Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ - Σημειώσεις από Γεωργιάδη - ΓΕΝΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έννοια και δικαιολογία
 Έννοια
 Αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι η αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου σε βάρος της περιουσίας κάποιου άλλου χωρίς να συντρέχουν οι έννομες προϋποθέσεις που δικαιολογούν την οριστική και μόνιμη διατήρηση του πλουτισμού αυτού από τον λήπτη, δηλαδή χωρίς να υπάρχει η λεγόμενη νόμιμη αιτία (ΑΚ 904 παρ. 1 εδ α).
Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργείται από το νόμο ενοχική αξίωση του ζημιωθέντος σε βάρος του πλουτήσαντος για απόδοση της ωφέλειας  που αποκόμισε αυτός αδικαιολόγητα.

Δικαιολογία
Ο θεσμός του αδικαιολόγητου πλουτισμού (914-913 ΑΚ) αποβλέπει στην αποκατάσταση της αδικαιολόγητης περιουσιακής μεταβολής και εξυπηρετεί την ιδέα της επανορθωτικής δικαιοσύνης.

 Παραδείγματα
1) Ο Α χρησιμοποιεί κατά λάθος για το χτίσιμο του σπιτιού του τούβλα που ανήκαν στον γείτονά του   Β. Με αυτόν τον τρόπο ο Β χάνει την κυριότητα των τούβλων (ΑΚ 1057: ένωση) έχει όμως απαίτηση από τον Α για απόδοση της αξίας των τούβλων με βάση τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 1063, 904 επ.).

2) Ο Α νομίζει κατά λάθος ότι ο αποθανών πατέρας του Β είχε υποσχεθεί να δωρήσει στον Γ ένα ζωγραφικό πίνακα. Για να τιμήσει τη θέληση του πατέρα του, ο Α μεταβιβάζει τον πίνακα στον Γ. Παρότι δεν υπάρχει έγκυρη ενοχική σύμβαση δωρεάς, ο Γ αποκτά την κυριότητα του πίνακα λόγω του αναιτιώδους της σύμβασης  της μεταβίβασης κυριότητας κινητού (ΑΚ 1034). Ο Α μπορεί να ζητήσει όμως την αναμεταβίβαση του πίνακα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.).

Σχέση αδικαιολόγητου πλουτισμού και αποζημιώσεως

Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός αποτελεί την τρίτη βασική πηγή  ενοχών μετά τη δικαιοπραξία  και την αδικοπραξία.
Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού διαφέρει από την αξίωση αποζημίωσης στα εξής σημεία:
α) Ως προς το αντικείμενό της: Ο ενάγων δε απαιτεί με την αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού την αποκατάσταση της ζημιάς του αλλά αναζητά την απόδοση της ωφέλειας του λήπτη.
β) Ως προς τις προϋποθέσεις γέννησης: Η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν προϋποθέτει παράνομη ή υπαίτια πράξη του λήπτη.  Ο λήπτης μπορεί να έγινε πλουσιότερος και χωρίς πταίσμα του πχ το κοπάδι του Α εισχωρεί στο χωράφι του Β και το αποψιλώνει ή ακόμα και καλόπιστα πχ ο Α κατά το χτίσιμο του σπιτιού του χρησιμοποιεί κατά λάθος υλικά του Β.

Χαρακτηριστικά της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού

α) Το ενιαίο της αξίωσης: Ο ΑΚ προβλέπει στην 904 παρ. 1 εδ α γενική και ενιαία αξίωση αδικαιολόγητου πλτουσιμού (όποιος έγινε πλουσιότερος... έχει υποχρέωση)  με κοινές προϋποθέσεις για όλες τις περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού.

β) Ο ενοχικός χαρακτήρας της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού: Η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό παρέχεται από τον νόμο και έχει ενοχικό χαρακτήρα συνδέει δηλαδή δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα έχει απαίτηση κατά του άλλου για απόδοση των μη δικαιολογημένων ωφελειών. Ακριβώς όμως επειδή το πρόσωπο του οφειλέτη καθορίζεται με το κριτήριο την κατοχή του πλουτισμού (βλ ΑΚ 909) μπορεί να μεταβληθεί και νέος οφειλέτης να είναι εκείνος που αποκτά λόγω χαριστιτικής αιτίας (ΑΚ 913) ή γενικά δεν έχει να επιδείξει νόμιμη αιτία στο πρόσωπό του για διατήρηση του πλουτισμού.

Παράδειγμα
Ο Α μεταβιβάζει στον Β σε εκτέλεση ακυρης σύμβασης πώλησης ένα αυτοκίνητο. Ο Β το αναμεταβιβάζει στον Γ λόγω δωρεάς. Σύμφωνα με ΑΚ 913 ο Α μπορεί να στραφεί κατά του Γ στον οποίο περιήλθε λόγω χαριστικής αιτίας παρόλο που ο αρχικά πλουτήσας ήταν ο Β.

γ) Επικουρικότητα ή όχι της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού: Υποστηρίζεται ότι η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επικουρική, δηλαδή παρέχεται από τον νόμο όταν ο ενάγων δεν έχει άλλες αξιώσεις κατά του λήπτη. Με την ΑΚ 914 καθιερώνεται αυτοτελής, θεμελιώδης και αυτοδύναμη αξίωση καθώς και αντίστοιχη υποχρέωση.  Μπορεί βέβαια η άλλη αξίωση να αίρει τις προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αν καθιστά νόμιμη την αιτία του πλουτισμού ή ακόμα και να συρρέει μαζί με την αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Παραγραφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού

Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται καταρχήν στη συνήθη 20ετή παραγραφή της ΑΚ 249. Κατ΄ εξαίρεση όταν ο νόμος ορίζει βραχύτερο χρόνο παραγραφής υπάγεται στη συντομότερη παραγραφή και η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Η παραγραφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού αρχίζει αφότου πραγματοποιήθηκε ο πλουτισμός.

Παραπομπές στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού

Πολλές διατάξεις του ΑΚ παραπέμπουν στη ρύθμιση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πχ 389 παρ 2: υπαναχώρηση, 943 παρ. 2: ευθύνη τρίτου που αποκτά από χαριστική αιτία στην αγωγή διάρρηξης κλπ.
Πρέπει να διακρίνουμε στις περιπτώσεις αυτές:
α) Τις παραπομπές  όπου πρέπει να εξετάζεται αν συντρέχουν οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
β) Τις παραπομπές όπου οι ίδιες οι παραπέμπουσες διατάξεις θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού

 Σύμφωνα με την ΑΚ904 παρ. 1 εδ α, οι προϋποθέσεις της ενιαίας αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι :

α) Πλουτισμός του υπόχρεου
Ως πλουτισμός εννοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου που μπορεί να επέλθει κατά τους εξής τρόπους: με αύξηση του ενεργητικού  πχ με κτήση δικαιώματος είτε με μείωση του παθητικού πχ με απαλλαγή από χρέος και με αποθετική αύξηση της περιουσίας  δηλαδή με αποφυγή μείωσης του ενεργητικού ή αύξησης του παθητικού  πχ χρήση ξένου πράγματος όπως ο Γ που διαμένει στο διαμέρισμα του Κ χωρίς νόμιμη αιτία κι έτσι εξοικονομεί τα έξοδα που θα είχε για ενοίκια, ο πλουτισμός συνίσταται στις δαπάνες που εξοικονόμησε ο Γ.
Ο πλουτισμός μπορεί να αναζητηθεί μόνο εφόσον σώζεται  είτε αυτούσιος είτε με τη μορφή κάποιου ανταλλάγματος που έλαβε ο πλουτήσας στη θέση του πλουτισμού (ΑΚ 909).  Αρκεί να υπάρχει πλουτισμός, είαι αδιάφορος ο τρόπος περιέλευσής του στον λήπτη.
Ο πλουτισμός πρέπει να είναι πραγματικός δηλαδή ο λήπτης να αποκόμισε όντως ωφέλεια.  Δεν αρκεί η κατάσταση όπου το πρόσωπο θα μπορούσε να αποκομίσει ωφέλεια αλλά  να θεωρείται ότι πλούτισε από τη δυνατότητα αυτή.

β) Επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του δικαιούχου
 Κατά την ΑΚ 904 παρ.1 εδ α ο πλουτισμός πρέπει να προέρχεται "από την περιουσία" ή να έχει αποκτηθεί "με ζημία" του δικαιούχου.
"Όποιος έγινε πλουσιότερος... από την περιουσία άλλου" πρόκειται για περιπτώσεις περιουσιακών μετακινήσεων από περιουσία σε περιουσία που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της περιουσίας του δικαιούχου. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη μείωση του ενεργητικού της περιουσίας είτε με αύξηση του παθητικού. Στις παραπάνω περιπτώσεις οι περιουσιακές μετακινήσεις επιφέρουν ζημία (θετική) του δικαιούχου και ο πλουτισμός του υποχρέου προς απόδοση προέρχεται από την περιουσία του δικαιούχου με ζημία αυτού.
Δεν αποκλείεται όμως ο πλουτισμός να προκλήθηκε σε βάρος της περιουσίας του φορέα χωρίς ζημία του πχ αυθαίρετη χρησιμοποίηση χωρίς καμία φθορά ξένου κενού διαμερίσματος που ο ιδιοκτήτης  δεν χρησιμοποιεί, εδώ ο υπόχρεος πλουτίζει απλώς γιατί δεν πληρώνει ενοίκιο αλλά ο ιδιοκτήτης δεν έχει βλάβη γιατί δεν υφίσταται πραγματική ζημιά αφού η βούλησή του είναι διαφορετική.
"Όποιος έγινε πλουσιότερος... με ζημία άλλου" Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ωφέλεια του υποχρέου δεν προέρχεται από την περιουσία του δικαιούχου αλλά επέρχεται μόνο με ζημία του. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που εμποδίζεται η αύξηση του ενεργητικού ή η μείωση του παθητικού της περιουσίας του δικαιούχου με τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους πχ ο Α αποποιείται την κληρονομιά του υπέρ του επόμενου κληρονόμου Β, βάσει όμως άκυρης συμφωνίας μεταξύ τους, ο πλουτισμός του Β δεν προέρχεται από την περιουσία του Α αλλά από εκείνη που ακόμα δεν έχει περιέλθει σε αυτόν, δηλαδή με ζημία του που συνίσταται σε διαφυγόν κέρδος.

γ) Αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στον πλουτισμό και στη ζημιά
 Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η ωφέλεια του πλουτήσαντος δεν αρκεί να είναι αντανακλαστικό ή τυχαίο επακόλουθο, αλλά απαιτείται να είναι άμεση συνέπεια της παροχής ή της επέμβασης στην περιουσία του ζημιωθέντος.  Άρα όταν η ωφέλεια στην περιουσία προσώπου ήταν απλώς αντανακλαστική και τυχαία, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 904.
Ως περαιτέρω προϋπόθεση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού θεωρείται κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη η αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης.  Η έννοια της προϋπόθεσης αυτής είναι, ότι ο υπόχρεος σε απόδοση του πλουτισμού πρέπει να τον αποκόμισε "άμεσα" από την περιουσία του ζημιωθέντος (δανειστή της αξίωσης) δηλαδή χωρίς ο πλουτισμός να διήλθε μέσα από την περιουσία τρίτου προσώπου πχ άμεσος αντιπρόσωπος.
Ως συνέπεια των παραπάνω μπορεί ο ζημιωθείς / ο ενάγων να αξιώσει την ΑΚ 904 από το τρίτο πρόσωπο και όχι από τον εναγόμενο που δεν ζημιώθηκε ούτε πλούτισε από τη συναλλαγή.

δ) Έλλειψη νόμιμης αιτίας
Τελευταία προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η ωφέλεια του λήπτη σε βάρος του δότη να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία. 
Όμως η ΑΚ 904 παρ. 1 εδ. α δεν προσδιορίζει πότε υπάρχει ή πότε λείπει νόμιμη αιτία οπότε την έννοια της αιτίας θα την αναζητήσει ο ερμηνευτής στο σύνολο της έννομης τάξης και στο πνεύμα πολλών ειδικών διατάξεων, καθώς και στην αποστολή και στον σκοπό του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αιτία εννοείται η νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού που αποκτήθηκε, δηλαδή το γεγονός εκείνο που παρέχει κάθε φορά τη σύμφωνη με την έννομη τάξη δικαιολογία για την οριστική διατήρηση του πλουτισμού.

Πηγές νόμιμων αιτιών:
α) Η βούληση του δότη. Η ωφέλεια που ο λήπτης αποκομίζει σε βάρος του δότη μπορεί κατά πρώτο λόγο να στηρίζεται στη βούληση του τελευταίου, η οποία συνήθως εμπεριέχεται σε υποσχετική σύμβαση ανάμεσά τους. Η βούληση αυτή συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού εφόσον είναι έγκυρη σύμφωνα με τους απαιτούμενους από τον νόμο όρους. Σε περίπτωση που η βούληση πάσχει από ακυρότητα πχ δικαιοπρακτική ανικανότητα τότε καθίσταται αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που επήλθε βάσει αυτής. Η χαριστική δικαιοπραξία δεν αποτελεί νόμιμη αιτία.
β) Το αντάλλαγμα που προσφέρει ο πλουτήσας για την απόκτηση του πλουτισμού. Συνήθως ο πλουτισμός μολονότι δεν στηρίζεται ούτε στο νόμο ούτε στη βούληση του  δότη δεν θεωρείται αδικαιολόγητος λόγω του ανταλλάγματος που προσέφερε ο λήπτης για την κτήση του. Ως αντάλλαγμα μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε οικονομική θυσία του πλουτήσαντος, η οποία βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το όφελός του και καλύπτει την κτήση του. Σε περίπτωση μερικής μόνο κάλυψης έχουμε αδικαιολόγητο πλουτισμό για το κομμάτι της διαφοράς.
Νόμιμη αιτία αποτελεί κα το αντάλλαγμα που παρέχεται σε τρίτον και όχι στον δότη του πλουτισμού πχ ο Α πωλεί και μεταβιβάζει στον Β το αυτοκίνητο του Γ. Ο Β καταβάλλει στον Α το εύλογο τίμημα. Ο Β δεν υπόκειται στην αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού του Γ.
 γ) Η βούληση του νομοθέτη. Υπάρχουν ορισμένες αιτίες πλουτισμού που αναγνωρίζονται απευθείας από τον νόμο ως τέτοιες πχ 1041 ΑΚ χρησικτησία, 1710 ΑΚ απόκτηση κληρονομικού δικαιωματος κλπ.

Περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας:
Στην ΑΚ 904 παρ. 1 εδ β αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας:
α) Σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης: Πρόκειται για παροχή που καταβάλλεται προς εκπλήρωση ορισμένης υποχρέωσης η οοπία ήταν ανύπαρκτη κατά τον χρόνο της παροχής είτε διότι ουδέποτε γεννήθηκε πχ ακυρότητα συμβάσεων είτε διότι μεταγενέστερα αποσβέστηκε πχ λόγω πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης.  Ανύπαρκτη θεωρείται επίσης η υποχρέωση που κατά τον χρόνο της παροχής τελούσε υπό αναβλητική αίρεση ή εναντίον της οποίας μπορούσε να προταθεί ανατρεπτική ένσταση εκτός από την ένσταση παραγραφής. 
β) Σε περίπτωση παροχής για αίτια που δεν επακολούθησε: Τέτοιο είναι η παροχή που καταβάλλεται για ορισμένο μελλοντικό σκοπό, του οποίου όμως η επέλευση τελικά ματαιώνεται πχ καταβολή χρηματικού ποσού ως αρραβώνα για την υπό κατάρτιση σύμβαση. 
γ) Σε περίπτωση παροχής για αιτία που έληξε: Εδώ η καταβολή της παροχής γίνεται για ορισμένο σκοπό, ο οποίος πραγματοποιείται κατά τον χρόνο της παροχής, μεταγενέστερα όμως λήγει οριστικά. Ειδικότερα τη λήξη επιφέρουν η πλήρωση διαλυτικής αίρεσης ΑΚ 202, η ανάκληση δωρεάς ΑΚ 509, η ακύρωση ακυρώσιμης δικαιοπραξίας μετά την καταβολή της παροχής ΑΚ 184, η υπαναχώρηση ΑΚ 382 κλπ
δ) Σε περίπτωση παροχής για αιτία παράνομη ή ανήθικη. Παροχή για αιτία παράνομη υπάρχει όταν η παροχή καταβάλλεται προς ορισμένο σκοπό ο οποίος αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου.
Η παρανομία δεν συνιστά πάντα και ανηθικότητα, γεγονός που έχει σημασία για την εφαρμογή της ΑΚ 907 η οποία εφαρμόζεται μόνο αν η αιτία είναι και ανήθικη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου