσι τα σκάγια δεν έφτασαν καν κοντά στον Σ. Ο πυροβολισμός, που έριξε ο Χ, ήταν έξω από την εμβέλεια του όπλου του.
Ερωτάται : Τι μορφή απόπειρας ανθρωποκτονίας έχουμε εδώ, πρόσφορη ή απρόσφορη;
Κατά την ορθότερη άποψη εδώ έχουμε απρόσφορη απόπειρα ανθρωποκτονίας λόγω μέσου, η οποία πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ. Ωστόσο η νομολογία δέχεται στη περίπτωση αυτή ότι έχουμε σχετικά και όχι απόλυτα απρόσφορη απόπειρα, η οποία αντιμετωπίζεται ως πρόσφορη απόπειρα και τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ.
Η άποψη αυτή της νομολογίας είναι λογικά και δογματικά πλημμελής και συρρικνώνει αδικαιολόγητα τον χώρο της απρόσφορης απόπειρας υπέρ του χώρου της πρόσφορης απόπειρας. Η σχετική κατασκευή της νομολογίας περί σχετικώς και απολύτως απρόσφορης απόπειρας στηρίζεται στην ατυχή διατύπωση του νόμου, που μιλάει στο άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ για «απόλυτη αδυναμία» τέλεσης της πράξης. Η αδυναμία όμως τέλεσης δεν μπορεί να είναι σχετική ή απόλυτη. Ένα πράγμα ή μπορεί ή δεν μπορεί να γίνει.
Επομένως η αληθής βούληση του νόμου είναι να μένει ατιμώρητη η πράξη, η οποία με βάση την εκ των προτέρων εκτίμηση ενός λογικά σκεπτόμενου παρατηρητή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατη η τέλεση της πράξης, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Όσες φορές δηλ. και να πυροβολήσει κάποιος με το συγκεκριμένο όπλο από τη συγκεκριμένη απόσταση, αποκλείεται να επιφέρει το αποτέλεσμα. Συνεπώς η απόπειρα είναι τελικά απρόσφορη.

  1. Ο Δ θέλει να δηλητηριάσει τον Ε και προμηθεύεται το αναγκαίο προς τούτο δηλητήριο. Κατά την χορήγηση όμως του δηλητηρίου στον Ε δεν πρόσεξε ο Δ τις οδηγίες για την θανατηφόρο δοσολογία και βάζει στο φαγητό του υποψήφιου θύματος μικρότερη από την απαιτούμενη για την θανάτωσή του δόση δηλητηρίου, η οποία ως μόνη συνέπεια έχει κάποιες στομαχικές διαταραχές του Ε.
Ερωτάται : Τι μορφή απόπειρας ανθρωποκτονίας έχουμε εδώ, πρόσφορη ή απρόσφορη;
Κατά την ορθότερη άποψη και στο θέμα αυτό έχουμε απρόσφορη απόπειρα ανθρωποκτονίας λόγω μέσου, η οποία πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ. Ωστόσο η νομολογία δέχεται και στην περίπτωση αυτή ότι έχουμε σχετικά και όχι απόλυτα απρόσφορη απόπειρα, η οποία αντιμετωπίζεται ως πρόσφορη απόπειρα και τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ.
Για τις πλημμέλειες, που αποδίδονται στη σχετική άποψη της νομολογίας ισχύουν όσα αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη άσκηση.



ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ – ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΑΡΘΡΟ 46 ΠΚ ΗΘΙΚΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΑΜΕΣΟΣ ΣΥΝΕΡΓΟΣ
ΑΡΘΡΟ 47 ΠΚ ΑΠΛΟΣ ΣΥΝΕΡΓΟΣ
ΑΡΘΡΟ 45 ΠΚ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΟΙ

  1. Ο Α κυνηγάει με ένα μαχαίρι, που του έδωσε προς τούτο ο κουμπάρος του Κ, να μαχαιρώσει τον Β, επειδή αυτός τον πρόσβαλε μέσα στο καφενείο λέγοντας του ότι έπρεπε κανονικά να φοράει φουστάνια. Βλέποντας όμως ο Β την αποφασιστικότητα και τον θυμό του Α αποφασίζει να το «βάλει στα πόδια» για να γλιτώσει. Την ώρα λοιπόν που ο Β έκανε σλάλομ μέσα από τα τραπέζια του καφενείου για να διαφύγει, του έβαλε σκόπιμα τρικλοποδιά ο Δ, εξάδελφος του Α, για να δώσει έτσι την ευκαιρία στον εξάδελφό του να «περιποιηθεί» τον υβριστή Β. Πριν προλάβει να σηκωθεί ο Β ευρίσκετο ήδη στα χέρια του Α, ο οποίος βράζοντας από θυμό εκείνη την ώρα του έδωσε στα τυφλά 4-5 μαχαιριές, μια εκ των οποίων ήταν τελικά θανατηφόρος.
Ερωτάται : Τι ποινική ευθύνη έχουν οι Α, Κ και Δ για τον θάνατο του Β;
Ο Α καταρχάς, εάν είχε δόλο ανθρωποκτονίας, θα τιμωρηθεί ως φυσικός αυτουργός ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Επειδή όμως ευρίσκετο σε βρασμό ψυχικής ορμής, έχει δηλ. την ιδιαίτερη ιδιότητα, που μειώνει, σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ, την ποινή του, θα τιμωρηθεί τελικά για ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής κατά άρθρο 299 παρ. 2 ΠΚ. Διαφορετικά, εάν δηλ. δεν είχε δόλο ανθρωποκτονίας, αλλά μόνο δόλο σωματικής βλάβης, θα τιμωρηθεί για το εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα της θανατηφόρου σωματικής βλάβης (άρθρο 311 ΠΚ). Ανάλογα ισχύουν και για τους συμμετόχους του Α.
Έτσι ο Κ δίνοντας το μαχαίρι στον κουμπάρο του Α για να μαχαιρώσει τον Β συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής πλευράς της απλής συνεργείας. Προσφέρει δηλ. συνδρομή στον δράστη πριν από την τέλεση της πράξης, έχει επίσης στον διπλό δόλο του απλού συνεργού, διότι γνωρίζει και θέλει να μαχαιρώσει ο δράστης το θύμα, αλλά και γνωρίζει και θέλει να δώσει σε αυτόν απλή συνδρομή πριν από την τέλεση της πράξης. Το ζήτημα είναι, τι ειδικότερο περιεχόμενο είχε αυτός ο διπλός δόλος του Κ, σε ποιο έγκλημα δηλ. ήθελε απλή συνδρομή στον Α, σε ανθρωποκτονία ή σε σωματική βλάβη; Εάν ο Κ είχε δόλο απλού συνεργού σε σωματική βλάβη, θα τιμωρηθεί ως απλός συνεργός επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 311 και 47 ΠΚ), εκτός εάν είχε αμέλεια και αυτός για τον θάνατο του Β, όπως φαίνεται και συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, οπότε θα τιμωρηθεί  ως απλός συνεργός σε θανατηφόρο σωματική βλάβη (άρθρο 311 και 47 ΠΚ). Εάν όμως ο Κ είχε ενδεχόμενο δόλο απλού συνεργού σε ανθρωποκτονία, τότε επειδή δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η ιδιαίτερη ιδιότητα, που θέλει ο νόμος στο άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ για τη μείωση της ποινής (βρασμός  ψυχικής ορμής), θα τιμωρηθεί τελικά για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση σύμφωνα με το άρθρο 299 παρ. 1 και 47 ΠΚ.
Ο Δ ευθύνεται αντίθετα για άμεση συνεργεία, επειδή δίνει άμεση συνδρομή στον δράστη πάνω στην πράξη και κατά την εκτέλεση της πράξης και έχει επί πλέον τον διπλό δόλο του άμεσου συνεργού, αφού γνωρίζει και θέλει να μαχαιρωθεί ο Β, καθώς επίσης γνωρίζει και θέλει να δώσει άμεση συνδρομή στον δράστη να μαχαιρώσει το θύμα. Η συνδρομή, που δίνει ο Δ στον Α (τρικλοποδιά στον Β) είναι άμεση συνδρομή πάνω στη πράξη, διότι η τρικλοποδιά λειτουργικά ταυτίζεται με την πράξη της προσβολής του έννομου αγαθού του Β από τον Α. Ο Δ κρατάει το έννομο αγαθό για να το πλήξει ο Α. Εξάλλου η εν  λόγω συνδρομή έχει επίσης τοπική – φυσική εγγύτητα με την πράξη αυτή. Περαιτέρω η σχετική συνδρομή δίνεται κατά την πράξη, διότι έχει αρχίσει ήδη η επίθεση του Α κατά του Β. Επομένως συντρέχουν όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πλευράς της άμεσης συνέργειας. Το πρόβλημα όμως είναι και εδώ, τι ειδικότερο περιεχόμενο είχε ο διπλός δόλος του άμεσου συνεργού, σε ποιο δηλ. έγκλημα ήθελε να δώσει άμεση συνέργεια ο Δ. Εάν ο Δ είχε δόλο άμεσου συνεργού σε σωματική βλάβη, θα τιμωρηθεί ως άμεσος συνεργός επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 311 και 47 ΠΚ), εκτός εάν είχε αμέλεια και αυτός για τον θάνατο του Β, όπως φαίνεται και συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, οπότε θα τιμωρηθεί ως άμεσος συνεργός σε θανατηφόρο σωματική βλάβη (άρθρο 311 και 47 ΠΚ). Εάν όμως ο Κ είχε ενδεχόμενο δόλο άμεσου συνεργού σε ανθρωποκτονία, τότε επειδή δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η ιδιαίτερη ιδιότητα, που θέλει ο νόμος στο άρθρο 49  παρ.  2 ΠΚ για τη μείωση της ποινής (βρασμός ψυχικής ορμής), θα τιμωρηθεί τελικά για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 299 παρ. 1 και 46 παρ. 1 στοιχ. Β) ΠΚ.

  1. Η μητέρα Μ μαθαίνοντας ότι η κόρη της Π βιάσθηκε από το συγχωριανό τους Σ παραγγέλει στα παιδιά της Ν και Τ να πάνε στο νοσοκομείο για να δουν την κατάντια, στην οποία οδήγησε ο Σ την αδελφή τους και να ενεργήσουν, όπως επιβάλλει το αδελφικό τους χρέος. Κατά την επίσκεψή τους στο νοσοκομείο οι Ν και Τ για το γελαστό και ζωντανό κορίτσι, που γνώριζαν, είδαν ένα ράκος πραγματικό, που, όπως είπαν μάλιστα οι γιατροί, έκανε και απόπειρα να αυτοκτονήσει. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα πήραν την αμετάκλητη απόφαση οι Ν και Τ να «καθαρίσουν» τον Σ για το κακό, που έκανε στην αδελφή τους. Πηγαίνοντας με τις καραμπίνες τους προς το σπίτι του Σ συνάντησαν καθοδόν τον θείο τους Θ, ο οποίος τους υπογράμμισε την παράδοση της οικογένειας σε θέματα τιμής. «Οι Καραμπαρούτηδες» τους είπε, «μόνο με αίμα ξεπλένουν τέτοιες προσβολές», Δεδομένου ότι ο Σ ήταν αναιμικός δεν έγινε τελικά γνωστό, αν το αίμα του, που χύθηκε από τους πυροβολισμούς των Ν και Τ ήταν αρκετό για να ξεπλυθεί η προσβολή στην ατιμασθείσα αδελφή και να τηρηθεί έτσι η παράδοση της οικογένειας.
Ερωτάται : Ποιοι από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής έχουν ποινική ευθύνη για το θάνατο του Σ;
Ποινική ευθύνη στην προκειμένη περίπτωση για τον θάνατο του Σ έχουν μόνο τα αδέλφια Ν και Τ , διότι συναποφάσισαν και συνεκτέλεσαν την πράξη της θανάτωσης του θύματος. Επομένως οι Ν και Τ θα τιμωρηθούν ως συναυτουργοί ανθρωποκτονίας με πρόθεση σύμφωνα με τα άρθρα 299 παρ. 1 ΠΚ και 45 ΠΚ.
Η μητέρα Μ δεν είναι, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ηθικός αυτουργός των παιδιών της στην πράξη που τελέστηκε, διότι δεν τους προκάλεσε την απόφαση να διαπράξουν ανθρωποκτονία σε βάρος του Σ. Μπορεί να τους έδωσε την τοπική ευκαιρία να διαπιστώσουν από μόνοι τους την κατάσταση της αδελφής τους και να ενεργήσουν κατάλληλα, η παροχή όμως της τοπικής ευκαιρίας δεν αποτελεί, κατά την ορθότερη άποψη, πρόκληση της απόφασης.
Επίσης ο Θείος Θ δεν έχει και αυτός ποινική ευθύνη για ηθική αυτουργία, διότι δεν προκαλεί  καμία απόφαση στα ανήψια του να τελέσουν ανθρωποκτονία. Οι Ν και Τ έχουν ήδη πάρει από το νοσοκομείο αμετάκλητη απόφαση, οπότε η ενίσχυση ειλημμένης απόφασης δεν συνιστά ηθική αυτουργία. Πρόβλημα υπάρχει εδώ, εάν ο Θ μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ψυχικός συνεργός των Ν και Τ και να τιμωρηθεί για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία του Σ. Η νομολογία απαντάει καταφατικά σε αυτή την περίπτωση, οπότε, σύμφωνα με την άποψη αυτή θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο Θ για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία με πρόθεση του Σ. Ορθότερη ωστόσο είναι η άποψη ότι δεν υπάρχει στην περίπτωση του Θ απλή – ψυχική συνέργεια, διότι δεν ενισχύει ο Θ τους Ν και Τ. Οι τελευταίοι δεν αμφιταλαταντεύονται, έχουν πάρει την απόφασή τους.

  1. Ο Α δίνει εντολή στον Β να πάει να βρει τον Γ και να του ζητήσει να σκοτώσει για λογαριασμό του τον Δ. Ο Β μετέφερε την εντολή του «αρχηγού», μόνο που στο περιεχόμενό της πρόσθεσε και τον Ε, με τον οποίο είχε προηγούμενα ο Β. Πρόθυμος να συμμορφωθεί προς την εντολή ο Γ επικοινωνεί με τον «αρχηγό» και του ζητεί να του στείλει το αλεξίσφαιρο υπηρεσιακό αυτοκίνητο με οδηγό τον έμπειρο Ζ για να γίνει εκ του ασφαλούς η δουλεία. Έτσι ο Ζ γνωρίζοντας την αποστολή μεταφέρει τον Γ πρώτα στο μαγαζί του Δ και στη συνέχεια στο μαγαζί του Ε, όπου ο Γ με ένα αυτόματο στέλνει στον κόσμο της «σιωπής» τα θύματά του.
Ερωτάται : Για ποιους από τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας προκύπτει ποινική ευθύνη και για ποιο πράγμα;
Καταρχάς ο Α είναι ηθικός αυτουργός του ηθικού αυτουργού Β, άρα σε τελευταία ανάλυση ηθικός αυτουργός του φυσικού αυτουργού Γ (αλυσιδιωτή ηθική αυτουργία) σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεων (αρ. 299 παρ. 1 και 46 παρ. 1 στοιχ α) ΠΚ) κατά του Δ, διότι με πρόθεση προκάλεσε την απόφαση στον Γ να τελέσει την πράξη του. Για το θάνατο του Ε δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον Α, διότι δεν ζήτησε τη θανάτωση αυτού. Είναι όμως ακόμη ο Α και απλός συνεργός του Γ στην εκ προθέσεως ανθρωποκτονία του Δ από τον τελευταίο (αρ. 299 παρ. 1 και 47 ΠΚ). Για τον Ε δεν ισχύει και πάλι η απλή συνέργεια του Α, διότι δεν γνώριζε την πρόθεση θανάτωσής του από τον Γ. Επί πλέον ο Α είναι και ηθικός αυτουργός του απλού συνεργού Ζ, άρα τελικά απλός συνεργός του απλού συνεργού Ζ στην εκ προθέσεως ανθρωποκτονία του Δ. Έχουμε δηλ. εδώ το φαινόμενο της πολλαπλής συμμετοχής με τη στενή έννοια ή, όπως αλλιώς θα λέγαμε, φαινομενική συρροή συμμετοχής. Επειδή η πολλαπλή συμμετοχή του Α αναφέρεται στην χρονικά συμπίπτουσα προσβολή της ίδιας μονάδας εννόμου αγαθού, στην ζωή δηλ. του Δ, θα ισχύσει ο κανόνας, που λέει ότι το μεγάλο «ψάρι» «τρώει» το μικρό και δεδομένου ότι το μεγάλο «ψάρι» είναι εδώ η ηθική αυτουργία στην εκ προθέσεως ανθρωποκτονία, τελικά ο Α θα τιμωρηθεί μόνο για την πράξη του αυτή.
Ο Β τώρα είναι ηθικός αυτουργός σε δύο εκ προθέσεως ανθρωποκτονίες, που διαπράττει ο Γ εναντίον των Δ και Ε με τη μορφή της αληθινής πραγματικής συρροής. Και στην περίπτωση της συμμετοχικής δράσης του Β έχουμε το φαινόμενο της πολλαπλής συμμετοχής μ την ευρεία όμως έννοια του όρου. Ο Β δηλ. ευθύνεται για αληθινή κατ΄ ιδέαν συρροή δύο συμμετοχικών πράξεων ηθικής αυτουργίας και θα τιμωρηθεί εδώ και για τις δύο ηθικής αυτουργίες, σύμφωνα με όσα ορίζει το αρ. 94 παρ. 2 ΠΚ, επειδή προσβάλλονται δύο διαφορετικές μονάδες εννόμου αγαθού, η ζωή του Δ και η ζωή του Ε. Για να το πούμε πιο απλά, θα τιμωρηθεί δύο φορές με το πλαίσιο ποινής του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ.
Ο Γ είναι καταρχάς φυσικός αυτουργός των δύο εκ προθέσεως ανθρωποκτονιών κατά των Δ και Ε. Είναι όμως και ηθικός αυτουργός του Α στην απλή συνέργεια του τελευταίου στις δύο ανθρωποκτονίες δια της αποστολής του αλεξίσφαιρου αυτοκινήτου, αλλά και ηθικός αυτουργός του ηθικού αυτουργού Α στην απλή συνέργεια του Ζ στις εν λόγω δύο ανθρωποκτονίες. Σύμφωνα με όσα είπαμε πιο πάνω, έχουμε και εδώ το φαινόμενο της πολλαπλής συμμετοχής με τη στενή έννοια, οπότε η βαρύτερη μορφή συμμετοχής, που είναι εδώ η φυσική αυτουργία, απορροφά τις άλλες ελαφρότερες και έτσι ο Γ θα τιμωρηθεί τελικά μόνο ως φυσικός αυτουργός των δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση (άρθρο 299 παρ. 1 και 94 παρ. 1 ΠΚ).
Ο Ζ τέλος είναι απλός συνεργός σε δύο ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως (πολλαπλή συμμετοχή με τη μορφή της συμμετοχής σε συρροή εγκλημάτων) και θα τιμωρηθεί και αυτός και για τις δύο συνέργειες του  στις αντίστοιχες ανθρωποκτονίες με πρόθεση (αρ. 299 παρ. 1 και 47 σε συνδ με αρ. 94 παρ.2 ΠΚ).

  1. Οι Α, Β, Γ και Δ, αργόσχολοι θαμώνες κάποιου καφενείου, μαζεύτηκαν ένα βράδυ και συμφώνησαν να κάνουν μια κλοπή σε ένα πλουσιόσπιτο. Σύμφωνα με το σχέδιο, που κατέστρωσαν, στο σπίτι θα έμπαιναν οι Α και Β, ενώ οι Γ και Δ θα έμεναν από έξω για να φυλάνε «τσίλιες». Για να κάνουν μάλιστα ευκολότερα και γρηγορότερα τη δουλειά τους οι Α και Β συνεννοήθησαν μεταξύ τους ο Α να μαζέψει τα χρυσαφικά και άλλα τιμαλφή και ο Β να πάρει τις τηλεοράσεις, τα στερεοφωνικά και τα παρόμοια. Το βράδυ της επομένης ήταν όλοι επί το έργον. Ενώ λοιπόν πηγαίνανε όλα, όπως είχαν σχεδιαστεί, σε κάποια στιγμή ο Β συνάντησε δυσκολία στην αποσύνδεση ενός στερεοφωνικού και μη γνωρίζοντας από ηλεκτρονικά βγήκε στο παράθυρο και φώναξε τον Γ να ανεβεί επάνω και να βοηθήσει την κατάσταση. Τότε ο Γ ζήτησε από τον Β να κρατήσει το στερεοφωνικό και έσκυψε να το αποσυνδέσει. Τη στιγμή όμως, που ο Γ έβγαζε κάποιο καλώδιο άρχισε ξαφνικά να χτυπάει δυνατά ένα κρυφό σύστημα συναγερμού. Προ της κατάστασεως αυτής έντρομοι οι δράστες τα παράτησαν, όπως ήσαν και εξαφανίσθηκαν όλοι μαζί.
Ερωτάται : α) Τι ποινική ευθύνη έχουν οι Α, Β, Γ και Δ; β) Αν υποτεθεί ότι ο Α φεύγοντας έπαιρνε μαζί του μερικά κλοπιμαία, θα είχαν οι Α, Β, Γ και Δ την ίδια ευθύνη;
Σε σχέση με το α) ερώτημα πρέπει να λεχθούν τα εξής : Οι Α και Β είναι συναυτουργοί σε απόπειρα κλοπής (αρ. 372 παρ. 1 και 45 σε συνδ. με αρ. 42 ΠΚ), διότι συναποφάσισαν την διάπραξη της κλοπής και συνέπραξαν αντικειμενικά στην αρχή εκτέλεσης αυτής. Ο Β επί πλέον εμφανίζεται ως ηθικός αυτουργός στην απόπειρα κλοπής που έκανε επίσης ο Γ, αλλά και ως άμεσος συνεργός αυτού στην ίδια πράξη. Στην περίπτωση όμως αυτή έχουμε πολλαπλή συμμετοχή με τη στενή έννοια και συνεπώς ο Β θα τιμωρηθεί μόνο για τη βαρύτερη μορφή συμμετοχής, που είναι εδώ η συναυτουργία, η οποία απορροφά όλες τις άλλες μορφές συμμετοχής.
Οι Γ και Δ είναι απλοί συνεργοί κατά συναυτουργία σε απόπειρα κλοπής, διότι συναποφάσισαν και συνέδραμαν αντικειμενικά τους δράστες στην απόπειρα της κλοπής, είχαν δε τον διπλό δόλο του απλού συνεργού (γνώριζαν και ήθελαν να γίνει η κλοπή και γνώριζαν και ήθελαν να προσφέρουν απλή συνδρομή κατ΄ αυτήν). Επομένως θα τιμωρηθούν σύμφωνα με το αρ. 372 παρ. 1 σε συνδ. με τα αρ. 47 και 42 ΠΚ. Ο Γ εμφανίζεται όμως και ως φυσικός αυτουργός απόπειρας κλοπής, συμμετέχει δηλ. στο ίδιο έγκλημα με δύο διαφορετικές ιδιότητες, οπότε, σύμφωνα με τον κανόνα, που ισχύει στην πολλαπλή συμμετοχή με τη στενή έννοια, θα τιμωρηθεί μόνο για την απόπειρα κλοπής, η οποία απορροφά την απλή συνέργεια σε αυτήν.
Σε σχέση με το β) ερώτημα πρέπει να γίνει η εξής διαφοροποίηση : Εάν τα πράγματα, που θα έπαιρνε ο Α, ήσαν από τον σάκο του Β, τότε οι Α και Β θα ήσαν συναυτουργοί σε ολοκληρωμένη κλοπή, διότι θα είχαμε την αντικειμενική σύμπραξη και των δύο συναυτουργών, που θέλει ο νόμος, αφού ο μεν Β θα είχε διακόψει την κατοχή του ιδιοκτήτη επάνω στα πράγματα αυτά βάζοντάς τα στον σάκο του, ο δε Α θα θεμελίωνε νέα δική του κατοχή παίρνοντας τα μαζί του. Εάν όμως τα πράγματα, που θα έπαιρνε ο Α ήσαν από τον δικό του σάκο, τότε, επειδή ο Β δεν θα είχε συμπράξει στην αφαίρεσή τους, δεν θα υπήρχε πια συναυτουργία και συνεπώς ο μεν Β θα ετιμωρείτο ως φυσικός αυτουργός απόπειρας κλοπής, ενώ ο Α ως φυσικός αυτουργός ολοκληρωμένης κλοπής. Και υπό τις δύο πάντως εκδοχές αυτές ο μεν Δ θα ήταν πια απλός συνεργός σε ολοκληρωμένη κλοπή, ενώ ο Γ θα ετιμωρείτο τελικά και σε αυτή την περίπτωση ως φυσικός αυτουργός απόπειρας κλοπής.

  1. Ο αγαπημένος εγγονός Ε μυημένος από τους γονείς του Υ και Σ στο σχέδιο της δηλητηρίασης του κατάκοιτου παππού Π καταφέρνει να πείσει τον ανόρεξο παππού να φάει ένα πιατάκι σούπα για χάρη του. Προσφέρεται μάλιστα ο Ε να αντισηκώσει λίγο τον Π και να του κρατάει το μαξιλάρι για να φάει λίγη σούπα, που θα του δώσει η αγνοούσα το σχέδιο δηλητηρίασης του Π οικιακή βοηθός Β με τη βοήθεια της επίσης αγνοούσης τα τεκταινόμενα άλλης οικιακής βοηθού Γ, η οποία έχει αναλάβει να ανοίγει το στόμα του Π για να τρώει σιγά σιγά τη σούπα. Η αδυναμία του παππού στον εγγονό είναι πολύ μεγάλη και έτσι δέχεται ο Π να γίνουν τα πράγματα, όπως του ζητάει ο Ε. Γίνεται μνεία ότι το δηλητήριο το επρομήθευσε στους Υ και Σ, εν γνώσει του προορισμού του, ο Χ, εξάδελφός του Υ.
Ερωτάται : Ποιοι από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής έχουν ποινική ευθύνη και για ποιο πράγμα;
Καταρχάς φυσικός αυτουργός της ανθρωποκτονίας του Π είναι η οικιακής βοηθός Β, η οποία όμως βρίσκεται σε πραγματική πλάνη σε σχέση με το παρασκεύασμα, που δίνει στον Π. Νομίζει ότι του δίνει ένα θρεπτικό φαγητό, ενώ στην πραγματικότητα του δίνει δηλητηριασμένη τροφή. Επομένως η Β λόγω της πραγματικής πλάνης της, αν διαπιστωθεί η συνδρομή των στοιχείων της αμέλειας στο πρόσωπό της, κάτι που δεν φαίνεται πιθανό στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα τιμωρηθεί για ανθρωποκτονία με χωρίς συνείδηση αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ). Η αμέλεια όμως της Β, δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη των άλλων συμμετόχων με την στενή έννοια του όρου, διότι για να υπάρχει συμμετοχή με τη στενή έννοια απαιτείται η πράξη του φυσικού αυτουργού να είναι τελικά άδικη, πράγμα που συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η Β καλύπτεται από κάποιον λόγο, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της.
Ο Ε είναι άμεσος συνεργός  σε ανθρωποκτονία με πρόθεση του Π, διότι δίνει άμεση συνδρομή στην Β πάνω στην πράξη (αντισηκώνει τον Π και κρατάει το μαξιλάρι του για να φάει τη σούπα) και κατά την διάρκεια της πράξης της Β, επί πλέον δε έχει και τον διπλό δόλο του άμεσου συνεργού (γνωρίζει και θέλει να γίνει η ανθρωποκτονία του Π, καθώς επίσης γνωρίζει και θέλει να δώσει άμεση συνδρομή στην Β για να σκοτώσει τον Π). Συνεπώς ο Ε θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τα αρ. 299 παρ. 1 και 46 παρ. 1 στοιχ. Β) ΠΚ.
Η άλλη οικιακή βοηθός Γ δίνει και αυτή άμεση συνδρομή στην Β κατά την διάρκεια της πράξης της, αφού κρατάει το στόμα του Π για να φάει τη σούπα, δεν έχει όμως δόλο άμεσης συνεργείας, λόγω και της δικής της πραγματικής πλάνης ως προς το περιεχόμενο του πιάτου, και συνεπώς δεν μπορεί να τιμωρηθεί ως άμεσος συνεργός σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, αφού η άμεση συνέργεια τιμωρείται μόνο, όταν γίνεται με πρόθεση. Ούτε όμως και ως φυσικός αυτουργός ανθρωποκτονίας από αμέλεια με τη μη γνήσια παράλειψη μπορεί να τιμωρηθεί, διότι μπορεί να έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση η Γ, που απορρέει από τη σύμβαση της να προσέχει τον Π, ωστόσο δεν συντρέχουν και στην περίπτωση της τα στοιχεία της αμέλειας.
Οι γονείς Υ και Σ είναι ηθικοί αυτουργοί κατά συναυτουργία στην άμεση συνέργεια του Ε, άρα σε τελευταία ανάλυση είναι και αυτοί άμεσοι συνεργοί στην ανθρωποκτονία με πρόθεση του Π και ο καθένας από αυτούς θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τα αρ. 299 παρ. 1 και 46 παρ. 1 στοιχ. Β) σε συνδ. με αρ. 45 ΠΚ.
Τέλος ο Χ είναι απλός συνεργός στην ανθρωποκτονία με πρόθεση του Π, διότι δίνει συνδρομή στην Β πριν από την πράξη και έχει τον διπλό δόλο του απλού συνεργού (γνωρίζει και θέλει να γίνει η ανθρωποκτονία του Π και επίσης γνωρίζει και θέλει να δώσει απλή συνδρομή στη θανάτωση του Π). Επομένως ο Χ θα τιμωρηθεί σύμφωνα με τα αρ. 299 παρ. 1 και 47 ΠΚ.





       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου