Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ορισμός

Πρόταση εμπιστοσύνης είναι η αίτηση τη κυβέρνησης για τη λήψη απόφασης, κατά την οποία το κοινοβούλιο τάσσεται υπέρ του δεδομένου κυβερνητικού σχήματος και της κυβερνητικής πολιτικής.

Είδη προτάσεων εμπιστοσύνης

Άρθρο 84 παρ 1 εδ β Σ & άρθρο 141 παρ. 1 ΚΒ: "μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού, η κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε".
Η πρόταση εμπιστοσύνης διακρίνεται σε:
(α) Υποχρεωτική 
Συναντάται πρώτη κατά τη βουλευτική περίοδο και ακολούθως της συζήτησης των προγραμματικών της δηλώσεων η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να παρουσιαστεί στη βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Ο πρόεδρος της βουλής, μετά από συνεννόηση με τη κυβέρνηση, προσδιορίζει χρονικά το σημείο από το οποίο θα αρχίσει η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.  Σε ειδική ημερήσια διάταξη καταγράφονται η ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης καθώς και η πρόταση εμπιστοσύνης. 
Το Σύνταγμα ορίζει ρητή προθεσμία για την ex constitutione πρόταση εμπιστοσύνης της κυβέρνησης. Μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού, πραγματοποιείται υποχρεωτικά η πρώτη αυτή πρόταση εμπιστοσύνης. Αν η βουλή έχει διακόψει τις εργασίες της κατά το χρόνο αυτό, δεν επηρεάζεται και ο χρόνος παροχής εμπιστοσύνης. Αν κατά το σχηματισμό της κυβέρνησης οι εργασίες του κοινοβουλίου έχουν διακοπεί "καλείται μέσα σε 15 ημέρες να αποφασίσει για την πρόταση εμπιστοσύνης" (άρθρο 84 παρ 2 εδ α Σ).
(β) Δυνητική
Ο πρωθυπουργός με γραπτή ή και προφορική του δήλωση του ενώπιον της βουλής μπορεί οποτεδήποτε άλλοτε να ζητήσει εκ μέρους της κυβέρνησης ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο 141 παρ 4 εδ α ΚΒ). Πιθανή σχετική δήλωση του πρωθυπουργού σε άλλο χώρο στερείται νομικής δεσμευτικότητας. Η πρόταση εμπιστοσύνης καταγράφεται επίσης σε ημερήσια διαταξη. Δύο ημέρες μετά την υποβολή της πρότασης ξεκινά η συζήτηση και ολοκληρώνεται με ψηφοφορία.

Η απόσυρση της εμπιστοσύνης από τη βουλή

Από τη στιγμή που η κυβέρνηση πάρει τη ψήφο εμπιστοσύνης θεωρείται ως δεδομένο ότι τη διατηρεί για όλη τη διάρκεια του βίου της, εκτός και αν παρουσιαστεί δεδηλωμένη κοινοβουλευτική δυσπιστία. Δεν προβλέπεται συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός ως προς την παροχή της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή μέσα στο διάστημα της βουλευτικής περιόδου. Η βουλή έχει το δικαίωμα με απόφασή της, οποιαδήποτε στιγμή να άρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση συλλογικά ή από μέλος αυτής (άρθρο 84 παρ 2 εδ α Σ).
Η απόσυρση της εμπιστοσύνης είναι προϊόν εκ νέου ψηφοφορίας στη βουλή και μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε από πρόταση εμπιστοσύνης που θέτει η κυβέρνηση η ίδια, είτε από πρόταση δυσπιστίας με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης.
Σχετικά με την πλειοψηφία που είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η ψήφος εμπιστοσύνης, το Σύνταγμα προβλέπει τα εξής "Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (άρθρο 84 παρ 6 εδ α Σ και άρθρο 14 παρ 6 ΚΒ). Το Σύνταγμα κάνει αναφορά στην απόλυτη πλειοψηφία, όχι επί του συνόλου αλλά απί των παρόντων θέτοντας όμως ελάχιστο όριο (120/300) Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ 5 του Συντάγματος, η πρόταση εμπιστοσύνης γίνεται αποδεκτή εάν συγκεντρώσιει την πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα 2/5=120/300 του συνολικού αριθμού των βουλευτών, αντιθέτως, η πρόταση δυσπιστίας απαιτεί τη συγκέντρωση της απόλυτης πλειοψηφίας του συνόλου των βουλευτών (151/300).
Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι διαφορετική από αυτή του άρθρου 37 κατά την οποία απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου για την ανάδειξη της κυβέρνησης. Η διαφοροποίηση αυτή, βέβαια, έχει πρακτική σημασία μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο αριθμός των παρόντων βουλευτών είναι διαφορετικός από το σύνολο αυτών, μόνο στην περίπτωση αποχής ανοχής, στην οποία στη συνεδρίαση που διεξάγεται για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης δεν είναι παρόντες όλοι οι βουλευτές. Με  τη συνταγματική αυτή ρύθμιση διευκολύνεται συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά, η οποία ανέχεται συγκεκριμένο κυβερνητικό σχήμα, με σκοπό να τερματιστεί πολιτική κρίση ή ακυβερνησία, δεν προβαίνει όμως στη ρητή έκφραση εμπιστοσύνης. Η αποχή λαμβάνει τη θέση της ανοχής. Εφόσον όμως η αποχή ανοχής εκδηλωθεί πριν από το σχηματισμό κυβέρνησης, δημιουργείται το ερώτημα, αν για την ανάδειξη της απαιτούνται 151 ψήφοι ή αν είναι αρκετές 120. Παρόλα αυτά μπορεί να γίνει δεκτό το ότι όποια πλειοψηφία απαιτείται για να αναδειχθεί κυβέρνηση, η ίδια πλειοψηφία είναι απαραίτητη και για τη διατήρησή της.
Τα μέλη της κυβέρνησης αφού διοριστούν και έχει προηγηθεί παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της βουλής προς την κυβέρνηση, διαθέτουν την εμπιστοσύνη της βουλής και κατά συνέπεια δεν έχουν την υποχρέωση ούτε το δικαίωμα να ζητήσουν ατομικά την ψήφο εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Αξίζει να υπογραμμιστεί πως η άρση της εμπιστοσύνης της βουλής (πρόταση δυσπιστίας) μπορεί να γίνει ξεχωριστά για κάποιον υπουργό ή υφυπουργό.

Κοινοβουλευτική διαδικασία

Δύο ημέρες μετά την υποβολή της πρότασης εμπιστοσύνης, ξεκινά η συζήτηση της σχετικής πρότασης με εξαίρεση την περίπτωση πρότασης δυσπιστίας οπότε η κυβέρνηση μπορεί να ζητήση να αρχείσει αμέσως η συζήτηση η οποία δε μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της (άρθρο 84 παρ 4 Σ).
Αν διαπιστωθεί ότι η πρόταση δυσπιστίας υπογράφεται από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών (1/6=50/300 βουλευτές) και εφόσον περιλαμβάνει σαφώς διατυπωμένα τα θέματα γύρω από τα οποία θα περιστραφεί η συζήτηση, το κοινοβούλιο διακόπτει για 2 ημέρες τις εργασίες του, με εξαίρεση την περίπτωση που η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει άμεσα η συζήτηση σχετικά με την πρόταση δυσπιστίας.
Μόλις ολοκληρωθεί η συζήτηση, ξεκινά η διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την πρόταση εμπιστοσύνης (ονομαστικά), υπάρχει και δυνατότητα αναβολής της για 48 ώρες μετά από αίτημα της κυβέρνησης (άρθρο 84 παρ 5 Σ).
Η ψηφοφορία για τις προτάσεις εμπιστοσύνης είναι πάντοτε ονομαστική. Υπουργοί και Υφυπουργοί συμμετέχουν στην ψηφοφορία, εάν αποτελούν μέλη της βουλής (άρθρο 84 παρ 7 Σ).

Αρχή της κοινοβουλευτικής διατήρησης της κυβέρνησης

Η διατήρηση της κυβέρνησης με την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, αποτελεί μια σημαντική διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε την περίοδο 1864-1875. Τη συγκεκριμένη περίοδο διαπιστώνουμε ότι οι κυβερνήσεις διατηρούνταν στην εξουσία με την προϋπόθεση ότι διέθεταν την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου και επίσης υπέβαλλαν την παρίτησή τους εφόσον καταψηφίζονταν. Είχαμε δηλαδή εφαρμογή της συνταγματικής αρχής κατά την οποία "η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής" (άρθρο 84 παρ 1 Σ).  Παρόλα αυτά η αρχή αυτή εφαρμόζονταν τότε μόνο εφόσον η βουλή ήταν παρούσα.Συμπεραίνουμε, ότι το πρώιμο κοινοβουλευτικό σύστημα λειτούργησε αποτελεσματικά ως ένα βαθμό.
Δύο είναι οι μορφές της θεμελιώδους αυτής κοινοβουλευτικής αρχής, η θετική και η αρνητική που οδηγούν στην ανάλυση της στους εξής μερικότερους κανόνες:
(α) Θετική διατύπωση αρχής: εννοείται η διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία μόνο αν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο.
(β) Αρνητική διατύπωση αρχής: εννοείται η υποχρέωση παραίτησης της κυβέρνησης στη περίπτωση κατά την οποία καταψηφιστεί από το κοινοβούλιο.
Οι δύο αυτές επιμέρους μορφές της αρχής της κοινοβουλευτικής διατήρησης της κυβέρνησης συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Η εφαρμογή της μίας οδηγεί αναγκαία και στην εφαρμογή της δεύτερης. Αφού η κυβέρνηση, διατηρείται στην εξουσία μετά από την έφκραση εμπιστοσύνης που της παρέχει το κοινοβούλιο, λογικά θα απομακρύνεται μετά από την έκφραση της δυσπιστίας αυτού.

Το σύνταγμα του 1975/86 περιέχει την πληρέστερη (σε σχέση με τα προηγούμενα ελληνικά συντάγματα) τυποποίηση τόσο της κοινοβουλευτικής αρχής όσο και της αρχής της δεδηλωμένης. Η κοινοβουλευτική αρχή δηλαδή η αρχή της εξάρτησης της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της βουλής αποτυπώνεται υπό τον τίτλο "Σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης" στο άρθρο 84 παρ 1 Σ: "Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. Μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού η κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. Η βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά το σχηματισμό της κυβέρνησης, καλείται μέσα σε 15 ημέρες να αποφανθεί για την πρόταση εμπιστοσύνης".

Η παραπάνω αρχή η οποία έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ισχύει σε κάθε περίπτωση διορισμού νέας κυβέρνησης είτε αφού έχουν προηγηθεί γενικές βουλευτικές εκλογές είτε κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί μόνο ο διορισμός "εκλογικής" κυβέρνησης, είτε "οικουμενικού" είτε "υπηρεσιακού" χαρακτήρα μετά την ατελέσφορη κατάληξη της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών (άρθρο 37 παρ. 3 Σ).
Η εκλογική κυβέρνηση δεν έχει την υποχρέωση να εμφανίζεται ενώπιον της βουλής καθώς ο διορισμός της συμπίπτει χρονικά με τη διάλυση της τελευταίας. Ούτε η υπηρεσιακή κυβέρνηση του άρθρου 37 Σ η οποία σχηματίζεται με πρωθυπουργό έναν από τους τρεις προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων δεν έχει τη δυνατότητανα ζητήσει και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου εφόσον αποτελεί διάλυση κοινοβουλίου λόγω αδυναμίας σχηματισμού κοινοβουλευτικά βιώσιμης κυβέρνησης. Δεν είναι όμως απίθανο, μια κυβέρνηση συνασπισμού ή αλλιώς μια κυβέρνηση " από όλα τα κόμματα της βουλής" να εμφανιστεί ενώπιον της βουλής και να ζητήσει και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης πχ η "οικουμενική" κυβέρνηση του Ξ.Ζολώτα που σχηματίστηκε τον Νοέμβριο του 1990 και την κοινοβουλευτική στήριξη όλων των κομμάτων.




Βιβλιογραφία:
Δημητρόπουλος"Γενική συνταγματική Θεωρία", 2004
Δημητρόπουλος "Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήματος και η ανάδειξη της κυβέρνησης",1988
www.parliament.gr


Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ




ΕΝΝΟΙΑ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ & ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗ
Συντακτική Συνέλευση ονομάζεται η συνέλευση που καλείται να δημιουργήσει και να ψηφίσει νέο Σύνταγμα ενός κράτους εγκαθιστώντας έτσι ένα νέο πολίτευμα. Η Συντακτική συνέλευση διακρίνεται από την αναθεωρητική βουλή, η οποία καλείται να αναθεωρήσει απλώς διατάξεις του ήδη ισχύοντος Συντάγματος με βάση τους κανόνες που προβλέπει το ίδιο το εν ισχύ Σύνταγμα για την τροποποίησή του. Η διαφορά έγκειται στο ότι η Συντακτική βουλή ψηφίζει από το μηδέν νέο σύνταγμα, ενώ η αναθεωρητική απλώς μεταβάλλει το υπάρχον.
ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΕΙΤΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Α.            Συντακτική βουλή συγκροτείται συνήθως σε περίπτωση εμφάνισης συνταγματικού κενού, όταν δηλαδή κάποιο απότομο πολιτικό γεγονός οδηγεί στην κατάλυση του προηγούμενου συνταγματικού και πολιτειακού καθεστώτος. Το σύνταγμα και οι πολιτειακοί θεσμοί που ίσχυαν μέχρι τότε παύουν να υφίστανται, και καλείται η συντακτική βουλή να αναπληρώσει το κενό αυτό θεσπίζοντας ένα νέο σύνταγμα. Τέτοιο συνταγματικό κενό δημιουργείται κυρίως μετά από μια επανάσταση ή ένα πραξικόπημα. Π.χ. στη Γαλλία, πολλά συντάγματα έχουν θεσπιστεί ανάμεσα στο 1791 και το 1804, λόγω βιαίας διαδοχής των πολιτευμάτων λόγω της Γαλλικής Επανάστασης.
Β.            Αυτό το συνταγματικό κενό μπορεί επίσης να δημιουργηθεί κατά την εμφάνιση ενός νέου Κράτους, οπότε η Βουλή για πρώτη φορά θα κληθεί να ασκήσει τη συντακτική εξουσία και να δημιουργήσει Σύνταγμα. Παράδειγμα, το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας του 1822, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», που προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία και απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και ορισμένων νήσων. Τέλος, συνταγματικό κενό μπορεί να εμφανιστεί και λόγω πολέμου. Π.χ. το ισχύον Σύνταγμα του Ιράκ, ή το Σύνταγμα της Δυτικής Γερμανίας του 1945.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Ιανουαρίου 1822, το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος.
Συντακτική ήταν και η εθνοσυνέλευση του 1843-1844, η «της Γ΄ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνελεύσις», που ψήφισε το Σύνταγµα του 1844, µε το οποίο θεσπιζόταν το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας.
Στη συνέχεια η Β' Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων (1863-1864) συνέταξε το Σύνταγμα του 1864 με το οποίο το πολίτευμα της Ελλάδος άλλαξε από τη συνταγματική μοναρχία στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας.
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ' Εθνική Συνέλευση, και αποφάσισε την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις εργασίες της για την κατάρτιση νέου Συντάγματος, λόγω του πραξικοπήματος του Στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου που εξερράγη στις 30 Ιουνίου 1925.
·         Η Βουλή της Α΄ Περιόδου (1926)
Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε το 1926 η συντακτική «Βουλή της Α΄ Περιόδου» που ψήφισε το Σύνταγμα του 1927.

 ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΒΟΥΛΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
·         Η διπλή αναθεωρητική βουλή του 1911
Η Β΄ Αναθεωρητική Βουλή του 1911, δεν αναθεώρησε απλώς το Σύνταγμα του 1864, αλλά θέσπισε το νέο Σύνταγμα του 1911, καθόσον λόγω του στρατιωτικού κινήματος στο Γουδί το 1909, το Σύνταγμα του 1911 εψηφίσθη κατά τρόπον συνταγματικώς ανώμαλον. Πρώτον, διότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1864 περί της διαδικασίας αναθεώρησης, το οποίο προέβλεπε ότι έπρεπε μετά από δίμηνο να ψηφισθεί εκ νέου η πρότασις της αναθεωρήσεως, κάτι που δεν έγινε. Δεύτερον, διότι περιέλαβε, πέρα των διατάξεων που είχαν καθοριστεί να αναθεωρηθούν, όλες τις διατάξεις του Συντάγματος του 1864 εκτός των θεμελιωδών.
·         Η Δ' Aναθεωρητική Bουλή (1946)
Η Δ' Aναθεωρητική Bουλή δεν κατέστη ικανή να δώσει Σύνταγμα και για το λόγο αυτόν διελύθη, χωρίς όμως να προκηρυχθούν εκλογάς για άλλη Aναθεωρητική βουλή και έτσι η χώρα βρέθηκε σε συνταγματικό αδιέξοδο. Η χώρα βγήκε από το αδιέξοδο, αφού οι αρχηγοί των κομμάτων δέχθηκαν ως Σύνταγμα την Έκθεση που είχε συντάξει η Δ' Aναθεωρητική Βουλή του 1946, και έτσι θεσπίστηκε το Σύνταγμα του 1952. Το Σύνταγμα αυτό ίσχυσε έως το 1967, οπότε και καταλύθηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών, χωρίς να αναθεωρηθεί ενδιάμεσα.
·         Η Ε' Αναθεωρητική Βουλή (1974)
Από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, τις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της χούντας προέκυψε η Ε' Αναθεωρητική Βουλή που επεξεργάσθηκε την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952, και τον Ιούνιο του 1975 ψήφισε το Σύνταγμα του 1975 που ορίζει ως πολίτευμα της χώρας την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Πηγή: Βικιπαίδεια

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ

Χαρίλαος Τρικούπης
Το Σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα τη βασιλευόμενη αντιπροσωπευτική (μη κοινοβουλευτική) δημοκρατία και παρόλο που παρέμεινε τυπικά αμετάβλητο μέχρι το 1911 στην πράξη υπέστη μεταβολή το 1875 με την εισαγωγή και καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος η οποία δεν επέφερε και μεταβολή κάποιας συνταγματικής διάταξης ή ακόμα, αναθεώρηση του Συντάγματος.

Η αυθαίρετη αντικατάσταση κυβερνήσεων από μέρους του βασιλιά Γεωργίου Α και οι προσωπικές κυβερνήσεις μειοψηφίας που λάμβαναν την εξουσία από το 1868, επειδή απολάμβαναν την εύνοια του βασιλιά, προκαλούσαν δυσφορία στον τότε πολιτικό κόσμο. Επίσης η μία κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα. Χαρακτηριστικό είναι πως μέσα σε τρία χρόνια και πέντε μήνες διεξήχθησαν τέσσερις φορές εκλογές, την περίοδο 1872-1875.

Οι εκλογές του 1874 δεν έδωσαν πλειοψηφία σε κανένα κόμμα με αποτέλεσμα να εντείνονται οι προσπάθειες παραβίασης του αδιάβλητου των εκλογών, να συνεχίζονται οι εκβιασμοί και η άσκηση βίας εις βάρος των ψηφοφόρων να πολλαπλασιάζεται. Η κατάσταση αυτή της διαφθοράς έκανε επιτακτική την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού σκηνικού.

Άρθρο Χ. Τρικούπη (29-6-1874), εφημερίδα "Καιροί"
Ένας πρωτοεμφανιζόμενος πολιτικός άνθρωπος, ο Χαρίλαος Τρικούπης, στάθηκε αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων. Συνειδητοποίησε πως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας δεν ήταν ευεργετικός για την πρόοδό της, ούτε σύμφωνος με τις πολιτικές τουπεποιθήσεις.  Πίστευε πως η λύση για την πολιτική αστάθεια της χώρας ήταν η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στα κόμματα πλειοψηφίας και την αντίστοιχη απαγόρευση αυτού του δικαιώματος σε κομματικές μειοψηφίες ώστε να δημιουργηθούν σταθερές κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Με το άρθρο του "Τις πταίει" που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στις 29 Ιουνίου του 1874 στην εφημερίδα "Καιροί", κατέκρινε τις κυβερνήσεις μειοψηφίας που έλαβαν εξουσία από 1868 και μετά ενώ δεν συγκέντρωναν την αποδοχή του λαού ούτε την εμπιστοσύνη της βουλής, τύγχαναν όμως βασιλικής εύνοιας. Χαρακτήριζε τις εκλογές νόθες και στιγμάτιζε τη πολιτική του βασιλιά. Παρόλο το άρθρο, η κρίση συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες.

Τον Απρίλιο του 1875, ο βασιλιάς θέλησε να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Α. Κουντουριώτη που αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και πρότεινε στον βασιλιά τον Τρικούπη για πρωθυπουργό αν και δεν ήταν ούτε υπουργός.  Αυτός δέχτηκε την πρωθυπουργία του Τρικούπη δίνοντας τη δυνατότητα διεξαγωγής αδιάβλητων εκλογών ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού. Ο Τρικούπης οδήγησε τη χώρα σε εκλογές 18-21 Ιουλίου 1875 και αφού τερματίστηκαν, η νέα βουλή συνεδρίασε για πρώτη φορά 11/8/1875 οπότε εκφωνήθηκε ο βασιλικός λόγος τον οποίο είχε γράψει ο Τρικούπης. Με το λόγο αυτό ο Τρικούπης ανέδειξε το πρότυπο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο τις ενέργειες των βουλευτών ακολουθεί η πολιτική ευθύνη και η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τους βουλευτές μέσω των παρατάξεων πλειοψηφίας στις οποίες υπάγονται. Ο βασιλιάς παραιτείται από ορισμένες εξουσίες του, όπως το δικαίωμα διάλυσης της βουλής και ανάδειξης υπουργών και πρωθυπουργού.

Από το 1875, χρονολογία σταθμό για τη μετέπειτα πολιτική ζωή, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα μεταβάλλεται. Με τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωμένης και τις μετατροπές που επέφερε στο κυβερνητικό σύστημα αρχίζει μια νέα περίοδος κοινοβουλευτισμού.  Η περίοδος αυτή διακρίνεται σε δύο φάσεις, η πρώτη φάση καλύπτει το διάστημα από 1875 έως 1927 ενώ η δεύτερη φάση από 1972 ως το 1986.

Η δεδηλωμένη είναι συνταγματικοπολιτκή κατάσταση που αφορά τη στάση του κοινοβουλίου απέναντι στη νέα κυβέρνηση που πρόκειται να σχηματιστεί. Συγκεκριμένα, πρόκειται για εμπιστοσύνη που δείχνει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία προς τη νέα κυβέρνηση πριν ακόμη γίνει αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης.

Η αρχή της δεδηλωμένης σε αντίθεση με τη δεδηλωμένη αποτελεί συνταγματικό κανόνα, κανόνα δικαίου απο τον οποίο προκύπτει ότι επιβάλλεται ο διορισμος κυβέρνησης πλειοψηφίας αυτής δηλαδή που συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών και απαγορεύεται ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας. Απαρτίζεται από δύο διαστάσεις με κριτήριο την θετική της και την αρνητικής έννοια. Πρόκειται για τη δεδηλωμένη πλειοψηφία και τη δεδηλωμένη μειοψηφία. Αν και ο όρος δεδηλωμένη αναφέρεται στη δεδηλωμένη πλειοψηφία, ουσιαστικά περικλείει και τη δεδηλωμένη μειοψηφία.  Η αρχή της δεδηλωμένης υπαγορεύει την ανάδειξη κυβέρνησης πλειοψηφίας ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει κατηγορηματικά τον διορισμό κυβέρνησης μειοψηφίας. Συνεπώς, η μία όψη της αρχής απαγορεύει την άλλη αλλά και η θετική διάσταση υπερισχύει της αρνητικής. Για να διοριστεί η κυβέρνηση πρέπει να κερδίσει τη δεδηλωμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη διαφορετικά  όταν δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία, δεν υπάρχει και δεδηλωμένη εμπιστοσύνη, υπάρχει η βούληση της βουλής ως δεδηλωμένη δυσπιστία με αποτέλεσμα να μη διορίζεται η κυβέρνηση.

Η έννοια του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν είναι ενιαία. Το κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελείται από τρεις μερικότερες διαστάσεις. Η εξάρτηση της κυβέρνησης από τη βουλή έχει αρχικά τη μορφή της ανάδειξης της κυβέρνησης, τη μορφή του ελέγχου και τη μορφή της διατήρησης. Επομένως όταν μιλάμε για κοινοβουλευτική αρχή εννοούμε:
(α) Την ανάδειξη της κυβέρνησης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (εδώ ανήκουν και οι διερευνητικές εντολές).
(β) Τον  κοινοβουλευτικό έλεγχο από τη βουλή με τη μορφή της πολιτικής ευθύνης των υπουργών και τέλος,
(γ) Τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία, μέσω της ψήφου εμπιστοσύνης.

Η αρχή της δεδηλωμένης δεν ταυτίζεται με το κοινοβουλευτικό σύστημα αλλά αποτελεί μερικότερη διάσταση αυτού. Το κοινοβουλευτικό σύστημα με τη καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης ολοκληρώνεται και τελειοποιείται. Η αρχή της δεδηλωμένης οδήγησε στην μεταβολή και εξέλιξη του πολιτεύματος ενώ συνέβαλε στην ενδυνάμωση της θέσης της πλειοψηφίας στην πολιτική ζωή και στην ενίσχυση της κομματικής Δημοκρατίας.

Η σχετική ή ατελής αρχή της δεδηλωμένης είναι η πρώτη μορφή δεδηλωμένης που εμφανίστηκε στα ελληνικά συντάγματα από 1875 και έπειτα. Σύμφωνα με αυτή όταν πριν από το διορισμό της κυβέρνησης υπάρχει δεδηλωμένη πλειοψηφία και βούληση στο κοινοβούλιο, τότε επιβάλλεται ο διορισμός της κυβέρνησης πλειοψηφίας αυτής δηλαδή που υποδεικνύει η πλειοψηφία και απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας, όταν όμως δεν σχηματιστεί πλειοψηφία στο κοινοβούλιο τότε είναι δυνατός ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας.  Πρόκειται για αρχική μορφή δεδηλωμένης με ατελές περιεχόμενο και στενότερη έννοια. 

Η απόλυτη ή τέλεια αρχή της δεδηλωμενης θεμελιώνεται για πρώτη φορά στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1986 όπου είναι αυτή που ρυθμίζει πως ως κυβέρνηση διορίζεται αυτή που υποδεικνύεται από την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, όταν αυτή υπάρχει. Όταν όμως δεν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία τότε απαγορεύεται ο διορισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και προκηρύσσονται εκλογές. Σε αντίθεση με την ατελή αρχή της δεδηλωμένης, η τέλεια αρχή της δεδηλωμένης απαγορεύει σε κάθε περίπτωση το διορισμό κυβέρνησης μειοψηφίας και επιτάσσει την απόπειρα σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης μεσω των διερευνητικών εντολών. Αν αποτύχει η διαδικασία αυτή, το Σύνταγμα ορίζει τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων και ως επόμενο στάδιο, επειδή δεν βρέθηκε λύση, την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την κυβέρνηση μειοψηφίας ούτε ως τακτικής ούτε ως προεκλογικής. Έτσι η αρχή της δεδηλωμένης ολοκληρώνεται και αποκτά καθολικό περιεχόμενο.

Η οιονεί δεδηλωμένη είναι η κατάσταση στο κοινοβούλιο κατά την οποία υπάρχει μεν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απουσιάζει όμως η αναγκαία θέληση της συγκεκριμένης πλειοψηφίας να σχηματίσει κυβέρνηση. Δύο είναι οι συνθήκες που πρέπει να συντρέχουν για την ύπαρξη οιονεί δεδηλωμένης.Πρόκειται για την ανάδειξη κατά τη λήξη των εκλογών δεδηλωμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ικανής να σχηματίσει κυβέρνηση και την απουσία δεδηλωμένης εμπιστοσύνης. Η οιονεί δεδηλωμένη είναι όπως και δεδηλωμένη, πραγματική κατάσταση. Στην πραγματικότητα όμως η οιονεί δεδηλωμένη δεν είναι δεδηλωμένη, εφόσον δεν συνδυάζει το οντοτολογικό με το βουλητικό στοιχείο.  Στις περιπτώσεις οιονεί δεδηλωμένης όπου η πλειοψηφία παραιτείται από το σχηματισμό κυβέρνησης, το Σύνταγμα προβλέπει τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων και μόνο εφόσον δεν βρεθεί λύση, διαλύεται η βουλή. 

Συμπερασματικά, η αρχή της δεδηλωμένης αποτελεί την κορυφαία αρχή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Εισάγεται στο ελληνικό συνταγματικό οικοδόμημα στο Σύνταγμα του 1986. Μέχρι τότε ενσωματωνόταν στις αρχές του πολιτεύματος χωρίς να κατοχυρώνεται συνταγματικά. Ρυθμίζει τον τρόπο ανάδειξης της κυβέρνησης  και η εφαρμογή της προϋποθέτει την ύπαρξη πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο που να υποστηρίζει συγκεκριμένο κυβερνητικό σχηματισμό. Με την καθιέρωσή της, το κοινοβουλευτικό σύστημα ολοκληρώνεται και προσλαμβάνει την πιο σύγχρονη μορφή του.

 Βιβλιογραφία:
Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, 1981
Γεωργοπουλος, Επίτομο Συνταγματικό δίκαιο, 2001
Δημητρόπουλος, Η αρχή της δεδηλωμένης, 1991
Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική θεωρία, 2004
Μαυριάς, Συνταγματικό δίκαιο, 2004
Τσάτσος, Συνταγματικό δίκαιο, 1994



Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 37 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Ορισμός κυβέρνησης και αρμοδιότητες

Η κυβέρνηση είναι κεντρικό, συλλογικό, πολιτικό, άμεσο όργανο του κράτους με μεγάλη σπουδαιότητα και σημαντικό ρόλο. Είναι όργανο συνεχές και διαθέτει ιεραρχική δομή σε αντίθεση με άλλα όργανα του κράτους όπως η βουλή. Επιπλέον, είναι όργανο γενικής αρμοδιότητας καθόσον η αρμοδιότητά της δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο θέμα.
Βασική αρμοδιότητα της κυβέρνησης είναι ο καθορισμός της γενικής  πολιτικής της χώρας (άρθρο 82 παρ. 1Σ).
Άλλες αρμοδιότητες που έχει η κυβέρνηση είναι:

Εκτελεστικές αρμοδιότητες:
  • διοίκηση ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 45Σ)
  • αναπλήρωση ΠτΔ & άσκσηση των αρμοδιότήτων του κατά τη διάρκεια της αναπλήρωσης (άρθρο 34 παρ. 1Σ)
  • προυπογραφή του Προέδρου περί πολέμου, συνθηκών ειρήνης (άρθρο 36Σ)
Νομοθετικές αρμοδιότητες:
  • πρόταση νόμων (άρθρο 73Σ)
  • πρόταση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 44 παρ 1Σ)
  • πρόταση διεξαγωγής εθνικού δημοψηφίσματος (άρθρο 44 παρ 1Σ)
  • πρόταση ενεργοποίησης του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας και έκδοσης πράξεων νομοθετικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια ισχύος του (άρθρο 48 παρ 1,2,5Σ)
Τέλος, η κυβέρνηση συμπράττει με την εκ του Συντάγματος παρουσία και συμμετοχή της στη διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου, που αποτελεί, πέραν του νομοθετικού, βασικό έργο της βουλής, εδώ ανήκει η:

  • πρόταση εμπιστοσύνης της κυβέρνησης από τη βουλή (άρθρο 84 παρ 1Σ)

Είδη κυβερνήσεων

  • Αναφορικά προς τις εκλογές μια κυβέρνηση μπορεί να διακριθεί σε προεκλογική (διορίζεται πριν τις εκλογές για την διεξαγωγή τους), εκλογική (διορίζεται αμέσως μετά τις εκλογές ως άμεσο αποτέλεσμά τους) και μετεκλογική (δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα εκλογών αλλά αποτέλεσμα μετεκλογικών συνασπισμών ή κοινοβουλευτικών ανακατατάξεων).
  • Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η διάκριση της κυβέρνησης σε μειοψηφίας και πλειοψηφίας. 
  •  Μια κυβέρνηση διακρίνεται σε μονοκομματική, συνασπισμού και οικουμενική, ανάλογα με τον αριθμό των κομμάτων που συμμετέχουν στη σύνθεσή της.
  • Ακόμα, μια κυβέρνηση μπορεί να διακριθεί σε τακτική και έκτακτη ή ειδική. Η κυβέρνηση είναι συνήθως τακτική, αφού αναδεικνύεται για να ασκήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων της, να καθορίσει τη γενική πολιτική της χώρας. Οι προσωρινές ή έκτακτες κυβερνήσεις αν και από νομική άποψη διατηρούν το σύνοο των αρμοδιοτήτων τους, εντούτοις αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης αποστολής, για παράδειγμα, σε ανώμαλες περιόδους αναλαμβάνει την εξασφάλιση ομαλών συνταγματοπολιτικών συνηθών.  Διαφέρει από την υπηρεσιακή που βασική της αποστολή είναι η διενέργεια εκλογών.
  • Η κυβέρνηση διακρίνεται σε κοινοβουλευτικής, εξωκοινοβουλευτικής και μικτής σύνθεσης, ανάλγα με το αν αποτελείται από κοινοβουλευτικά ή εξωκοινοβουλευτικά μέλη ή αν συμπεριλαμβάνει υπουργούς που προέρχονται και από τους δύο χώρους.
  • Τέλος, υπάρχει η κυβέρνηση de facto που αποτελεί εξωσυνταγματικό μόρφωμα.

 Η ανάδειξη της κυβέρνησης

 Ο όρος "διορισμός" της κυβέρνησης διαφέρει από την "ανάδειξη" της κυβέρνησης αφού η ανάδειξη είναι το όλο ενώ ο διορισμός μέρος του όλου.

Η γενικότερη διαδικασία της ανάδειξης της κυβέρνησης πραγματοποιείται σε δύο μερικότερα στάδια:
(α) στο στάδιο της ανάδειξης του πρωθυπουργού και 
(β) στο στάδιο της ανάδειξης των υπουργών.

Ο σχηματισμός της κυβέρνησης συντελείται με την υπογραφή δύο προεδρικών διαταγμάτων. Με το πρόωτο διορίζεται ο πρωθυπουργός και με το δεύτερο διορίζονται οι υπουργοί μετα από πρόταση του πρωθυπουργού. Οι δύο αυτές φάσεις προκύπτουν απευθείας από το Σύνταγμα, από το άρθρο 37 παρ. 1, το οποίο αναφέρεται καταρχήν στον διορισμό του πρωθυπουργού και κατά δεύτερο στο μετά από πρόταση του διορισμό και παύση των υπουργών.
Αυτά τα δύο στάδια δεν ήταν διακριτά όταν υπήρχε συνταγματική μοναρχία. Άρχισαν όμως να διακρίνονται όσο απομακρυνόταν από την εξουσία του ανώτατου άρχοντα η ανάδειξη της κυβέρνησης.  Η ανάδειξη του πρωθυπουργού προηγείται χρονικά και ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες από τη διαδικασία ανάδειξης των υπουργών.

Πρώτο στάδιο ανάδειξης του πρωθυπουργού:
Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ανάδειξης του πρωθυπουργού είναι η πρόταση. Το Σύνταγμα αναφέρεται ρητά και στην "πρόταση για πρωθυπουργό" (άρθρο 37, 38Σ). Η πρόταση πρωθυπουργού ανήκει στα πολιτικά κόμματα.  Ο αρχηγός του κόμματος της πλειοψηφίας είναι προτεινόμενος πρωθυπουργός (άρθρο 37 παρ 2 εδ α Σ). Εντολοδόχοι πρωθυπουργοί είναι οι αρχηγοί των κομμάτων (άρθρο 37 παρ 2,3 Σ). Αν δεν υπάρχει αρχηγός ή εκπρόσωπος, πρωθυπουργό προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος (άρθρο 37 παρ 4Σ). Αν ο πρωθυπουργός παραιτηθεί ή εκλείψει, πρωθυπουργό προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος (άρθρο 38 παρ 2Σ). Σε όλες τις περιπτώσεις ο ΠτΔ οφείλει να διορίσει τον προτεινόμενο καθώς η πρόταση έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. 
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή ο εκπρόσωπος του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο ΠτΔ δίνει την εντολή σε αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Η πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον ΠτΔ τη δύναμη των κομμάτων στη βουλή. Η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής (άρθρο 37 παρ. 4).

Διερευνητικές εντολές όταν δεν υπάρχει κυβέρνηση πλειοψηφίας: 
Όταν δεν υπάρχει πλειοψηφία, ακολουθείται η διερευνητική διαδικασία. Διερευνητική διαδικασία είναι η συνταγματική διαδικασία που μεσολαβεί όταν δεν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία, προκειμένου να σχηματιστεί δεδηλωμένη.
Η όλη διαδικασία διακρίνεται σε δύο στάδια:
(α) το στάδιο των διερευνητικών εντολώ και
(β) το στάδιο της σύγκλησης των αρχηγών.
Συνταγματική προϋπόθεση της μεσολάβησης της διερευνητικής εντολής είναι ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία. Αντίθετα αν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία, δεν μεσολαβεί η διερευνητική διαδικασία ή αν έχει αρχίσει, διακόπτεται.
Α στάδιο διερευνητικής διαδικασίας:
Συγκεκριμένα, στο στάδιο των διερευνητικών εντολών, αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, ο ΠτΔ παρέχει δ.ε. στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία των εδρών, προκειμένου να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο ΠτΔ παρέχει δ.ε. στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και σε περίπτωση που και αυτή δεν τελεσφορήσει, η εντολή δίνεται στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Είναι δυνατή η παροχή και τέταρτης δ.ε. αν κόμματα είναι ισοδύναμα σε βουλευτικές έδρες. Στην περίπτωση αυτή, προηγείται το κόμμα που έλαβε περισσότερες ψήφους στις εκλογές. Επίσης, νεοσχηματισμένο κόμμα με κοινοβουλευτική ομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα του κανονισμού της βουλής, έπεται του παλαιότερου με ίσο αριθμό εδρών σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 37 του Συντάγματος. 
Κάθε δ.ε. διαρκεί μέχρι τρεις ημέρες. Στην πράξη μπορεί να διαρκέσει πολύ λιγότερο ή και να μην αναληφθεί καθόλου, αν είανι γνωστό το ανέφικτο σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. Σκόπιμο είναι, να αναλαμβάνονται δ.ε. από πολιτικά κόμματα που μπορούν να επιτύχουν κοινοβουλευτικά βιώσιμες λύσεις. 
Β στάδιο διερευνητικής διαδικασίας:
Όσον αφορά το στάδιο της σύγκλησης των αρχηγών, αναφέρεται πιο συγκεκριμένα ότι σε περίπτωση που αποτύχουν οι δ.ε., ο ΠτΔ καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων για να συζητήσουν μεταξύ τους τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. Κατά το στάδιο αυτό,  είτε επιβεβαιώνεται η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, είτε διακριβώνεται η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που διαθέτει την απαιτούμενη  πλειοψηφία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντακτικός νομοθέτης αναφερόμενος στους "αρχηγούς των κομμάτων" δεν διευκρινίζει αν νοούνται και οι αρχηγοί των κομμάτων που δεν έχουν κληθεί στην ανάθεση των διερευνητικών εντολών.  Ορθότερο είναι να υποθέσουμε ότι θα κληθούν από τον ΠτΔ οι αρχηγοί όλων των κομμάτων στη βουλή και αυτών που δεν σχηματίζουν κοινοβουλευτικές ομάδες, εφόσον στόχος του συντακτικού νομοθέτη είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. Αν αποτύχει και η σύγκληση των αρχηγών, ο ΠτΔ προχωρεί στον σχηματισμό προεκλογικής κυβέρνησης για διεξαγωγή εκλογών (υπηρεσιακής).

Δεύτερο στάδιο ανάδειξης του πρωθυπουργού:
Δηλαδή το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ πρότασης και διορισμού είναι η επιλογή ή εκλογή. Το δεύτερο αυτό στάδιο αναδεικνύεται περισσότερο στο σύστημα της εκλογής όπου σαφώς διακρίνεται από την πρόταση και τον διορισμό. Στο σύστημα όμως της πρότασης ο δεσμευτικός χαρακτήρας εξασφαλίζει την ουσιαστική επιλογή στα πολιτικά κόμματα αν και από τυπική άποψη τα πολιτικα κόμματα απλά "προτείνουν" δεσμευτικά και η τυπική επιλογή ανήκει στον Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Τρίτο στάδιο ανάδειξης του πρωθυπουργού:
Ο διορισμός αποτελεί το τελευταίο, το τυπικό, "τελετουργικό" στάδιο. Κατά το Σύνταγμα, πρωθυπουργός διορίζεται από τον ΠτΔ, ο αρχηγός της πλειοψηφίας σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης ή υπηρεσιακός πρωθυπουργός κατά το άρθρο 37Σ. Η συμμετοχή του ΠτΔ στην ανάδειξη του πρωθυπουργού έχει τυπικό χαρακτήρα. Κατά το άρθρο 35 παρ 2 εδ α δεν απαιτείται προσυπογραφή για τον διορισμό του πρωθυπουργού. 
Τέλος, ο πρωθυπουργός διοριζόμενος κατά το άρθρο 37 του συντάγματος, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, δίνει ενώπιον του ΠτΔ τον ακόλουθο όρκο:
"Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας, Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον του Ελληνικού Λαού" (ορκωμοσία: άρθρο 39 πδ 63/2005).

Ανάδειξη των Αντιπροέδρων - Υπουργών - Υφυπουργών:
  • Η επιλογή των αντιπροέδρων γίνεται από τον πρωθυπουργό και ακολουθεί ο διορισμός τους από τον ΠτΔ. Διορίζονται και παύονται σύμφωνα με τα άρθρα 37 παρ 1 και 81 παρ 1 του Σ, με προεδρικό διάταγμα, δεν απαιτείται προηγούμενη σύσταση θέσης. Δίνουν όρκο ενώπιον του ΠτΔ.
  •  Οι υπουργοί διορίζονται και παύονται κατά τα άρθρα 37 παρ 1 και 81 παρ 1 του Σ με προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του πρωθυπουργού η οποία έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για γον ΠτΔ και δίνουν τον οριζόμενο όρκο ενώπιον ΠτΔ. Η διαδικασία ανάδειξης τους διακρίνεται σε τρία στάδια: πρόταση, επιλογή και διορισμός. Το στάδιο της πρότασης (προς τον πρωθυπουργό) δεν ρυθμίζεται ιδιαίτερα και καλύπτεται από την επιλογή των υπουργών από τον πρωθυπουργό.
  • Ίδια η διαδικασία και για τους υφυπουργούς που τους διορίζει και παύει ο ΠτΔ ύστερα από πρόταση με δεσμευτικό χαρακτήρα του πρωθυπουργού.

 Άρθρο 37Σ - Διορισμός πρωθυπουργού και κυβέρνησης


  
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Kυβέρνησης και τους Yφυπουργούς.
*2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Aν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.
*3. Aν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Kυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.
*4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εντολή σχηματισμού Kυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ' αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. H πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Bουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Bουλή? η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.
  
* Ερμηνευτική δήλωση: Στις διερευνητικές εντολές, αν κόμματα είναι ισοδύναμα σε βουλευτικές έδρες, προηγείται εκείνο που έλαβε περισσότερες ψήφους στις εκλογές? νεοσχηματισμένο κόμμα με κοινοβουλευτική ομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Kανονισμό της Bουλής, έπεται του παλαιότερου με ίσο αριθμό εδρών. Στις δύο αυτές περιπτώσεις δεν παρέχονται διερευνητικές εντολές σε περισσότερα από τέσσερα κόμματα.


Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ ΩΣ ΜΕΣΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ


Η Βουλή έχει τη δυνατότητα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από κάποιο μέλος της με την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, σύμφωνα με το άρθρο 84 του ισχύοντος Συντάγματος και του άρθρου 142 του Κανονισμού της Βουλής. Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί το κορυφαίο μέσο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Την πρόταση δυσπιστίας εισάγει με αίτησή της στον Πρόεδρο της Βουλής η Αντιπολίτευση και πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από τουλάχιστον 50 βουλευτές. Μετά την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας, η Βουλή διακόπτει τις εργασίες, εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η σχετική συζήτηση, που πρέπει να περατωθεί το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της, με ονομαστική ψηφοφορία.
Η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή να συγκεντρώσει τουλάχιστον 151 ψήφους. Νέα πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο με την πάροδο εξαμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης, εκτός αν υπογράφεται από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Αν πρόταση δυσπιστίας γίνει δεκτή, η κυβέρνηση χάνει τη «δεδηλωμένη» και οφείλει να υποβάλλει την παραίτησή της, όπως και κάθε υπουργός εναντίον του οποίου υποβλήθηκε πρόταση δυσπιστίας και έγινε δεκτή. Η κοινοβουλευτική ιστορία της μεταπολίτευσης έχει δείξει ότι καμία κυβέρνηση δεν «έπεσε» από πρόταση δυσπιστίας.
Σε στενή συνάφεια με την πρόταση δυσπιστίας είναι η πρόταση εμπιστοσύνης (άρθρο 84 του Συντάγματος και άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής). Τη ζητά η κυβέρνηση από τη Βουλή και για να γίνει δεκτή χρειάζεται την έγκριση της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
Οι προτάσεις δυσπιστίας που έχουν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης είναι οι εξής δέκα τον αριθμό:

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Παπανδρέου (4-7 Ιουνίου 1988)

Στις 4 Ιουνίου 1988 ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κατέθεσε την πρώτη πρόταση δυσπιστίας μετά τη Μεταπολίτευση κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου για την εξωτερική πολιτική και την οικονομία. Μετά από τριήμερη σκληρή μάχη στη Βουλή (5-7 Ιουνίου), η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 157 «κατά».

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Παπανδρέου (11-13 Μαρτίου 1989)

Στις 11 Μαρτίου 1989 ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, σχετικά με το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η πρόταση δυσπιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης απορρίφθηκε με ψήφους 123 «υπέρ» και 155 «κατά». 19 βουλευτές απείχαν της ψηφοφορίας, ενώ ένας δήλωσε «παρών». Μεταξύ των απόντων ήταν και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης, Ρούλα Κακλαμανάκη και Αντώνης Τρίτσης, οι οποίοι διαγράφηκαν από το κίνημα με απόφαση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Μητσοτάκη (27-29 Μαρτίου 1993)

Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για τους χειρισμούς της στο Σκοπιανό κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ανδρέας Παπανδρέου, στις 27 Μαρτίου 1993. Η πρόταση απορρίφθηκε τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου, με 145 ψήφους «υπέρ» και 152 «κατά». Δύο βουλευτές δήλωσαν «παρών».

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Παπανδρέου (8-11 Ιανουαρίου 1996)

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδης Έβερτ, κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου στις 8 Ιανουαρίου του 1996 με το επιχείρημα της ακυβερνησίας της χώρας, λόγω της παρατεταμένης νοσηλείας του πρωθυπουργού στο «Ωνάσειο». Η πρόταση απορρίφθηκε με 118 ψήφους «υπέρ» και 168 «κατά», ενώ καταμετρήθηκαν και 10 λευκές ψήφοι.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά του Υπουργού Παιδείας (14-16 Ιανουαρίου 1999)

Η πρώτη πρόταση δυσπιστίας κατά Υπουργού στη Μεταπολίτευση κατατέθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1999 από την αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Αφορούσε τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεράσιμο Αρσένη, με αφορμή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την αναταραχή στην Παιδεία. Η πρόταση απορρίφθηκε από την κυβερνητικής πλειοψηφία. «Υπέρ» ψήφισαν 127 βουλευτές (ΝΔ, ΚΚΕ, ΣΥΝ και ανεξάρτητοι) και «κατά» 163 (ΠΑΣΟΚ και οι ανεξάρτητοι Στέφανος Μάνος και Βασίλης Κοντογιαννόπουλος).

Πρόταση Δυσπιστίας κατά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και  Οικονομικών, Γιάννου Παπαντωνίου (30 Ιανουαρίου - 1 Φεβρουαρίου 2001)                       

Στις 30 Ιανουαρίου 2001 η αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Γιάννου Παπαντωνίου, σχετικά με την πορεία του χρηματιστηρίου. «Υπέρ» ψήφισαν οι 125 βουλευτές της Ν.Δ. και του ΣΥΝ και «κατά» οι 154 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. «Παρών» δήλωσε το ΚΚΕ και ο βουλευτής Γιώργος Καρατζαφέρης.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργου Αλογοσκούφη (8-12 Ιουνίου 2005)

O Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, κατέθεσε αιφνιδιαστικά στη Βουλή πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομίας, Γιώργου Αλογοσκούφη, για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής απάντησε αμέσως, ζητώντας  την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνησή του και την έλαβε στις 12 Ιουνίου με 165 ψήφους «υπέρ» και 120 «κατά» (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ). Από την ψηφοφορία απείχαν οι βουλευτές του ΚΚΕ.

Πρόταση Μομφής κατά της Κυβέρνησης Καραμανλή (2-4 Φεβρουαρίου 2007)

Στις 2 Φεβρουαρίου 2004 το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Καραμανλή, με αφορμή το άρθρο 16 του Συντάγματος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Η πρόταση απορρίφθηκε με ψήφους 122 «υπέρ» και 164 «κατά», σε σύνολο 286 ψηφισάντων. «Κατά» της πρότασης ψήφισαν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, καθώς και οι ανεξάρτητοι βουλευτές, Στέλιος Παπαθεμελής και Πέτρος Μαντούβαλος. «Υπέρ» της πρότασης ψήφισαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι ανεξάρτητοι βουλευτές Γιάννος Παπαντωνίου και Στέφανος Μάνος και οι 6 βουλευτές του Συνασπισμού, ενώ οι βουλευτές του ΚΚΕ απείχαν της ψηφοφορίας.

Πρόταση Μομφής κατά της Κυβέρνησης Καραμανλή (26-28 Μαρτίου 2008)

Πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσε στις 26 Μαρτίου 2008 το ΠΑΣΟΚ για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζητείτο στη Βουλή. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου άσκησε κριτική στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής, με αιχμή την «υπονόμευση του βασικού δικαιώματος σε αξιοπρεπείς συντάξεις». Το αποτέλεσμα της ονομαστικής ψηφοφορίας που διενεργήθηκε τα μεσάνυχτα της 28ης Μαρτίου ήταν: 138 «ναι», 152 «όχι» και 10 «παρών» από τους βουλευτές του ΛΑΟΣ.

Πρόταση Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης Σαμαρά (7-10 Νοεμβρίου 2013)

Με αφορμή την «αυταρχική αστυνομική επέμβαση στην ΕΡΤ» (7 Νοεμβρίου 2013), ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της δικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά «για τις διαρκείς παραβιάσεις της δημοκρατικής νομιμότητας και τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία εξαιτίας της βάρβαρης οικονομικής πολιτικής». H πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ απορρίφθηκε τα μεσάνυχτα της 10ης Νοεμβρίου με 124 ψήφους «υπέρ» (ΣΥΡΙΖΑ, Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ) και 153 «κατά» (Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ), ενώ 17 βουλευτές δήλωσαν «παρών» (ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητοι). Η βουλευτής Πέλλας του ΠΑΣΟΚ Θεοδώρα Τζάκρη υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και διαγράφηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του Κινήματος.