Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΡΘΡΟ 110 Σ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΟΣ ΣΟΣ ΣΟΣ)



Αναθεώρηση συντάγματος *Σ.Ο.Σ.*
Τι αναθεωρείται και τι όχι: Κατά γενικό κανόνα οι διατάξεις του συντάγματος υπόκειται σε αναθεώρηση (άρθρο 110 παρ. 1 Σ). Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις και συγκεκριμένα μία γενική ρήτρα και λίγες διατάξεις που αναφέρονται με αριθμό άρθρου και παραγράφου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, ειδικότερα:
·         Οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
·         Οι διατάξεις για την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ)
·         Η διάταξη για την ισότητα των Ελλήνων ενώπιων του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 Σ)
·         Η διάταξη για το ότι μόνο έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες (άρθρο 4 παρ. 4 Σ)
·         Η διάταξη για την απαγόρευση των τίτλων ευγένειας (άρθρο 4 παρ. 7 Σ)
·         Η διάταξη για το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ)
·         Η διάταξη για το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 3 Σ)
·         Η διάταξη για το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ. 1 Σ)
·         Οι διατάξεις της αρχής του χωρισμού των εξουσιών (άρθρο 26 Σ)
Οι διατάξεις που αναφέρονται με το άρθρο τους δεν αναθεωρούνται, αλλά η διατύπωσή τους μπορεί να τροποποιηθεί, αρκεί να διασώζεται το ουσιώδες ρυθμιστικό τους περιεχόμενο για παράδειγμα στο άρθρο 26 παρ.1 Σ που καθορίζει ότι τη νομοθετική λειτουργία την ασκούν ο ΠτΔ και η βουλή θα μπορούσε να προστεθεί και γερουσία.
Οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος είναι θέμα ερμηνείας που πρέπει να είναι στενή διότι αφορά εξαιρέσεις. Μορφή του πολιτεύματος είναι το σύστημα σχηματισμού της κρατικής εξουσίας.  Τη μορφή την καθορίζει η αριθμητική συγκρότηση του κυρίαρχου οργάνου. Ως βάση του πολιτεύματος νοούνται οι τρεις οργανωτικές βάσεις, δηλαδή η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, το αντιπροσωπευτικό σύστημα και ο χωρισμός των εξουσιών. Έτσι καταλήγουμε να θεωρούμε ως βάση και μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Όμως, η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων  αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 2 και 5 και ο χωρισμός των εξουσιών στο άρθρο 26.
Πρέπει να είμαστε πολύ φειδωλοί στον αποκλεισμό των διατάξεων από τη δυνατότητα να αναθεωρηθούν. Οπωσδήποτε τέτοιες διατάξεις είναι όσες θεσπίζουν τη λαϊκή κυριαρχία που εκφράζεται με άμεση, καθολική και μυστική ψήφο, το τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ βουλής άμεσα εκλεγμένης από τον λαό, το αιρετό του αρχηγού του κράτους, τη διάκριση αρχηγού και αρχηγού κυβερνήσεως, το κοινοβουλευτικό σύστημα και την υπουργική ευθύνη ενώπιον βουλής εκλεγμένης με άμεση και καθολική ψηφοφορία.
Το Σύνταγμα δεν περιέχει απαγόρευση για αναθεώρηση των διατάξεων του άρθρου 110 Σ. Αν όμως δεχθεί κανείς να καταργηθούν ή να περιορισθούν οι διατάξεις αυτού του άρθρου που ορίζουν ποιες διατάξεις δεν αναθεωρούνται τότε μια επόμενη αναθεώρηση μπορεί να τις θίξει. Επίσης, οι διατάξεις για την διαδικασία της αναθεώρησης δεν μπορούν να απλοποιηθούν παραπάνω διότι τότε χάνεται η διάκριση συντάγματος και νόμου και από αυστηρό Σύνταγμα θα είναι ήπιο.
Η δυνατότητα της εκτελεστικής εξουσίας να διαλύει τη βουλή δεν μπορεί να καταργηθεί γιατί τότε το σύστημα από  κοινοβουλευτικό γίνεται κυβερνώσης βουλής. Η διάλυση της βουλής μπορεί να αντικατασταθεί από δημοψήφισμα ή από συμμετοχή γερουσίας.
Η καθιέρωση άμεσης εκλογής του ΠτΔ επιτρέπεται εφόσον δεν θίγεται η τριγωνική κοινοβουλευτική σχέση αφού το ημιπροεδρικό σύστημα είναι είδος του κοινοβουλευτικού.  Τέλος μπορεί μια διάταξη να υπόκειται σε αναθεώρηση αλλά σε συνδυασμό με άλλες όχι.
Ο χρονικός περιορισμός: Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης. Η διάταξη αυτή θέλει να αποτρέψει την άμεση αμφισβήτηση των τροποποιήσεων στο Σύνταγμα και θεσπίστηκε στη συγκυρία του 1975.
Η πενταετία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης που θέτει σε ισχύ τις αναθεωρητέες  διατάξεις. Όσο διαρκεί η πενταετία δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του συντάγματος η οποία γίνεται με τη ψήφισή της από την αναθεωρητική βουλή και τη δημοσίευση του ψηφίσματος, το σύνταγμα όμως δεν ορίζει ότι δεν επιτρέπεται και η έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας, αυτή μπορεί να αρχίσει πριν εκπνεύσει η πενταετία αρκεί να τελειώσει μετά.
Ο χρονικός περιορισμός αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα ότι "οι διατάξεις του συντάγματος υπόκειται σε αναθεώρηση" (άρθρο 110 παρ. 1 Σ) και πρέπει να ερμηνεύεται στενά ακόμη και συσταλτικά οπότε η πενταετία θα μπορούσε να ισχύει για όσες διατάξεις άγγιξε η τελευταία αναθεώρηση και όχι για τις υπόλοιπες.
Η διαδικασία: Αρμόδιο όργανο είναι μόνο η βουλή. Από τη διαδικασία αποκλείεται κάθε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας.
Η διαδικασία έχει δύο φάσεις  ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται εκλογές ώστε ο λαός να κρίνει με την ψήφο του τις θέσεις των υποψηφίων και των κομμάτων για την αναθεώρηση. Στην πρώτη φάση η βουλή διαπιστώνει την ανάγκη της αναθεώρησης του συντάγματος και με απόφασή της (τη λεγόμενη "πράξη για την αναθεώρηση") καθορίζει ειδικά τις διατάξεις που μπορούν να αναθεωρηθούν. Μετά τις εκλογές η επόμενη βουλή που λέγεται αναθεωρητική κατά την πρώτη σύνοδό της αποφασίζει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις ("απόφαση για την αναθεώρηση").
Η διαδικασία ξεκινά με γραπτή πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών και ποτέ υπουργών που δεν είναι και βουλευτές. Η πρόταση προσδιορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις, συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση, παραπέμπεται για εξέταση σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και συζητείται στην ολομέλεια της βουλής, που  αποφασίζει για την κήρυξη των αναθεωρητέων - ορθότερα αναθεωρήσιμων - διατάξεων. Η αναθεωρητική βουλή συνιστά επίσης ειδική επιτροπή και τελικά αποφασίζει για τις διατάξεις που αναθεωρούνται.
Η προτείνουσα βουλή αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις με πλειοψηφία 180/300 του όλου αριθμού των βουλευτών σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους ένα τουλάχιστο μήνα. Η δεύτερη ψηφοφορία αφορά τις ίδιες  διατάξεις που εγκρίθηκαν κατά την πρώτη. Οι βουλευτές ψηφίζουν με ονομαστική ψηφοφορία και χωριστά για κάθε διάταξη. Στη συνέχεια η αναθεωρητική βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία (151/300) του όλου αριθμού των βουλευτών. Η απόφαση της βουλής που περιέχει τις αναθεωρούμενες διατάξεις λαμβάνεται με μία και μόνη ονομαστική ψηφοφορία και χωριστά για κάθε διάταξη.
Αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300) και όχι 180/300 τότε η επόμενη βουλή μπορεί να αποφασίσει για τις αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των μελών της. Με άλλα λόγια κάθε διάταξη χρειάζεται πλειοψηφία 180/300 στη μία βουλή και 151/300 στην άλλη. Όποια διάταξη έλαβε 180 ψήφους στην πρώτη βουλή χρειάζεται 151 στη δεύτερη και όποια έλαβε 151 ψήφους στην πρώτη βουλή χρειάζεται 180 στη δεύτερη.
Κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων των διατάξεων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως μέσα σε 10 ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη βουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμά της. Το ψήφισμα με τις αναθεωρημένες διατάξεις το δημοσιεύει ο ΠτΒ χωρίς ανάμειξη της εκτελεστικής εξουσίας διότι εδώ δεν προβλέπεται έκδοση.
Δεν υπάρχει καμία υποχρέωση από την πρώτη βουλή όταν κηρύξει τις αναθεωρητέες διατάξεις να διαλυθεί ούτε και η αναθεωρητική έχει τέτοια υποχρέωση όταν λάβει την απόφαση για την αναθεώρηση. Η αναθεωρητική συνεχίζει μετά ως κοινή.
Το εύρος της αρμοδιότητας της αναθεωρητικής βουλής: Στην πράξη οι προς αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις προσδιορίζονται μόνο αριθμητικά χωρίς οποιοδήποτε λεκτικό προσδιορισμό. Η πρώτη βουλή κηρύσσει τις αναθεωρητέες διατάξεις και η δεύτερη καθορίζει το περιεχόμενο των διατάξεων που αναθεωρούνται, ενώ μπορεί και να μη τις αναθεωρήσει καν. Μόνο με λεκτικό περιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων μπορεί η προηγούμενη βουλή να περιορίσει την  αρμοδιότητα της αναθεωρητικής. Π.χ. Λεκτικός περιορισμός: η βουλή προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 57.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου