Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ Γ ΜΕΡΟΣ



ΕΝΝΟΜΗ ΣΧΕΣΗ, ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Έννομη σχέση
(α) Έννοια
Έννομη σχέση αποκαλούμε τη σχέση ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο ή προς ένα πράγμα η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο όπως πχ η σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή, μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή, μεταξύ συζύγων, εταίρων ή η σχέση κυριότητας ενός προσώπου προς ένα πράγμα.


(β) Περιεχόμενο
Από την έννομη σχέση πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των προσώπων που μετέχουν σε αυτή. Αποτελούν το περιεχόμενο μιας έννομης σχέσης. Όμως περιεχόμενο έννομης σχέσης μπορεί να αποτελεί και η απλή προσδοκία κτήσης δικαιώματος, το βάρος κλπ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα έννομης σχέσης είναι η ενοχική σχέση.
Οι έννομες σχέσεις είναι μεταβλητές, τα δικαιώματα και οι  υποχρεώσεις μπορούν  να αποσβεσθούν, αλλοιωθούν, επαυξηθούν κλπ.
Παράδειγμα
Ο Α αγοράζει ένα αυτοκίνητο από τον Π. Την ημέρα παραλαβής το αυτοκίνητο τυχαία καταστρέφεται. Η υποχρέωση του Π να το μεταβιβάσει αποσβένεται όπως και η υποχρέωση να καταβάλει τίμημα ο Α. Αν ο Α είχε δώσει προκαταβολή έχει αξίωση αναζήτησης του ποσού κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν όμως ζητήσει από τον Π το δικαίωμα αποζημίωσης από την ασφάλεια, υποχρεούται να καταβάλει το τίμημα.
(γ) Γέννηση και λήξη
Οι έννομες σχέσεις κάποτε γεννιώνται και κάποτε λήγουν. Οι προϋποθέσεις γένεσης και λήξης ορίζονται από την έννομη τάξη.
Παράδειγμα
Κάποιος έρχεται σε επαφή με κάποιον άλλο για σύναψη σύμβασης μίσθωσης. Γεννιέται μία έννομη σχέση διαπραγμάτευσης για σύναψη συμβάσεως, η έννομη σχέση λήγει με την υπογραφή της σύμβασης εκεί, ξεκινά η έννομη σχέση της μίσθωσης που λήγει με την πάροδο ορισμένου χρόνου.
(δ) Διάκριση από συγγενείς έννοιες
  • Νομική κατάσταση. Η έννομη σχέση πρέπει να διακρίνεται από τη νομική κατάσταση. Η νομική κατάσταση είναι μια πραγματική κατάσταση που ρυθμίζεται από το δίκαιο και συνδέεται με την επέλευση ορισμένων έννομων συνεπειών ενώ η έννομη σχέση αποτελεί γενεσιουργό λόγο διάφορων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
  • Θεσμός. Είναι ένα σύνολο σχέσεων και καταστάσεων που γίνονται αποδεκτές και ρυθμίζονται από το δίκαιο που τις ανάγει σε έννομες και στις οποίες αναγνωρίζεται από την κοινωνία κάποια ιδιαίτερη σημασία πχ ο γάμος που αποτελείται από σύνολο σχέσεων.

Το δικαίωμα
(α) Έννοια
Αποτελεί θεμελιώδη έννοια όχι μόνο του ιδιωτικού αλλά και των λοιπών κλάδων του δικαίου.
Χρόνια προσπαθεί η επιστήμη να βρει ένα γενικά αποδεκτό ορισμό του δικαιώματος. Μπορούμε να πούμε όμως ότι δικαίωμα είναι η εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.
Τα στοιχεία του δικαιώματος είναι (α) η εξουσία (β)  η απονομή της εξουσίας από το δίκαιο (γ) απονομή σε ορισμένο πρόσωπο και (δ) η χρήση της εξουσίας για ικανοποίηση έννομος συμφέροντος.
(β) Διάκριση  και συγγενείς έννοιες
  • Έννομο συμφέρον. Το δικαίωμα είναι εξοπλισμένο με την εξουσία ικανοποίησης του περιεχομένου του, δηλ. του αντίστοιχου έννομου συμφέροντος. Αντίθετα το απλώς έννομο συμφέρον αν και παρέχει προστασία σε ένα πρόσωπο δεν του παρέχει την εξουσία να ικανοποιήσει το συμφέρον του.
  • Ελευθερίες ιδιωτικού δικαίου. Όπως η ελευθερία των συμβάσεων, της σύναψης γάμου, την σύνταξης διαθήκης κλπ που συνδέονται στενά με το δικαίωμα της προσωπικότητας και για αυτό είναι αναπαλλοτρίωτες ενώ δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ενώ το περιεχόμενο των δικαιωμάτων είναι πιο περιορισμένο και ακριβέστερα προσδιορισμένο σε σχέση με αυτό των ελευθεριών.
  • Ευεργέτημα. Το δικαίωμα διακρίνεται από το ευεργέτημα πχ πενίας που αποτελεί μια ιδιαίτερη έννοια του νόμου προς ορισμένα πρόσωπα.
  • Προνόμια. Τα προνόμια είναι δικαιώματα, στα οποία το δίκαιο απονέμει προνομιακή μεταχείριση έναντι άλλων δικαιωμάτων που συντρέχουν.
Παράδειγμα
Ο πεζός Α που τραυματίστηκε από τον οδηγό αυτοκινήτου Β επειδή παραβίασε διάταξη  του ΚΟΚ έχει μεν έννομο συμφέρον για την τήρηση των διατάξεων του ΚΟΚ αλλά δεν διαθέτει εξουσία ώστε να την επιβάλλει. Δεν μπορεί δηλ. ο Α να ασκήσει αγωγή στον Β να τον εξαναγκάσει στη τήρηση των κανόνων του ΚΟΚ. Έχει όμως δικαίωμα στην προσωπικότητα του να αξιώσει με την αγωγή του από τον Β αποκατάσταση της ζημιάς και της ηθικής του βλάβης.




Υποχρεώσεις, βάρη και δεσμεύσεις
(α) Υποχρεώσεις
Στο δικαίωμα ενός προσώπου αντιστοιχεί μια υποχρέωση δηλ. δέσμευση άλλου ή άλλων προσώπων για τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς προκειμένου να ικανοποιηθεί το αντίστοιχο δικαίωμα.
Περιεχόμενο της υποχρέωσης είναι η επιχείρηση, παράλειψη ή ανοχή μιας ή περισσοτέρων πράξεων. Αν το δικαίωμα είναι ενοχικό η υποχρέωση είναι σχετική αν το δικαίωμα είναι απόλυτο, η υποχρέωση είναι γενική. Σε κάθε υποχρέωση δεν αντιστοιχεί πάντα ένα δικαίωμα.
(β) Βάρη
Από την υποχρέωση πρέπει να διακρίνεται το βάρος δηλ. μια συμπεριφορά η οποία επιβάλλεται μεν από τον νόμο αλλά δεν μπορεί να αξιωθεί δικαστικά. Απλώς η μη τήρηση της έχει δυσμενείς συνέπειες για αυτόν που βαρύνεται.
(γ) Δεσμεύσεις
Το αντίστροφος από ότι συμβαίνει στα βάρη, συμβαίνει στις δεσμεύσεις πρόκειται για τις περιπτώσεις που ο νόμος απονέμει ένα δικαίωμα αλλά δεν επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση.
Παραδείγματα
  1. Ο ζημιωθείς βαρύνεται αλλά δεν υποχρεούται να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία του. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης του βάρους το δικαστήριο δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει παρά μόνο να μην του επιδικάσει αποζημίωση ή μείωση του ποσού.
  2. Ο κληρονόμος έχει το ευεργέτημα της απογραφής. Οφείλει  να συντάξει την απογραφή μέσα σε 4 μήνες από τη δήλωση περί αποδοχής γιατί διαφορετικά εκπίπτει από το ευεργέτημα.

Περιουσία και επιχείρηση
(α) Περιουσία
  • Έννοια. Τόσο η περιουσία όσο και η επιχείρηση αποτελούνται από περισσότερες έννομες σχέσεις, δικαιώματα και άλλα στοιχεία που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο.
Ο όρος περιουσία έχει δύο έννοιες, μία ευρεία και μία στενή. Υπό ευρεία έννοια είναι το σύνολο των δεκτικών χρηματικών αποτίμησης έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων (φήμη, πελατεία κλπ) ενός φυσικού ή νομικού προσώπου που επιδέχονται χρηματική αποτίμηση (καθαρό ενεργητικό).
  • Νόμιμη μεταχείριση. Μεταβίβαση της περιουσίας δεν είναι δυνατή. Κάθε στοιχείο της υπόκειται στους οικείους κανόνες και τύπους για να μεταβιβαστεί.
(β) Επιχείρηση
  • Έννοια. Νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων, άυλων αγαθών, πραγματικών καταστάσεων ή σχέσεων που έχουν οργανωθεί από ορισμένο φυσικό ή νομικό  πρόσωπο για την επίτευξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού.
  • Νομική μεταχείριση. Ισχύουν τα ίδια όπως και στην περιουσία.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ


Διάκριση με βάση την παρεχόμενη εξουσία
(α) Εξουσιαστικά δικαιώματα
Είναι αυτά που παρέχουν στον δικαιούχο εξουσία πάνω σε πράγμα ή σε άλλο αγαθό ή εξουσία να επεμβαίνει στη σφαίρα άλλου προσώπου. Διακρίνονται σε απόλυτα και σχετικά.
  • Απόλυτα είναι αυτά που παρέχουν άμεση εξουσία σε ορισμένο αντικείμενο ή και σε ορισμένο πρόσωπο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα άλλα πρόσωπα να υποχρεούνται να απέχουν από κάθε προσβολή του δικαιώματος (δικαίωμα γονικής μέριμνας, κυριότητας κλπ).
Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν έναντι όλων και κάθε πρόσωπο οφείλει να αναγνωρίζει και σέβεται.
Παράδειγμα. Ο Α φέρνει την ερωμένη Β να ζήσει στο ίδιο σπίτι σε άλλο δωμάτιο με την σύζυγο Γ. Η Γ έκανε αγωγή να εγκαταλείψει η Β το σπίτι γιατί προσέβαλλε  το απόλυτο δικαίωμα της Γ  για συμβίωση με τον άνδρα της.
  • Σχετικά είναι αυτά που παρέχουν στο δικαιούχο (δανειστή) την εξουσία να υποχρεώσει συγκεκριμένο πρόσωπο (οφειλέτη σε συγκεκριμένη πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Στρέφονται μόνο έναντι του υπόχρεου. Η σπουδαιότερη κατηγορία σχετικών δικαιώματων είναι τα ενοχικά.
(β) Διαπλαστικά δικαιώματα
Είναι εκείνα που παρέχουν στον δικαιούχο τη δυνατότητα να επιφέρει μονομερώς μια έννομη μεταβολή πάνω σε δικαίωμα ή έννομη σχέση ή κατάσταση. Η άσκησή τους δηλ. δεν προϋποθέτει τη σύμπραξη του προσώπου κατά του οποίου στρέφονται.
Διακρίνονται σε αυτοτελή δηλ. σε εκείνα που δεν συνδέονται προς υφιστάμενη έννομη σχέση πχ κατάληψη αδέσποτου κινητού και σε μη αυτοτελή τα οποία συνδέονται προς μια τέτοια έννομη σχέση και είναι τα περισσότερα.
Παράδειγμα Ο Μ μισθωτής διαμερίσματος δηλώνει στον Ε εκμισθωτή ότι καταγγέλει τη μίσθωση για τις 30 Ιουνίου. Με τη μονομερή αυτή δήλωση του Μ (καταγγελία)  λήγει η έννομη σχέση της μίσθωσης στο παραπάνω χρονικό σημείο, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμφωνη γνώμη του Ε.

Διάκριση με κριτήριο το αν έχουν πληρωθεί οι απαραίτητοι όροι γένεσης του δικαιώματος
(α) Πλήρες δικαίωμα
Είναι το δικαίωμα όταν έχουν πληρωθεί όλοι οι όροι που απαιτούνται από τον νόμο για τη γένεσή του όπως το δικαίωμα κυριότητας.
(β) Δικαίωμα προσδοκίας
Υπάρχει όταν δεν έχουν πληρωθεί όλοι οι όροι που απαιτούνται κατά τον νόμο για την ύπαρξη του δικαιώματος.
Μέχρι να συντρέξουν όλες οι προϋποθέσεις αυτό βρίσκεται σε μετέωρη κατάσταση.

Διάκριση με κριτήριο τη δυνατότητα μεταβίβασης
(α) Αμεταβίβαστα
Είναι αυτά που συνδέονται τόσο στενά αι αποκλειστικά με συγκεκριμένο πρόσωπο ώστε δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωπο ούτε κατά κανόνα να κληρονομηθούν.
Τέτοια είναι τα δικαιώματα από σύμβαση εντολής ή εταιρείας,, η οίκηση και τα οικογενειακά πχ γονική μέριμνα.
(β) Μεταβίβαση
Είναι εκείνα που μπορούν ελεύθερα να μεταβιβαστούν και κληρονομηθούν.



Διάκριση με κριτήριο το ποιος μπορεί να είναι δικαιούχος
(α) Προσωποπαγή
Το δικαίωμα ανήκει σε έναν. Δεν πρέπει να συγχέονται με τα αμεταβίβαστα άρα υπάρχουν προσωποπαγή δικαιώματα μεταβιβαστά.
(β) Πραγματοπαγή
Είναι τα δικαιώματα, δικαιούχος των οποίων είναι όχι ατομικά ορισμένο πρόσωπο, αλλά αναγκαίως ο εκάστοτε κύριος, νομέας ή κάτοχος ορισμένου πράγματος και για όσο χρόνο διαρκεί η σχέση του προς το πράγμα, όπως πχ το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας και τα δικαιώματα από ανώνυμο χρεόγραφο.
Παραδείγματα
  1.  Ο Α, κύριος του ακινήτου α συνέστησε πάνω στο κτήμα του δουλεία διόδου υπέρ του κυρίου του γειτονικού ακινήτου β. Φορέας αυτού του δικαιώματος δεν είναι ατομικά ορισμένο πρόσωπο αλλά ο εκάστοτε κύριος του ακινήτου β (πραγματοπαγές δικαίωμα).
  2. Ο Α κατέχει ένα έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου αφορά τον Β. Ο Β έχει αξίωση κατά του Α για επίδειξη του εγγράφου. Εάν το έγγραφο περιέλθει στην κατοχή του Γ, τότε υπόχρεος για την επίδειξη θα είναι ο Γ. Η υποχρέωση αυτή δηλ. δεν βαρύνει ορισμένο πρόσωπο αλλά τον εκάστοτε κάτοχο του εγγράφου (πραγματοπαγής υποχρέωση).

Διάκριση με κριτήριο το αν μπορούν να διαιρεθούν
(α) Διαιρετά
Μπορούν να ανήκουν σε περισσότερα πρόσωπα από κοινού κατά ιδανικά μέρη.
(β) Αδιαίρετα
Είναι εκείνα που δεν επιδέχονται διαίρεση σε ιδανικά μέρη δηλ. δεν μπορούν να αποκτηθούν, να ασκηθούν ή να απωλεσθούν κατά ιδανικά μέρη πχ η πραγματική δουλειά και οι περιορισμένες προσωπικές δουλείες.

Διάκριση με κριτήριο τον περιουσιακό ή μη χαρακτήρα τους
(α) Περιουσιακά
Με αυτά ικανοποιείται οικονομικό συμφέρον άρα έχουν οικονομική αξία πχ ενοχικά, εμπράγματα και κληρονομικά.
(β) Προσωπικά
Με αυτά ικανοποιείται ηθικό κυρίως συμφέρον, μπορεί να έχουν και οικονομική αξία πχ οικογενειακά.
(γ) Μεικτά
Έχουν χαρακτήρα προσωπικού και περιουσιακού δικαιώματος.

Διάκριση με κριτήριο την αυτοτέλειά τους
(α) Κύρια
Υπάρχει αυτοτελώς και του οποίου κτήση, αλλοίωση ή απόσβεση δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την κατάσταση άλλου δικαιώματος πχ κυριότητα.
(β) Παρεπόμενα
Δεν υφίσταται αυτοτελώς αλλά τελεί σε εξάρτηση με ένα κύριο.

Διάκριση με κριτήριο τη συστηματική διάκριση του ΑΚ
  • Ενοχικά
  • Εμπράγματα
  • Οικογενειακά
  • Κληρονομικά

Δικαίωμα επί δικαιώματος
Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ΑΚ προβλέπει τη σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ενός άλλου δικαιώματος όπως η επικαρπία δικαιώματος, το ενέχυρο απαίτησης, η υποθήκη σε επικαρπία ακινήτου.


ΑΞΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΣΤΑΣΗ


Αξίωση
Είναι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη.
Στοιχεία της αξίωσης είναι (α) η εξουσία του δικαιούχου κατά άλλου προσώπου (β) το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται η αξίωση, πρέπει να είναι ορισμένο και (γ) το περιεχόμενο της εξουσίας είναι  ο εξαναγκασμός σε ορισμένη συμπεριφορά που συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη.

Είδη αξιώσεων
(α) Προσωπικές
Απορρέουν από ενοχική σχέση ή ενοχικό δικαίωμα.
(β) Απόλυτες
Απορρέουν από απόλυτο δικαίωμα (από εμπράγματο)
(γ) Πραγματοπαγείς
Είναι οι ενοχικές αξιώσεις που δεν στρέφονται κατά συγκεκριμένου προσώπου αλλά κατά του προσώπου εκείνου που κατά τη χρονική στιγμή άσκησης της αξιώσεως βρίσκεται σε ορισμένη εμπράγματη σχέση με ορισμένο πράγμα.
Σχέση αξίωσης – ενοχής
Ο ορισμός της αξίωσης είναι ταυτόσημος με της ενοχής. Ενοχή είναι η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή.

Σχέση αξίωσης – αγωγής
Η έννοια της αγωγής έχει διπλή σημασία, είτε του δικαιώματος είτε της αξίωσης.

Ένσταση
Αποτελεί έννοια τόσο του δικονομικού όσο και του ουσιαστικού δικαίου. Υπό τη δικονομική της έννοια η ένσταση είναι διαδικαστική πράξη, η άσκηση της οποίας αποβλέπει στην απόκρουση της αγωγής και υπεράσπιση του εναγόμενου κατ΄εφαρμογή κάποιου ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα δικαίου.
Υπό την ουσιαστική της έννοια η σύσταση  αποτελεί μέσον άμυνας ή υπεράσπισης που θεσπίζεται με διάταξη του ουσιαστικού δικαίου και έχει ως περιεχόμενο την εξουσία του καθού η αξίωση να αποκρούσει την τελευταία δηλ. να αρνηθεί την αξιούμενη πράξη ή παράλειψη. Οι ενστάσεις του ουσιαστικού δικαίου διακρίνονται σε γνήσιες και καταχρηστικές.
(α) Γνήσια ένσταση
Αποτελεί μέσο άμυνας, με το οποίο ο αμυνόμενος επικαλείται  ένα δικαίωμα, το οποίο αντιτάσσεται έναντι άλλου ασκούμενου δικαιώματος και παραλύει την ενέργεια του τελευταίου δηλ. εμποδίζει την άσκησή του. Επομένως, στρέφεται κατά υφιστάμενου δικαιώματος.
  • Αναβλητική και ανατρεπτική ένσταση.
Αν η γνήσια ένσταση εμποδίζει μόνο προσωρινά την άσκηση του δικαιώματος κατά του οποίου προσβάλλεται, τότε καλείται αναβλητική. Αν αντίθετα, η γνήσια ένσταση εμποδίζει οριστικά την άσκηση του δικαιώματος κατά του οποίου προσβάλλεται, τότε η ένσταση καλείται ανατρεπτική.
Παραδείγματα
    1. Ο πωλητής συσκευής τηλεόρασης αξιώνει την καταβολή του τιμήματος από τον αγοραστή, χωρίς ο ίδιος να παραδίδει τη τηλεόραση. Ο αγοραστής προσβάλλει την ένστασή του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος για όσο χρόνο ο πωλητής δεν παραδίδει την τηλεόραση. Μόλις όμως η τηλεόραση παραδοθεί ή ο αγοραστής καταστεί υπερήμερος δανειστής ως προς την παραλαβή της, η ένσταση δεν προβάλλεται πλέον νόμιμα. Η ένσταση απλώς ανέβαλε την άσκηση του δικαιώματος του πωλητή.
    2. Ο οδηγός Α τραυμάτισε τον Β. Μετά την παρέλευση πενταετίας ο Β ασκεί αγωγή αποζημιώσεως,. Ο Α εμφανίζεται και προβάλλει την ένσταση της παραγραφής. Το δικαστήριο δεν θα επιδικάσει αποζημίωση στον Β. Η ένσταση ανέτρεψε το δικαίωμα του Β.
  • Πραγματοπαγής και προσωποπαγής ένσταση.
Οι περισσότερες γνήσιες ενστάσεις μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωπο με τη μεταβίβαση του δικαιώματος στο οποίο αναφέρονται. Ως μεταβίβαση νοείται τόσο η ενεργητική (σε νέο δανειστή) όσο και η παθητική (σε νέο οφειλέτη). Αυτές οι ενστάσεις καλούνται πραγματοπαγείς. Ενώ γνήσιες ενστάσεις που συνδέονται στενά με ορισμένο πρόσωπο δεν μπορούν να μεταβιβαστούν, δηλ. δεν προτείνονται από τον δικαιούχο του προσώπου, στο οποίο ανήκουν ή κατά του δικαιούχου του προσώπου, κατά του οποίου στρέφονται, και καλούνται προσωποπαγείς.
  • Αυτοτελής και μη αυτοτελής ένσταση.
Η αυτοτελής ένσταση αποτελεί ένα μέσο άμυνας του εναγόμενου, που δεν στηρίζεται σε κάποιο άλλο δικαίωμα, αλλά προϋποθέτει απλώς τη συνδρομή ορισμένων πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν την νομοτυπική της μορφή πχ ένσταση της παραγραφής. Μη αυτοτελείς είναι η ένσταση που απορρέει από ορισμένο δικαίωμα και κατ΄ ουσίαν αποτελεί τον αμυντικό τρόπο άσκησης αυτού του δικαιώματος. Η κύρια διαφορά μεταξύ τους είναι στον τρόπο απόσβεσης, η αυτοτελής αποσβένεται με παραίτηση και με μη αυτοτελής με την απόσβεση του δικαιώματος από το οποίο απορρέει.
  • Άσκηση μόνο από τον δικαιούχο.
(β) Καταχρηστική ένσταση
Είναι το δικονομικό μέσο άμυνας του εναγόμενου, με το οποίο προτείνονται πραγματικά περιστατικά (όχι δικαίωμα) που είτε εμπόδισαν τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος, στο οποίο στηρίχθηκε η αγωγή όπως πχ η ένσταση εικονικότητας, ένσταση ακυρότητας λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου συστατικού τύπου είτε έχουν επιφέρει την κατάργηση του δικαιώματος του ενάγοντος.
Άρα η ένσταση στρέφεται κατά μη υφιστάμενου δικαιώματος.

Δικονομικές ενστάσεις
Στρέφονται κατά του παραδεκτού της αγωγής πχ ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου (είναι ενστάσεις που αφορούν την εξέλιξη της διαδικασίας της δίκης).




Άρνηση του δικαιώματος σε μία δίκη
Δηλ. την αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται το δικαίωμα (τα περιστατικά είναι προγενέστερα ή σύγχρονα).


ΚΤΗΣΗ, ΑΛΛΟΙΩΣΗ, ΑΠΩΛΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Κτήση δικαιώματος
Είναι η σύνδεση του δικαιώματος με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποτελεί τον φορέα του.
Λόγος κτήσης όλων των δικαιωμάτων είναι ο κανόνας δικαίου. Η κτήση του δικαιώματος γίνεται κατά κανόνα με τη βούληση αυτού που το αποκτά (αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως).
Παράδειγμα το δικαίωμα του δωρεοδόχου να απαιτήσει το δωρούμενο πράγμα από τον δωρητή αποκτάται μόνο με σύμβαση.
(α) Πρωτότυπη κτήση
Έχουμε όταν το δικαίωμα γεννιέται στο πρόσωπο του δικαιούχου και είναι ανεξάρτητο από προυπάρχον δικαίωμα άλλου προσώπου (κτήση κυριότητας, με χρησικτησία, κατάληψη αδέσποτου κινητού κλπ).
(β) Παράγωγη κτήση
Έχουμε όταν το αποκτώμενο δικαίωμα στηρίζεται σε προυπάρχον δικαίωμα άλλου δικαιούχου, ο οποίος το μεταβιβάζει ή το επιβαρύνει (δικαιοπάροχος) (κτήση κυριότητας κινητού, ακινήτου, υποθήκης κλπ).
Διακρίνεται σε παράγωγη μεταβιβαστική (μεταβιβάζεται το δικαίωμα στον νέο δικαιούχο με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο) και σε παράγωγη δημιουργική (όταν μεταβιβάζονται ορισμένες εξουσίες από το δικαίωμα στον νέο δικαιούχο πχ κτήση δικαιώματος ενεχύρου κλπ).

Αλλοίωση δικαιώματος
Καλείται η μεταβολή του δικαιώματος είτε ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου  είτε ως προς το πρόσωπο του υπόχρεου είτε και των δύο (υποκειμενική αλλοίωση) είτε ως προς το αντικείμενό του (αντικειμενική αλλοίωση).
Μεταβολή ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου επέρχεται με τη διαδοχή ενώ του υπόχρεου με τη στερητική αναδοχή χρέους.
Η μεταβολή ως προς το αντικείμενο μπορεί να είναι είτε ποιοτική είτε ποσοτική.

Απώλεια δικαιώματος
Απώλεια δικαιώματος είναι η λύση του δεσμού μεταξύ του δικαιούχου και του δικαιώματος.
Η απώλεια διακρίνεται ανάλογα με το αν επέρχεται με τη θέληση ή χωρίς τη θέληση του δικαιούχου σε εκούσια και ακούσια.
(α) Εκούσια απώλεια
Ολική ή μερική που επέρχεται με τη θέληση του δικαιούχου καλείται απαλλοτρίωση (εν ευρεία έννοια) ή διάθεση ή εκποίηση.
(β) Ακούσια απώλεια
Χωρίς τη θέλησή του δικαιούχου επέρχεται απώλεια σε διάφορες περιπτώσεις όπως με το τέλος του υποκειμένου του δικαιώματος πχ με τη λύση του σωματείου.
Παράδειγμα
Ο Α μεταβίβασε το δικαίωμα κυριότητας του επί του αυτοκινήτου του στον Β και λίγες μέρες αργότερα το μεταβίβασε πάλι στον Γ. Ο Γ δεν απέκτησε κανένα δικαίωμα, διότι με την πρώτη μεταβίβαση ο Α απώλεσε το δικαίωμά του.


ΑΣΚΗΣΗ, ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ, ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Άσκηση του δικαιώματος
Είναι η χρησιμοποίηση της εξουσίας που περιέχεται στο δικαίωμα. Περιλαμβάνει την απόλαυση των ωφελειών που πηγάζουν από το δικαίωμα, τη διάθεσή του και την προστασία του.
Η διάθεση συνίσταται στην εξουσία του δικαιούχου να εκποιήσει το δικαίωμά του πχ να το μεταβιβάσει, ή επιβαρύνει με υποθήκη.
Η προστασία συνίσταται στη διενέργεια των αναγκαίων πράξεων, όταν το δικαίωμα προσβάλλεται ή αμφισβητείται.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η άσκηση περιορίζεται όταν θίγονται συμφέροντα τρίτων.

Κατάχρηση δικαιώματος
Η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος έχει λάβει συνταγματική κατοχύρωση (όταν η άσκηση γίνεται με τρόπο που προσβάλλει το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή αντιτίθεται στον σκοπό του δικαιώματος). Η ΑΚ 281 αποβλέπει στην καταπολέμηση της κακοπιστίας και της ανηθικότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων.
Η ΑΚ 281 καλύπτει και τα δικονομικά δικαιώματα (πχ άρνηση της αγωγής, προβολή ένστασης δεδικασμένου, άσκηση ένδικου μέσου κλπ)
Η ΑΚ 281 καλύπτει κατά την άσκηση των λειτουργικών δικαιωμάτων (πχ η άσκηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας γίνεται καταχρηστική όταν βλάπτεται το συμφέρον του τέκνου).
Επίσης, απαγορεύεται η κατάχρηση στους θεσμούς, στις φυσικές ελευθερίες και στα δικαιώματα διοικητικού δικαίου.
Για την εφαρμογή της ΑΚ 281 πρέπει η άσκηση του δικαιώματος να υπερβαίνει τα όρια είτε της καλής πίστης (πρόκειται για την αντικειμενική ή συναλλακτική καλή πίστη) είτε των χρηστών ηθών (κρατούσα κοινωνική ηθική) είτε του κοινωνικού αι οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Για να υπάρχει κατάχρηση δεν αρκεί η απλή υπέρβαση αλλά να είναι και προφανής (οφθαλμοφανής, αναμφισβήτητη).


Αποδυνάμωση δικαιώματος
Εννοούμε την εξασθένηση του δικαιώματος ώστε να μην μπορεί να ασκηθεί.
Προϋποθέσεις αποδυνάμωσης (α) αδράνεια του δικαιούχου (β) η αδράνεια να διήρκεσε μακρό χρονικό διάστημα (γ) με την αδράνεια ο δικαιούχος δημιούργησε ευλόγως στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν ασκεί πλέον το δικαίωμά του. Οι συνέπειες  της αποδυνάμωσης ταυτίζονται με της καταχρηστικής.
Παράδειγμα. Ο Α παντρεύτηκε την α εξαδέλφη του Β, μετά από 25 χρόνια αρμονικού γάμου, η Β ζητά ακύρωση γάμου λόγω κωλύματος της συγγένειας. Το δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή λόγω ότι 25 χρόνια η Β δεν είχε κώλυμα.

Σύγκρουση δικαιωμάτων
  • Σύγκρουση με συμφέροντα.
  • Σύγκρουση με άλλα δικαιώματα.
Με εμπράγματα δικαιώματα
Με ενοχικά δικαιώματα
Με διαπλαστικά δικαιώματα
Με εμπράγματο και ενοχικό δικαίωμα
Με λειτουργικά δικαιώματα


ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Προτεραιότητα της κρατικής προστασίας
Κάθε πρόσωπο που έχει ένα δικαίωμα πρέπει να μπορεί να το ασκήσει και να πραγματώσει το περιεχόμενό του γιατί διαφορετικά κανείς δεν θα σεβόταν το δικαίωμα του άλλου.
(α) Διαγνωστική διαδικασία
Αρχίζει με την άσκηση αγωγής και περατώνεται με την έκδοση αποφάσεως. Το δικαστήριο εξετάζει αν η αγωγή είναι παραδεκτή, νόμου βάσιμη και ουσία βάσιμη.
(β) Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης
Αν ο ενάγων επιτύχει ευνοϊκή απόφαση δικαστηρίου αλλά ο εναγόμενος εξακολουθεί να αρνείται την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του, τότε ακολουθεί η ΔΑΕ.
(γ) Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων
Σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου μπορεί ο δικαιούχος να προσφύγει στην ταχύτερη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
(δ) Αυτοδύναμη προστασία
Η ίδια η Πολιτεία με τα όργανά της θα προστατεύσει το δικαίωμα.

Αυτοδικία
Ως αυτοδικία νοείται η ικανοποίηση της αξίωσης από τον δικαιούχο αυτοδύναμα και χωρίς τη βοήθεια της αρχής.
Μόνο ο δικαιούχος του δικαιώματος νομιμοποιείται να αυτοδικήσει και όχι τρίτος, μπορεί και ο τρίτος εφόσον ενεργεί αυτί του δικαιούχου.
Παράδειγμα. Ο ξενοδόχος μπορεί να κρατήσει ως ενέχυρο μη πληρωμής του λογαριασμού το περιδέραιο της κυρίας όχι όμως τη βέρα του γάμου της.

Άμυνα
Η ΑΚ 284 ορίζει ως άμυνα την υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ιδίου ή τρίτου. Η άμυνα είναι νόμιμη όταν  συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ΑΚ 284 (να υφίσταται επίθεση, να είναι άδικη, να έχει αρχίσει, η πράξη του αμυνόμενου να συνιστά πράξη υπεράσπισης και να στρέφεται κατά του επιτιθέμενου, η υπεράσπιση  να είναι επιβαλλόμενη δηλ. αναγκαία για την προστασία του προσώπου).
Αν δεν υπάρχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις η αμυντική πράξη είναι παράνομη και γεννά υποχρέωση αποζημιώσεως εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες  προϋποθέσεις αδικαιοπρακτικής ευθύνης.

Κατάσταση ανάγκης
Η ΑΚ 285 ορίζει ως κατάσταση ανάγκης την καταστροφή ξένου πράγματος εφόσον είναι αναγκαία για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημιά αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου. Έχει αμυντικό χαρακτήρα όπως η άμυνα αλλά στρέφεται κατά πράγματος και όχι προσώπου. Προϋποθέσεις να υφίσταται επικείμενος  κίνδυνος, η αξία του αγαθού  που πρόκειται να προστατευθεί να είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτή του καταστραφόμενου  πράγματος,  ο κίνδυνος να μην είναι δυνατό να αποτραπεί παρά με την καταστροφή ξένου πράγματος.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ

Έννοια και δικαιολογία της παραγραφής
Παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο μια αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από τον νόμο. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η αδράνεια του δικαιούχου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του.
Κατά κανόνα οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από 20 χρόνια. Είναι όμως δυνατό ο νόμος να προβλέπει  μικρότερη διάρκεια του χρόνου παραγραφής (βραχυχρόνια παραγραφή).

Παράδειγμα
Ο Δ χορηγεί την 1/2/2003 στον Ω δάνειο ποσού 15000 ευρω για ένα έτος. Η αξίωση του Δ γεννιέται την 1/2/2003 γίνεται όμως ληξιπρόθεσμη 1/2/2004 αρχίζει ο χρόνος παραγραφής. Η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων του δημοσίου ρυθμίζεται από το αρ. 86 παρ 2 Ν 2362/1995 και προβλέπει πενταετή παραγραφή η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου η αξίωση βεβαιώθηκε προς είσπραξη από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή τελωνείο.

Αναστολή της παραγραφής
Υφίσταται όταν ένα χρονικό διάστημα δεν υπολογίζεται μεν στον χρόνο της παραγραφής αλλά μετά την πάροδο του διαστήματος αυτού η παραγραφή συνεχίζεται. Διακρίνεται σε απόλυτη και συμπληρώσεως. Συνέπεια της αναστολής είναι ότι το χρονικό διάστημα αυτής δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής.

Διακοπή της παραγραφής
Είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που έχει διανυθεί μέχρι τότε και η έναρξη νέας παραγραφής από την αρχή.
Λόγοι διακοπής (α) αναγνώριση αξίωσης από τον δικαιούχο (β) έγερση αγωγής (γ) διενέρεια διαδικαστικών πράξεων (δ) υποβολή της διαφοράς σε διαιτησία ή άλλη αρχή (ε) εγγραφή υποθήκης (στ) Διαταγή πληρωμής (ζ) Αίτηση συντηρητικής απόδειξης.
Συνέπεια της διακοπής είναι ότι όταν λήξει, αρχίζει νέα παραγραφή  της οποίας ο χρόνος είναι ίδιος με τον χρόνο της παραγραφής που διακόπηκε.

Συνέπειες της παραγραφής
Η συμπλήρωση της παραγραφής δεν συνεπάγεται την απόσβεση της αξιώσεως αλλά δημιουργεί δικαίωμα του υπόχρεου να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί περιεχόμενο της αξιώσεως.
Η παραγραφή της αξίωσης δεν θίγει το δικαίωμα, από το οποίο απορρέει.

Απαράγραπτο των ενστάσεων
Η ΑΚ 273 ορίζει  ότι οι ενστάσεις δεν παραγράφονται, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.



ΑΠΟΣΒΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ


Έννοια αποσβεστικής προθεσμίας
Είναι το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα και με την άπρακτη παρέλευση του οποίου το δικαίωμα αποσβήνεται. Η αποσβεστική προθεσμία τάσσεται είτε από τον νόμο είτε με δικαιοπραξία, κυρίως σύμβαση.
Διαφορές με παραγραφή:
(α) Η παραγραφή αναφέρεται σε αξιώσεις ενώ η αποσβεστική προθεσμία υπόκεινται δικαιώματα και κυρίως τα διαπλαστικά.
(β) Η παραγραφή στηρίζεται πάντοτε στον νόμο ενώ η αποσβεστική προθεσμία είτε στον νόμο είτε δικαιοπραξία.

Ρύθμιση της αποσβεστικής προθεσμίας
Εφαρμόζονται σε αυτήν αναλόγως διατάξεις για την παραγραφή.


ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

Ο χρόνος στο δίκαιο
Ως χρόνος νοείται στο δίκαιο η διάρκεια μιας ενέργειας, κατάστασης ή φαινομένου, καθώς και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο γεγονότων ή μεταξύ ενός γεγονότος και της παρούσας στιγμής. Η σημασία του χρόνου στο δίκαιο είναι πολλαπλή.
Προθεσμία είναι το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ή μετά την παρέλευση του οποίου πρέπει ή δεν πρέπει να συμβεί κάτι.

Υπολογισμός του χρόνου
Ο χρόνος υπολογίζεται βάσει του ημερολογίου. Ισχύον στην Ελλάδα είναι το Γρηγοριανό που αντικατέστησε το Ιουλιανό το 1923.
(α) Φυσικός και πολιτικός
Φυσικός τρόπος, ο χρόνος υπολογίζεται από στιγμή σε στιγμή.
Πολιτικός τρόπος, δεν υπολογίζονται διαστήματα βραχύτερα της ημερας.
(β) Συναπτός και ωφέλιμος
Συναπτός τρόπος, υπολογίζονται όλες οι ημέρες του χρονικού διαστήματος.
Ωφέλιμος τρόπος, υπολογίζονται μόνο οι ημέρες που είναι δυνατή η σχετική ενέργεια.
Έναρξη  και λήξη της προθεσμίας
Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη της ημέρας όπου έγινε το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της. Αν όμως η προθεσμία αρχίζει ορισμένη ημέρα, η  ημέρα που συμφωνήθηκε ως αφετηρία υπολογίζεται στην προθεσμία.
Η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα και, εάν αυτή είναι εορτάσιμη (εξαιρετέα) όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Παράταση της προθεσμίας
Αν η προθεσμία παραταθεί η νέα αρχίζει αφού περάσει η πρώτη. Η νέα προθεσμία αρχίζει πάντοτε από την επόμενη ημέρα της λήξης, ακόμη και αν αυτή η ημέρα είναι εξαιρετέα.

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ

Έννοια δικαιοπραξίας
Δικαιοπραξία είναι το πραγματικό, το οποίο περιέχει δήλωση (ή πράξη) βουλήσεως και το οποίο αναγνωρίζεται από τον νόμο ως λόγος για να επέλθει η έννομη συνέπεια που θέλησε ο δικαιοπρακτών. Ως πραγματικό νοείται το σύνολο των γεγονότων, από τα οποία ο νόμος εξαρτά ορισμένη έννομη συνέπεια.

Στοιχεία της δικαιοπραξίας
(α) Δήλωση βουλήσεως ή πράξη βουλήσεως
Ως δήλωση ή πράξη βουλήσεως εννοείται η εξωτερίκευση ορισμένης βουλήσεως, έτσι ώστε να καταστεί γνωστή. Είναι απαραίτητο στοιχείο για να επέλθουν οι επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες.
(β) Έννομη συνέπεια
Η δήλωση βουλήσεως πρέπει να κατευθύνεται στην παραγωγή μιας έννομης συνέπειας, η οποία συνδέεται από τον νόμο με αυτή τη δήλωση βουλήσεως. Το στοιχείο αυτό της δικαιοπραξίας καλείται δικαιοπρακτική βούληση.
(γ) Ηθελημένη έννομη συνέπεια
Ο δικαιοπρακτών πρέπει να γνωρίζει και να επιθυμεί, η συγκεκριμένη δήλωσή του να επιφέρει ορισμένο έννομο αποτέλεσμα.
Η διακιοπραξία δεν επηρεάζει, τα συμφέροντα τρίτων προσώπων, άλλων από τα υποκείμενα της δικαιοπραξίας, εκτός εάν  οι τρίτοι εκφράσουν την επιθυμία τους να δεσμεύονται από τις έννομες συνέπειες της πχ σύμβαση υπέρ τρίτου.
(δ) Στοιχεία τύπων δικαιοπρακτών
  • Ουσιώδη στοιχεία
Τα ουσιώδη στοιχεία οριοθετούν ορισμένο τύπο δικαιοπραξίας από τους υπόλοιπους τύπους δικαιοπραξίας.
  • Επουσιώδη στοιχεία.
Αυτά τα στοιχεία δεν μεταβάλλουν τον τύπο της δικαιοπραξίας, όταν προστίθενται σε αυτήν αλλά εισάγουν αποκλίσεις από διατάξεις εκδοτικού δικαίου ή ρυθμίζουν θέματα που δεν προβλέπονται από τον νόμο.
Διακρίνονται σε φυσικά και πρόσθετα (ή τυχαία) στοιχεία.

Γενικό και ειδικό πραγματικό της δικαιοπραξίας
Γενικό πραγματικό της δικαιοπραξίας είναι το σύνολο των νομικών γεγονότων από τα οποία ο νόμος εξαρτά την επέλευση της έννομης συνέπειας (μαζί και το ειδικό πραγματικό).

Άλλες νομικές πράξεις
(α) Οιωνεί δικαιοπραξία
Είναι η εξωτερίκευση βουλήσεως, παραστάσεως ή συναισθήματος, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση ορισμένης έννομης συνέπειας, ανεξάρτητα από το αν ο πράττων την επεδίωξε ή απέβλεψε σε αυτή.
Διακρίνονται περαιτέρω σε ανακοινώσεις βουλήσεως (είναι η πράξη με την οποία ο πράττων εξωτερικεύει τη βούλησή του να επέλθει στο μέλλον κάποιο πραγματικό γεγονός πχ ο οφειλέτης να εξοφλήσει την οφειλή του) ανακοινώσεις παραστάσεως (είναι η πράξη, με την οποία ο πράττων γνωστοποιεί σε άλλον κάποιο γεγονός του παρελθόντος ή του παρόντος πχ ο εκδοχέας αναγγέλει στον οφειλέτη ότι ο δανειστής του εκχώρησε την απαίτηση, η διαφορά με την ανακοίνωση βουλήσεως είναι ότι γνωστοποιείται ένα μελλοντικό ενώ με την ανακοίνωση  παράστασης γνωστοποιείται ορισμένο γεγονός που έχει ήδη συμβεί) και ανακοινώσεις συναισθήματος(εντάσσεται κυρίως η περίπτωση της παροχής συγνώμης).
(β) Υλική πράξη
Είναι η πράξη με την οποία προκαλείται μεταβολή στο εξωτερικό υλικό κόσμο, προς την οποία μεταβολή και μόνο συνδέεται ορισμένη έννομη συνέπεια. Τέτοια είναι η ειδοποιία, η εύρεση απολωλότος, η πνευματική δημιουργία κλπ.
Παράδειγμα
Ο εξάχρονος Α βρήκε στον δρόμο ένα πολύτιμο κόσμημα και το εμπιστεύθηκε στη θεία του Β, η οποία το παρέδωσε στην αστυνομία. Εάν βρεθεί ο δικαιούχος, η αξίωση για τα εύρετρα ανήκει στον Α και όχι στην Β, διότι ευρέτης με την έννοια της ΑΚ 1081 είναι ο Α και η εύρεση απολωλότος αποτελεί υλική πράξη. Επομένως, είναι αδιάφορο το ότι ο Α δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα.
(γ) Μεικτή υλική πράξη
Είναι η υλική πράξη, η τέλεση της οποίας οδηγεί σε αποτέλεσμα το οποίο ανάγεται στη βούληση του πράττοντος. Έτσι πχ η κτήση εκούσιας κατοικίας ως μεικτή υλική πράξη απαρτίζεται από δύο στοιχεία: το υλικό στοιχείο της πραγματική εγκατάστασης σε έναν τόπο και το βουλητικό στοιχείο της μόνιμης εγκατάστασης δηλ. της πρόθεσης του προσώπου για μόνιμη και σταθερή παραμονή στον συγκεκριμένο τόπο. Μεικτή υλική πράξη αποτελεί επίσης η διοίκηση αλλοτρίων η  οποία απαιτεί εκτός από την υλική πράξη της διοίκησης και τη συνείδηση του διοικητή ότι πρόκειται για αλλότροια υπόθεση.
(δ) Δικαιοπρακτική παράλειψη
Γίνεται λόγος, όταν στην παράλειψη δηλώσεως ή (διαφορετικά) στη σιωπή του προσώπου ο νόμος αποδίδει την έννοια δηλώσεως βουλήσεως ορισμένου (θετικού ή αρνητικού) περιεχομένου η οποία μάλιστα συνδέεται με την επέλευση ορισμένων έννομων αποτελεσμάτων.
Πρόκειται για μια περίπτωση νομικού πλάσματος όπου τα αποτελέσματα μιας παράλειψης δικαιοπρακτικής δήλωσης εξομοιώνονται με αυτά της ενέργειας μίας δικαιοπραξίας. Δικαιοπρακτικές παραλείψεις είναι πχ η παράλειψη του κληρονόμου να αποποιηθεί την κληρονομιά, την οποία ο νόμος εξομοιώνει με δήλωση αποδοχής.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

Μονομερείς και πολυμερείς δικαιοπραξίες
(α) Μονομερείς δικαιοπραξίες
Είναι οι δικαιοπραξίες στο (ειδικό) πραγματικό των οποίων περιέχεται η δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου.
Τέτοιες είναι η ιδρυτική πράξη ιδρύματος, η πληρεξουσιότητα, η καταγγελία μίσθωσης αόριστης διάρκειας, η διαθήκη κλπ. Διακρίνονται σε απευθυντέες (απαιτείται η περιέλευση της δήλωσης βουλήσεως σε άλλο πρόσωπο) και μη απευθυντέες (όπου δεν απαιτείται).
Παράδειγμα
Ο Α, εργοδότης του Β, δηλώνει στους εργαζομένους όπου απουσιάζει ο Β ότι καταγγέλει τη σύμβαση του Β λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του, επειδή η καταγγελία είναι απευθυντέα  δεν ισχύει γιατί έλειπε ο Β.
(β) Πολυμερείς δικαιοπραξίες
Είναι οι δικαιοπραξίες στο (ειδικό) πραγματικό των οποίων περιέχονται οι δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων δηλ. απαιτείται για την επιχείρησή τους η σύμπραξη περισσοτέρων προσώπων. Διακρίνονται σε συμβάσεις (περιέχει δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων οι οποίες είναι μεταξύ τους ενάντιες, συμπίπτουν όμως ως προς το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα), σε συνδικαιοπραξίες (περιέχουν δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες είναι όμοιες, βαίνουν παράλληλα και τείνουν στην επίτευξη του ίδιου έννομου αποτελέσματος) και στις συλλογικές πράξεις (με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση ενώσεων προσώπων ή συλλογικών οργάνων πχ αποφάσεις ΓΣ ή ΔΣ).



Παραδείγματα
  1. Εάν ο Π δηλώσει στον Α, μπορεί να έχεις το αυτοκίνητό  μου αν μου δώσεις 10000 ευρω αυτό αποτελεί πρόταση για τη σύναψη σύμβασης πωλήσεως. Εάν ο Α απαντήσει εντάξει αυτό αποτελεί αποδοχή με την οποία συνάπτεται η σύμβαση της πώλησης.
  2. Εάν οι τρεις συμμισθωτές ενός διαμερίσματος δηλώσουν στον εκμισθωτή ότι καταγγέλουν τη μίσθωση για το τέλος του μήνα, οι τρεις δηλώσεις βουλήσεως αποτελούν συνδικαιοπραξία.
  3. Εάν η ΓΣ ενός σωματείου αποφασίσει κατά πλειοψηφία την αύξηση του ποσού της ετήσιας εισφοράς, την αυξημένη εισφορά οφείλουν να καταβάλλουν και τα μέλη που μειοψήφισαν. Αυτά μπορούν να αποφύγουν την πληρωμή μόνο με αποχώρηση από το σωματείο.

Δικαιοπραξία εν ζωή και αιτία θανάτου
(α) Δικαιοπραξία εν ζωή
Είναι αυτές με τις οποίες ρυθμίζονται περιουσιακές ή προσωπικές σχέσεις του προσώπου και οι οποίες επιφέρουν εν όλω ή εν  μέρει τα έννομα αποτελέσματά τους όσο ακόμα ζει ο δικαιοπρακτών.
(β) Δικαιοπραξίες αιτία θανάτου
Είναι αυτές με τις οποίες ρυθμίζονται οι έννομες σχέσεις του δικαιοπρακτούντος για τον μετά τον θάνατό του χρόνο, σημείο από το οποίο και επιφέρουν τα έννομα αποτελέσματά τους.

Δικαιοπραξίες προσωπικού και περιουσιακού δικαίου
(α) Δικαιοπραξίες προσωπικού δικαίου
Καλούνται αυτές, με τις οποίες ρυθμίζονται θέματα που αναφέρονται στην προσωπική κατάσταση του δικαιοπρακτούντος.
(β) Δικαιοπραξίες περιουσιακού δικαίου
Είναι αυτές, με τις οποίες ρυθμίζονται θέματα αναγόμενα στην περιουσιακή κατάσταση του δικαιοπρακτούντος.

Δικαιοπραξίες ενοχικές και εμπράγματες
(α) Δικαιοπραξίες ενοχικές
Είναι αυτές, με τις οποίες συνιστάται, αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται ενοχικό δικαίωμα όπως η πώληση, η μίσθωση κλπ
(β) Εμπράγματες δικαιοπραξίες
Είναι αυτές, με τις οποίες συνίσταται, αλλοιώνεται, μεταβιβάζεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα όπως η μεταβίβαση κυριότητας κινητού ή ακινήτου κλπ.




 Δικαιοπραξίες υποσχετικές και εκποιητικές
(α) Υποσχετικές δικαιοπραξίες
Είναι εκείνη, με την οποία ιδρύεται ενοχική υποχρέωση του υποσχομένου  (οφειλέτη) και αντιστοίχως ενοχικό δικαίωμα του δέκτη της υποσχέσεως (δανειστής). Ο οφειλέτης αναλαμβάνει μόνο την υποχρέωση, έναντι του δανειστή.
(β) Εκποιητικές δικαιοπραξίες
Είναι εκείνη με την οποία διατίθεται δηλ. μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται, επιβαρύνεται ή καταργείται, υφιστάμενο (ενοχικό ή εμπράγματο) δικαίωμα και επομένως επηρεάζεται αμέσως η υπόστασή του.

Δικαιοπραξίες επιδοτικές και μη επιδοτικές
(α) Επιδοτικές δικαιοπραξίες
Είναι εκείνες, με τις οποίες πραγματοποιείται περιουσιακή μετακίνηση και ο δικαιοπρακτών προσπορίζει σε άλλον περιουσιακό όφελος.
(β) Μη επιδοτικές δικαιοπραξίες
Είναι εκείνες, με τις οποίες δεν προσδιορίζεται περιουσιακό όφελος σε άλλον και επομένως δεν περιέχουν επίδοση όπως πχ η παραίτηση από την κυριότητα κινητού, η καταγγελία διαρκούς σύμβασης κλπ.

Δικαιοπραξίες επαχθείς και χαριστικές
(α) Επαχθείς δικαιοπραξίες
Επαχθής χαρακτηρίζεται η δικαιοπραξία, όταν η επίδοση γίνεται με αντάλλαγμα (είτε χρηματικό ποσό είτε οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό όφελος) πχ σύμβαση εργασίας ή έργου, έντοκο δάνειο κλπ.
(β) Χαριστικές δικαιοπραξίες
Χαριστική χαρακτηρίζεται η δικαιοπραξία, όταν η επίδοση γίνεται χωρίς αντάλλαγμα πχ δωρεά, χρησιδάνειο, άτοκο δάνειο κλπ. Όχι η παροχή διατροφής.

 Αιτιώδεις αι αναιτιώδεις δικαιοπραξίες
(α) Αιτιώδεις δικαιοπραξίες
Αιτιώδεις είναι οι δικαιοπραξίες των οποίων το κύρος δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας. Είναι οι περισσότερες υποσχετικές, αιτιώδεις.
(β) Αναιτιώδεις δικαιοπραξίες
Ή αφηρημένες είναι οι δικαιοπραξίες των οποίων το κύρος δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της αιτίας. Αναιτιώδεις από τις υποσχετικές είναι η αναγνώριση χρέους και αποδοχή της και το ανώνυμο χρεόγραφο, από τις εκποιητικές όσες δεν είναι αιτιώδεις.

….

Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

Οι έννοιες του όρου προθεσμία
Ο όρος προθεσμία είναι πολυσήμαντος και χρησιμοποιείται στον ΑΚ με διαφορετικές έννοιες.
Στον ΑΚ 240-246 ως προθεσμία εννοείται το χρονικό σημείο ή το χρονικό διάστημα που καθορίζεται με νόμο, δικαστική απόφαση ή δικαιοπραξία πχ η ισχύς του τάδε νόμου αρχίζει στις 30-1-95 ο Α εκμισθώνει το ακίνητό του για δύο χρόνια, οι Β και Γ συμφωνούν ότι η καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως πρέπει να γίνει 15 ημέρες πριν από το τέλος του ημερολογιακού μήνα.
Στις ΑΚ 279-280 ως προθεσμία νοείται το χρονικό διάστημα, που τάσσεται από τον νόμο ή από τα μέρη και μέσα στο οποίο πρέπει να ασκηθεί ορισμένο δικαίωμα (αποσβεστική προθεσμία πχ κατά την ΑΚ 157 το δικαίωμα να ζητήσει κάποιος την ακύρωση μίας δικαιοπραξίας συνεπεία πλάνης, απάτης ή απειλής αποσβήνεται όταν περάσουν δύο χρόνια από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
Στην ΑΚ 210 ως προθεσμία εννοείται ο πρόσθετος όρος ο οποίος τίθεται στη δικαιοπραξία και σύμφωνα με τον οποίο η ενέργειά της αρχίζει ή λήγει όταν επέλθει ορισμένο μελλοντικό γεγονός, η επέλευση του οποίου είναι βέβαιη πχ οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι η μίσθωση του ακινήτου αρχίζει την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, ότι η διάρκεια της εταιρείας που ιδρύουν  λήγει στις 31/12/2005.

Προθεσμία αναβλητική και διαλυτική
Αν οριστεί στη δικαιοπραξία ότι τα αποτελέσματά της αρχίζουν από ορισμένο χρονικό σημείο ή από ορισμένο μέλλον και βέβαιο γεγονός, η προθεσμία είναι αναβλητική ΑΚ 210. Ενώ αν ορισθεί ότι τα αποτελέσματα παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο πχ η εταιρεία θα λήξει 15 χρόνια μετά τη σύστασή της ή από ορισμένο μέλλον και βέβαιο γεγονός πχ η μίσθωση του καταστήματος θα λήξει με τον θάνατο του μισθωτή, η προθεσμία είναι διαλυτική ΑΚ 210.


Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ

Έννοια
Αντιπροσώπευση υπό ευρεία έννοια είναι ο θεσμός με τον οποίο επιτυγχάνεται, τα αποτελέσματα δικαιοπραξιών να επέρχονται όχι στο πρόσωπο του δικαιοπρακτούντος (αντιπρόσωπος) αλλά ευθέως και αμέσως στο πρόσωπο ενός άλλου ενδιαφερομένου (αντιπροσωπευόμενος). Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει δηλ. δικαιοπραξίες οι οποίες δεν ωφελούν ή δεσμεύουν τον ίδιο αλλά αυτόν τον οποίο αντιπροσωπεύει.




Διακρίσεις και συγγενείς έννοιες
Ενεργητική και παθητική
Όταν ο αντιπρόσωπος προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, πρόκειται  για ενεργητική αντιπροσώπευση, αντίθετα όταν δέχεται στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου δήλωση βουλήσεως τρίτου προσώπου πρόκειται για παθητική αντιπροσώπευση.
Νόμιμη  και εκούσια
Νόμιμη αντιπροσώπευση υπάρχει όταν η σχέση της αντιπροσώπευσης και η σχετική εξουσία του αντιπροσώπου απορρέουν απευθείας από τον νόμο όπως στις περιπτώσεις των γονέων, του επιτρόπου, του ανάδοχου γονέα, του δικαστικού συμπαραστάτη κλπ. Αντιθέτως, για εκούσια αντιπροσώπευση γίνεται λόγος όταν αυτή πηγάζει από τη βούληση του αντιπροσωπευομένου και παρέχεται στον αντιπρόσωπο με δικαιοπραξία.
Άμεση και έμμεση
Όταν μιλούμε για αντιπροσώπευση, εννοούμε συνήθως την άμεση αντιπροσώπευση. Εκτός όμως από αυτή υπάρχει και η έμμεση αντιπροσώπευση.
Αμεση αντιπροσώπευση είναι εκείνη όπου ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας έτσι ώστε τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας να επέρχονται αμέσως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου.
Παραδείγματα
  1. Ο Β, υπάλληλος στο κατάστημα ηλεκτρικών ειδών και αντιπρόσωπος  του Π πωλεί ηλεκτρικό ψυγείο στον Α – ενεργητική αντιπροσώπευση. Η σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε μεταξύ του Π και του Α.
  2. Επειδή το ηλεκτρικό ψυγείο αποδεικνύεται ελαττωματικό ΑΚ 534, ο Α δηλώνει στον υπάλληλο Β ότι αναστρέφει την πώληση κατά την ΑΚ 540 – παθητική αντιπροσώπευση.
  3. Ο δωδεκάχρονος Γ κληρονόμησε από τη γιαγιά  του 500000 ευρω. Οι γονείς του, για να επενδύσουν ασφαλώς τα χρήματα, αγοράζουν για τον Γ ένα ακίνητο (νόμιμη άμεση αντιπροσώπευση).
Έμμεση αντιπροσώπευση είναι εκείνη όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία στο όνομά του αλλά για λογαριασμό  του αντιπροσωπευομένου ούτως ώστε να απαιτείται στη συνέχεια άλλη δικαιοπραξία πχ μεταβίβαση δικαιώματος, εκχώρηση απαιτήσεως, αναδοχή χρέους, μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου για να μεταβιβαστούν στον τελευταίο τα δικαιώματα που απέκτησε και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος με την αρχική δικαιοπραξία. Ο τρίτος δεν συμβάλλεται με τον έμμεσα αντιπροσωπευόμενο, ο οποίος παραμένει άγνωστος σε αυτόν.
Η έμμεση αντιπροσώπευση παρουσιάζει κινδύνους για τον αντιπροσωπευόμενο διότι ο έμμεσος αντιπρόσωπος ενδέχεται να μη μεταβιβάσει στον αντιπροσωπευόμενο τα δικαιώματα που απέκτησε ή να χάσει την εξουσία διαθέσεως πχ αν πτωχεύσει ή επιβληθεί κατάσχεση πριν προβεί στη  μεταβίβαση.

Παραδείγματα
  1. Ο Δ επειδή αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες αποφασίζει την πώληση ενός ζωγραφικού πίνακα από τη συλλογή του. Για να μη γίνει όμως γνωστή η δύσκολη οικονομική του κατάσταση παρακαλεί τον φίλο του Φ να πωλήσει τον πίνακα με το δικό του όνομα – εκούσια αντιπροσώπευση του πωλητή.
  2. Ο γνωστός εφοπλιστής Ε θέλει να αγοράσει πολύτιμο ζωγραφικό πίνακα που προσφέρεται προς πώληση. Επειδή όμως φοβάται ότι αν εμφανισθεί  ο ίδιος ως αγοραστής θα του ζητήσουν υψηλό τίμημα, προσκαλεί τον φίλο του Φ να αγοράσει τον πίνακα στο δικό του όνομα – εκούσια έμμεση αντιπροσώπευση του αγοραστή.
Συγγενείς έννοιες
    • Αντιπρόσωπος και άγγελος. Ο άμεσος αντιπρόσωπος δηλώνει, σύμφωνα με τα παραπάνω, δική του βούληση που δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο. Αντιθέτως, ο άγγελος διαβιβάζει απλώς τη δήλωση βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος και δεν χρειάζεται δικαιοπρακτική ικανότητα πχ το μικρό παιδί που πηγαίνει στο περίπτερο και μεταφέρει τη βούληση του πατέρα του να αγοράσει εφημερίδα.

    • Αντιπρόσωπος και όργανο νομικού προσώπου. Παρότι στην ΑΚ 67 εδ.α χαρακτηρίζεται η διοίκηση του νομικού προσώπου ως αντιπρόσωπός του, πρέπει να διακρίνουμε τον άμεσο αντιπρόσωπο από το όργανο. Διότι κατά την κρατούσα οργανική θεωρία το όργανο δεν δηλώνει τη βούλησή του ως αντιπρόσωπος άλλου αλλά σχηματίζει και εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου.

    • Αντιπροσώπευση και πρόστηση. Τόσο η αντιπροσώπευση όσο και η πρόστηση ΑΚ 922 αποτελούν μέσα επέκτασης της δραστηριότητας του προσώπου με τη χρησιμοποίηση άλλων προσώπων. Ωστόσο η πρόστηση έχει ευρύτερο αντικείμενο, διότι περιλαμβάνει και τη διενέργεια υλικών πράξεων. Σύμφωνα με την ΑΚ 922 ο προστήσας ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε ο προστηθείς κατά την άσκηση της υπηρεσίας του.

Προϋποθέσεις της άμεσης αντιπροσώπευσης
  • Δήλωση βουλήσεως του αντιπροσώπου.
  • Η δήλωση να ανήκει στο ειδικό πραγματικό δικαιοπραξίας δεκτικής αντιπροσωπεύσεως.
  • Η δήλωση να γίνεται επ΄ ονόματι του αντιπροσωπευόμενου.
  • Ο αντιπρόσωπος να έχει εξουσία προς αντιπροσώπευση.
  • Τουλάχιστον περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα του αντιπροσώπου.




Η ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Έννοια, νομική φύση, είδη και τύπος
Πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία αντιπροσωπεύσεως που παρέχεται με δικαιοπραξία ΑΚ 216. Ως πληρεξουσιότητα χαρακτηρίζεται και η ίδια η δικαιοπραξία, με την οποία χορηγείται η εξουσία αντιπροσωπεύσεως. Συνεπώς η πληρεξουσιότητα αναφέρεται στην εκούσια αντιπροσώπευση.
Νομική φύση. Η δήλωση προς τον αντιπρόσωπο αποτελεί μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία, ενώ τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό δίνει η μάλλον κρατούσα γνώμη και στη δήλωση που απευθύνεται στον τρίτο. Η πληρεξουσιότητα ως δικαιοπραξία είναι αφηρημένη, το κύρος της δηλαδή δεν εξαρτάται από το  κύρος ή την ύπαρξη της εσωτερικής σχέσης.
Είδη
  • Γενική και ειδική. Η πληρεξουσιότητα χαρακτηρίζεται ως γενική, όταν αναφέρεται σε έναν κύκλο ή στο σύνολο των δικαιοπραξιών του εξουσιοδότη και ειδική όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένες δικαιοπραξίες ή σε συγκεκριμένο είδος δικαιοπραξιών.
  • Ρητή και σιωπηρή. Ανάλογα με τον τρόπο παροχής της διακρίνεται η πληρεξουσιότητα σε ρητή και σιωπηρή. Ρητή είναι η πληρεξουσιότητα που παρέχεται είτε με δήλωση από τον ίδιο τον εξουσιοδοτούνται προς τον τρίτο ότι παρέχει πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπο είτε με επίδειξη πληρεξούσιου εγγράφου. Σιωπηρή ή φαινόμενη είναι η πληρεξουσιότητα η οποία συνάγεται είτε από την έννομη σχέση που συνδέει τον εξουσιοδοτούντα και τον πληρεξούσιο πχ σχέση εργασίας είτε από τη συμπεριφορά του εξουσιοδοτούντος που δημιουργεί στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση ότι έχει χορηγήσει σε κάποιον πληρεξουσιότητα.
  • Ανακλητή και ανέκκλητη. Ανάλογα με το αν ο πληρεξουσιοδότης μπορεί να ανακαλέσει ή όχι την πληρεξουσιότητα, τη διακρίνουμε σε ανακλητή και ανέκκλητη ή αμετάκλητη. Η πληρεξουσιότητα καταρχήν είναι ελευθέρως ανακλητή. Κατ΄ εξαίρεση δεν μπορεί να ανακληθεί όταν ο πληρεξουσιοδότης παραιτήθηκε εγκύρως από αυτό το δικαίωμα και αν η εσωτερική σχέση ή ο νόμος αποκλείουν την ανάκληση.
  • Ατομική και συλλογική. Στην ατομική πληρεξουσιότητα πληρεξούσιος είναι μόνο ένα πρόσωπο, ενώ στη συλλογική περισσότερα. Εάν έχουν οριστεί περισσότεροι πληρεξούσιοι, είναι δυνατόν να ενεργούν είτε ο καθένας ατομικώς είτε όλοι μαζί από κοινού πχ ο Π παρέσχε  πληρεξουσιότητα στους υπαλλήλους του Α και Β για την αγορά πρώτων υλών και όρισε ότι για αγορές πάνω από 15000 ευρω θα ενεργού και οι δυο από κοινού. Στην περίπτωση που κάθε πληρεξούσιος μπορεί να ενεργεί ατομικώς γίνεται λόγος για εις ολόκληρον πληρεξουσιότητα.
  • Υποπληρεξουσιότητα. Εάν ο πληρεξούσιος έχοντας σχετική εξουσία, παράσχει σε τρίτο πρόσωπο εξουσία αντιπροσώπευσης του αντιπροσωπευομένου, τότε ο τρίτος καλείται υποπληρεξούσιος ή μεταπληρεξούσιος. Αν ο υποπληρεξούσιος αντιπροσωπεύει τον αρχικό αντιπροσωπευόμενο και ενεργεί ευθέως στο όνομά του , η υποπληρεξουσιότητα καλείται γνήσια, αν όμως ενεργεί ως πληρεξούσιος του αρχικού πληρεξουσίου, η υποπληρεξουσιότητα καλείται  απλή.
Παραδείγματα
    1. Ο πτυχιούχος Νομικής Α ο οποίος ετοιμάζεται να μεταβεί στις ΗΠΑ για μεταπτυχιακές σπουδές, παρέχει πληρεξουσιότητα στον αδελφό του Β να διαχειρίζεται κατά την απουσία του όλη την περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα – γενική πληρεξουσιότητα.
    2. Ο ομογενής της Αμερικής Β αποστέλλει πληρεξούσιο στον Αθηναίο δικηγόρο Γ να του αγοράσει ένα ακίνητο που προσφέρεται προς πώληση στο χωριό των γονέων του – ειδική πληρεξουσιότητα.
    3. Ο Α παρέχει πληρεξουσιότητα στους μεσίτες Β και Γ να του εκμισθώσουν ένα διαμέρισμά του (συλλογική πληρεξουσιότητα). Τόσο ο Β όσο και ο Γ, οι οποίοι μπορούσαν να ενεργούν ατομικώς, κατάρτησαν  συμβάσεις μίσθωσης με τους Δ και Ε αντίστοιχα.Και οι δύο συμβάσεις είναι δεσμευτικές και έγκυρες για τον Α.
Τύπος
Σύμφωνα με την ΑΚ 217 παρ 2 εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, η δήλωση βουλήσεως του πληρεξουσιοδότη υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται από τον νόμο για τη δικαιοπραξία την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα πχ ο ομογενής Π παρέσχε στον Β τηλεφωνική πληρεξουσιότητα να πωλήσει ο Β ένα αγρόκτημά του στην Ελλάδα. Αφού το πληρεξούσιο δεν είναι συμβολαιογραφικό ο ενδιαφερόμενος Α δεν μπορεί να αγοράσει εγκύρως το ακίνητο του Π.
Πληρεξουσιότητα και εξουσιοδότηση
Με την εξουσιοδότηση ο δικαιούχος παρέχει την εξουσία σε ένα άλλο πρόσωπο να ασκήσει ιδίω ονόματι το ξένο δικαίωμα με ενέργεια υπέρ και κατά του δικαιούχου – εξουσιοδότη όπως πχ να εισπράξει την απαίτηση ή να διαθέσει το δικαίωμα.

Παύση της πληρεξουσιότητας
Παύει είτε για λόγους γενικούς που ισχύουν για την παύση κάθε έννομης σχέσης όπως πχ διαλυτική αίρεση ή προθεσμία είτε για λόγους ειδικούς όπως η ανάκληση, η λήξη της βασικής σχέσης, ο θάνατος του εξουδιοδοτούντος ή του πληρεξούσιου, η ανικανότητα για δικαιοπραξία και η παραίτηση του πληρεξουσίου. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα.







Η ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ Η ΕΓΚΡΙΣΗ

Συγκατάθεση
Έννοια
Η συναίνεση και η έγκριση αποτελούν κατηγορίες της ευρύτερης έννοιας της συγκατάθεσης. Ως συγκατάθεση νοείται η δήλωση επιδοκιμασίας μίας δικαιοπραξίας ενός προσώπου από κάποιο άλλο πρόσωπο, η οποία απαιτείται από τον νόμο για να αναπτύξει η δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της.
Η συγκατάθεση παρέχεται από τρίτο πρόσωπο δηλ. πρόσωπο άλλο από τα υποκείμενα της σχέσης, η οποία ισχυροποιείται με την παρεχόμενη συγκατάθεση.
Είδη
  • Συγκατάθεση για την ενέργεια δικαιοπραξιών ή άλλων νομικών πράξεων, το αντικείμενο των οποίων συνιστά επέμβαση στην έννομη σφαίρα του συγκατατιθεμένου.
  • Συγκατάθεση για την ενέργεια δικαιοπραξιών ή άλλων  νομικών πράξεων προσώπου με περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα η οποία συγκατάθεση παρέχεται από το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του περιορισμένως ικανού προσώπου αυτού και
  • Συγκατάθεση για την ενέργεια δικαιοπραξιών ή άλλων νομικών πράξεων οι οποίες αν και δεν συνιστούν επέμβαση έχουν έμμεση επίδραση στα συμφέροντα του συγκαταιθεμένου.
Η ΑΚ 236 ορίζει ότι η συγκατάθεση είναι άτυπη.
Πχ ο Ε εργοδότης του εργολάβου Ζ εγκρίνει το έργο που κατασκεύασε ο τελευταίος. Η έγκριση αυτή δεν αποτελεί συγκατάθεση με την έννοια των ΑΚ 236 επ. διότι δεν παρέχεται από τρίτο ως προς τους συμβαλλομένους.

Συναίνεση
Είναι η συγκατάθεση για την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας η οποία συγκατάθεση παρέχεται είτε κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας.
Πχ ο Α δικαστικός συμπαραστάτης της Δ παρέχει στη Β τη συναίνεσή του για να συνάψει ο τελευταίος γάμο με την Δ. Πριν από την τέλεση του γάμου ο Α μπορεί να ανακαλέσει τη συναίνεσή του.

Έγκριση
Είναι η συγκατάθεση η οποία παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας. Αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος η οποία ισχυροποιεί εκ των υστέρων μία αρχικώς ανενεργό δικαιοπραξία. Συνεπώς η έγκριση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή των όρων της δικαιοπραξίας ούτε να γίνει υπό αίρεση ή προθεσμία.
Πχ ο Π μεταβίβασε στον Α ένα διαμέρισμα το οποίο άνηκε στην Κ και ήταν εκμισθωμένο στον Μ. Η Κ αργότερα ενέκρινε τη σύμβαση με αποτέλεσμα να ισχυροποιηθεί αναδρομικώς η μεταβίβαση. Για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από τη μεταβίβαση μέχρι την έγκριση ο Α δικαιούται να αξιώσει τα μισθώματα. Αν το διαμέρισμα είχε μεταβιβασθεί υπό την αίρεση της έγκρισης από την Κ η έγκριση δεν θα είχε αναδρομική ενέργεια, οπότε ο Α θα δικαιούται τα μισθώματα από τον χρόνο της έγκρισης.


ΔΙΑΘΕΣΗ ΑΠΟ ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ

Ο κανόνας
Η ΑΚ 239 ρυθμίζει ειδικότερα τη διάθεση από μη δικαιούχο, δηλ. από πρόσωπο που είτε ολικώς είτε μερικώς δεν είναι φορέας του δικαιώματος και εν τούτοις το διαθέτει στο όνομά του. Η ρύθμιση αφορά μόνο τις εκποιητικές δικαιοπραξίες δηλ. τις δικαιοπραξίες με τις οποίες μεταβιβάζεται, επιβαρύνεται ή αλλοιώνεται δικαίωμα.
Η διάθεση δικαιώματος για να είανι έγκυρη πρέπει να γίνει από εκείνον που έχει την εξουσία διαθέσεως δηλ. ο δικαιούχος αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις την εξουσία αυτή έχει και μη δικαιούχος πχ ο νόμιμος αντιπρόσωπος του ανηλίκου ή του δικαιοπρακτικώς ανίκανου.

Εξαιρέσεις
Η ΑΚ 239 ορίζει τέσσερις περιπτώσεις στις οποίες η διάθεση από μη δικαιούχο είναι ισχυρή ή ισχυροποιείται μεταγενέστερα.
  • Συναίνεση. Σύμφωνα με την ΑΚ 239 παρ 1 αν η διάθεση έγινε με τη συναίνεση του δικαιούχου είναι έγκυρη πχ ο Α ο οποίος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα αλλά δεν θέλει να γνωστοποιηθεί η κατάστασή του εγχειρίζει στον φίλο του Β ένα ζωγραφικό πίνακα από τη συλλογή του με την παράκληση να τον πωλήσει αυτός. Ο Β πωλεί και μεταβιβάζει τον πίνακα στον Γ χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την προέλευσή του. Ο Γ παρότι αποκτά από μη κύριο εντούτοις γίνεται κύριος του πίνακα αφού η διάθεση εκ μέρους του Β έγινε με τη συναίνεση του Α.
  • Έγκριση. Σύμφωνα με την ΑΚ 239 παρ 2 αν μετά τη διάθεση εκ μέρους του μη δικαιούχου επακολούθησε έγκριση του δικαιούχου η διάθεση καθίσταται έγκυρη αναδρομικώς.
  • Επίκτηση. Η διάθεση ισχυροποιείται αλλά όχι αναδρομικώς αν αυτός που διέθεσε ως μη δικαιούχος αποκτήσει στη συνέχεια το αντικείμενο δηλ. επακολουθήσει επίκτηση. Η επίκτηση μπορεί να γίνει με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου. Πχ ο Α έχει δωρήσει αιτία θανάτου στον ανιψιό του Β έναν πίνακα του Γύζη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του Α στο εξωτερικό ο Β νομίζοντας ότι ο πίνακας του ανήκει, τον αφαιρεί από το σπίτι του Α και τον πωλεί και μεταβιβάζει στον Γ. Μετά από λίγες μέρες ο Α πεθαίνει στο εξωτερικό. Ο Γ ο οποίος απέκτησε αρχικά την κυριότητα του πίνακα, την αποκτά λόγω επίκτησης από την ημέρα του θανάτου του Α.
  • Κληρονόμηση. Η διάθεση ισχυροποιείται αν αυτός που διέθεσε ξένο δικαίωμα κληρονομηθεί από το δικαιούχο. Δηλαδή ο τελευταίος δεσμεύεται από την ανενεργό διάθεση του δικαιώματός του η οποία έγινε από τον κληρονομούμενο.
  • Ενέργεια. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις σε αντίθεση με τις δύο πρώτες η ισχυροποίηση της διάθεσης δεν έχει αναδρομική ισχύ αλλά ενεργεί για το μέλλον. Η ισχυροποίηση έρχεται αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε δήλωσε είτε από τον νέο δικαιούχο είτε από τους κληρονόμους του διαθέσαντος.

Εξουσιοδότηση
Με βάση την ΑΚ 239 παρ 1 έχει διαμορφωθεί στη θεωρία η έννοια της εξουσιοδότησης η οποία αντιδιαστέλλεται από την πληρεξουσιότητα.  Πχ ο Α ο οποίος οφείλει ορισμένο χρηματικό ποσό στον Β του παραδίδει από τη συλλογή του ένα ζωγραφικό πίνακα και τον εξουσιοδοτεί να τον πωλήσει και να κρατήσει το τίμημα προς εξόφληση της οφειλής.

Τέλος.

1 σχόλιο: