Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ) - ΠΙΘΑΝΟ ΘΕΜΑ - ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ;

Ορισμός
 Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο η εξουσία πηγάζει από το λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντά του. Βασικό χαρακτηριστικό της ειναι η λήψη αποφάσεων με ψηφοφορία των πολιτών, στην άμεση δημοκρατία, ή κάποιων αντιπροσώπων τους, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Ετυμολογία της λέξης δημοκρατία
Η ετυμολογία της λέξεως βρίσκεται στα συνθετικά της "δήμος"  (το σύνολο ή η συνέλευση των ανθρώπων που έχουν πολιτικά δικαιώματα)  και "κράτος" (δύναμη, εξουσία, κυριαρχία) . Ο όρος επινοήθηκε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., στην κλασική Ελλάδα, και χρησιμοποιήθηκε κατ΄ αντιδιαστολή με τη μοναρχία, την αριστοκρατία και την ολιγαρχία. Σήμερα, στην καθομιλούμενη, χρησιμοποιείται συνήθως κατ΄ αντιδιαστολή με τον όρο δικτατορία.

Γέννηση δημοκρατίας
Η δημοκρατία ως λέξη και ως πολίτευμα γεννήθηκε και καταξιώθηκε στην Αρχαία Αθήνα. Βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αρχαίας Ελλάδος ήταν η ισονομία, η αξιοκρατία και η ελευθερία του λόγου.

Ιστορία της δημοκρατίας
  •  Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε η άμεση δημοκρατία. Η πολιτική εξουσία την εποχή εκείνη ασκούνταν από όλους τους Αθηναίους πολίτες. Η συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις της συνέλευσης ήταν καθολική.
  • Στην Ρώμη κατά την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία. Εδώ δεν έχουμε την άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, όπως στην Αρχαία Ελλάδα, αλλά η σύγκλητος είναι εκείνη που έπαιρνε τις αποφάσεις που αφορούσαν την πόλη της Ρώμης. Με την πάροδο του χρόνου η δημοκρατία καταλύθηκε στη Ρώμη και εγκαθιδρύθηκε η μοναρχία.
  • Την εποχή του Μεσαίωνα δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημοκρατία και δημοκρατικές ελευθερίες, γιατί τη χρονική αυτή περίοδο η απόλυτη μοναρχία είναι το πολίτευμα που κυριαρχεί σε όλες τις χώρες. Ο λαός δεν έχει καμία εξουσία. Μοναδικός ρυθμιστής των πραγμάτων της χώρας ήταν ο μονάρχης.
  • Η Γαλλική Επανάσταση που ξέσπασε το 1789 εξαιτίας της καταπίεσης των λαϊκών στρωμμάτων και της μη συμμετοχής της αστικής τάξης στις αποφάσεις της κυβέρνησης της χώρας που ζούσαν κατέλυσε τη μοναρχία και εγκαθίδρυε τη δημοκρατία.
  • Στην Αγγλία, χωρίς να καταλυθεί η βασιλεία, εγκαθιδρύεται το αντιπολιτευτικό πολίτευμα μετά από πολλές και διάφορες κοινωνικές αναστατώσεις.
  • Τέλος, τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα αναπτύχθηκαν μέσα από θυελώδεις και σκληρούς κοινωνικούς αγώνες. Αποτελούν δύσκολη μορφή διακυβέρνησης τόσο όσο προς την ίδρυσή τους, όσο ως προς τη διατήρησή τους. Απαιτούν την ενεργοποίηση του πολίτη και τη συνεχή επαγρύπνησή του.

Η δημοκρατία στη χώρα μας
  • Άμεση δημοκρατία.
  • Η πρώτη ελληνική δημοκρατία 1821-1828
  • Η πρώτη περίοδος της βασιλευόμενης δημοκρατίας 1864-1922
  • Η δεύτερη ελληνική δημοκρατία 1924-1935
  • Η δεύτερη περίοδος της βασιλευόμενης δημοκρατίας 1935-1936
  • Η τρίτη περίοδος της βασιλευόμενης δημοκρατίας 1949-1967
  • Η τρίτη ελληνική δημοκρατία 1974-σήμερα
  • Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στη χώρα μας τον Ιούλιο του 1974. Από τις 11/06/1975 με την ψήφιση του νέου συντάγματος άρ. 1Σ το πολίτευμα της χώρας μας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Είναι Δημοκρατία γιατί όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν για αυτόν, και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, σύμφωνα με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Είναι Πρεοδρευόμενη Δημοκρατία γιατί αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένας Έλληνας Πολίτης που εκλέγεται από τη Βουλή. Είναι Κοινοβουλευτική, γιατί ο λαός ασκεί την εξουσία μέσω των αντιπροσώπων του (βουλευτές) στο Κοινοβούλιο από το οποίο προέρχεται η κυβέρνηση, η οποία κυβερνά τη χώρα μας και εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Είδη δημοκρατίας
  • Άμεση ή συμμετοχική δημοκρατία.
  • Αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
  • Οι σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες διακρίνονται σε:
  • (α) Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Η κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Ο βασιλιάς είναι αρχηγός του κράτους και μάλιστα κληρονομικός με συμβολικό ρόλο, ενώ πολιτικά είναι ανεύθυνος, δηλαδή δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες (Μεγάλη Βρεττανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ισπανία).
  • (β) Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Και σε αυτή τη περίπτωση η εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Είναι αιρετός, εκλέγεται δηλαδή από τη βουλή και δεν έχει αυτός ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες (Ελλάδα, Ιταλία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας).
  • (γ) Προεδρική Δημοκρατία. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας είναι και αρχηγός του κράτους και πρόεδρος της κυβέρνησης, η οποία δεν εκλέγεται από το λαό αλλά σχηματίζεται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται είτε άμεσα από το λαό είτε από ειδικό σώμα εκλεκτόρων και διαθέτει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες (ΗΠΑ, Κύπρος, Ρωσία),

ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ ΚΡΑΤΟΥΣ


Έτσι για να ξέρουμε ποιοι μας κυβέρνησαν και ποιοι μας κυβερνούν ακόμα:

 
ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1823-1833) (Γνωστή ως Κυβέρνηση)


1. Ιωάννης Καποδίστριας 1828-1831 (κυβερνήτης)

2. Αυγουστίνος Καποδίστριας 1831-1832 (κυβερνήτης)

3. Κυβερνητικό Συμβούλιο 1832-1833 (μη επίσημη κρατική διοίκηση)


ΠΡΩΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1833-1924)


1. Όθων ο 1ος 1832-1862 (βασιλεύς)

2. Γεώργιος ο 1ος 1863-1913 (βασιλεύς)

3. Κωνσταντίνος ο 1ος 1913-1917 (βασιλεύς)

4. Αλέξανδρος 1917-1920 (βασιλεύς)

5. Κωνσταντίνος ο 1ος 1920-1922 (βασιλεύς)

6. Γεώργιος ο 2ος 1922-1924 (βασιλεύς)


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)

1. Παύλος Κουντουριώτης 1924-1926 (πρόεδρος της δημοκρατίας)

2. Θεόδωρος Πάγκαλος 1926-1926 (στρατιωτικός δικτάτορας)

3. Παύλος Κουντουριώτης 1926-1929 (πρόεδρος της δημοκρατίας)

4. Αλέξανδρος Ζαίμης 1929-1935 (πρόεδρος της δημοκρατίας)


ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1935-1973)

1. Γεώργιος ο 2ος 1935-1947 (βασιλεύς)

2. Παύλος 1947-1964 (βασιλεύς)

3. Κωνσταντίνος ο 2ος 1964-1973 (βασιλεύς)



ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ (1967-1974)


1. Γεώργιος Ζοιτάκης 1967-1972 (αντιβασιλεύς)

2. Γεώργιος Παπαδόπουλος 1972-1973 (αντιβασιλεύς)

3. Γεώργιος Παπαδόπουλος 1973-1973 (πρόεδρος)

4. Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης 1973-1974 (πρόεδρος)


ΤΡΙΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1974-2012)

1. Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης 1974-1974 (μεταβατικός πρόεδρος)

2. Μιχαήλ Στασινόπουλος 1974-1975 (μεταβατικός πρόεδρος)

3. Κωνσταντίνος Τσάτσος 1975-1980 (πρόεδρος της δημοκρατίας - 1 θητεία)

4. Κωνσταντίνος Καραμανλής 1980-1985 (πρόεδρος της δημοκρατίας - 1 θητεία - παραιτήθηκε)

5. Ιωάννης Αλευράς 1985-1985 (προσωρινός πρόεδρος)

6. Χρήστος Σαρτζετάκης 1985-1990 (πρόεδρος της δημοκρατίας - 1 θητεία)

7. Κωνσταντίνος Καραμανλής 1990-1995 (πρόεδρος της δημοκρατίας - 1 θητεία)

8. Κωστής Στεφανόπουλος 1995-2005 (πρόεδρος της δημοκρατίας - 2 θητείες)

9. Κάρολος Παπούλιας 2005-σήμερα 2012 (πρόεδρος της δημοκρατίας - διανύει τη 2η θητεία)

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο Θεσμός

Tι είναι η Bουλή

Η Βουλή είναι ο κορυφαίος δημοκρατικός θεσμός, μέσω του οποίου αντιπροσωπεύεται ο λαός δια των βουλευτών.

H Ολομέλεια και το Tμήμα

Η Ολομέλεια της Βουλής αποτελείται από το σύνολο των Βουλευτών, οι οποίοι εκλέγονται στις βουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα. Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων αποτελεί μία «Βουλευτική Περίοδο». Οι Βουλευτικές Περίοδοι αριθμούνται σε συνεχή σειρά από το 1974 και με ελληνική αρίθμηση. Σήμερα διανύουμε τη δέκατη τρίτη (ΙΓ) Βουλευτική Περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της Βουλευτικής Περιόδου, η Βουλή συνέρχεται σε τακτικές Συνόδους (από το Σύνταγμα προβλέπεται και η σύγκληση της Βουλής σε έκτακτες και ειδικές Συνόδους).
Η Ολομέλεια της Βουλής συνέρχεται σε τακτική Σύνοδο την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου κάθε έτους. Η διάρκεια της τακτικής Συνόδου δε μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε μηνών. Σε τακτική Σύνοδο συγκαλείται η Ολομέλεια της Βουλής μέσα σε τριάντα ημέρες από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.
Η Ολομέλεια της Βουλής ασκεί κατεξοχήν τις αρμοδιότητες του νομοθετικού έργου και του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο Συνόδων, μέρος του Νομοθετικού Έργου αλλά και του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου ασκείται από τις συνθέσεις του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της Βουλής.
Υπάρχουν τρεις διαδοχικές συνθέσεις του Τμήματος Διακοπής κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών και κάθε μία αποτελείται από το 1/3 του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής μετέχει το ένα τρίτο του όλου αριθμού των Βουλευτών. Η σύνθεσή του αλλάζει περιοδικά, με τρόπο που να εξασφαλίζει την ισόχρονη, κατά το δυνατό, συμμετοχή σε αυτό όλων των Βουλευτών.

Η Βουλή αποφασίζει

Η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 1/4 του όλου αριθμού των Βουλευτών (75 βουλευτές). Οι περιπτώσεις που απαιτούν ειδική πλειοψηφία αναφέρονται στο Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

Η Βουλή νομοθετεί

Η νομοθετική λειτουργία, δηλαδή η ψήφιση των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμου και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος προς την Κυβέρνηση, αποτελούν τον πυρήνα του κοινοβουλευτικού έργου.
Τη νομοθετική πρωτοβουλία έχει είτε η Κυβέρνηση, δηλαδή ένας ή περισσότεροι Υπουργοί της, είτε οι Βουλευτές, ατομικά ή συλλογικά. Οι Υπουργοί καταθέτουν στη Βουλή τα νομοσχέδια (ή σχέδια νόμου), τροπολογίες και προσθήκες. Αντίστοιχα, οι Βουλευτές καταθέτουν στη Βουλή προτάσεις νόμων, τροπολογίες και προσθήκες, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα για την υποβολή τους.

Η κατάθεση των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων στη Βουλή

Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση, η οποία επεξηγεί αναλυτικά τους στόχους των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων. Τα νομοσχέδια ή οι προτάσεις νόμου που συνεπάγονται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, συνοδεύονται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία προσδιορίζει τις δαπάνες που προκύπτουν από την εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων. Σε περίπτωση νομοσχεδίου που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων, ως υποχρεωτικό συνοδευτικό έγγραφο υποβάλλεται επιπρόσθετα η ειδική έκθεση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού, η οποία αναφέρει τον τρόπο κάλυψης της δαπάνης. Επίσης, συνοδεύονται υποχρεωτικά από έκθεση αξιολόγησης των συνεπειών της ρύθμισης και από έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης που έχει προηγηθεί της κατάθεσής τους. Επιπλέον, υποβάλλεται και η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, που επεξεργάζεται νομοτεχνικά τις προτεινόμενες διατάξεις.
Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων κατατίθενται στη Διεύθυνση Νομοθετικού Έργου της Βουλής μέχρι την ημέρα Πέμπτη και ώρα 20.00, ενώ η κατάθεση προσθηκών ή τροπολογιών την Παρασκευή γίνεται το αργότερο μέχρι ώρα 13.00. Στη συνέχεια, τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμου  ανακοινώνονται στο Σώμα, δηλαδή ενώπιον των Βουλευτών, και παραπέμπονται είτε για επεξεργασία και εξέταση είτε για συζήτηση και ψήφιση στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή της Βουλής.
Η επεξεργασία και εξέταση του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου γίνεται σε δύο στάδια, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα τουλάχιστον επτά (7) πλήρων ημερών. Κατά το πρώτο στάδιο διεξάγεται συζήτηση επί της αρχής και επί των άρθρων και κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται δεύτερη ανάγνωση, συζήτηση και ψήφιση επί ενός εκάστου άρθρου.

Κατά την επεξεργασία νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και μέχρι τη δεύτερη ανάγνωση των άρθρων  κάθε ειδική μόνιμη επιτροπή μπορεί, να διατυπώνει γνώμη για θέμα ιδιαίτερης σημασίας του οικείου νομοσχεδίου ή προτάσεως, το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.

Η Βουλή συζητά και ψηφίζει τα νομοσχέδια και τις προτάσεις νόμων

Μετά την επεξεργασία τους ή τη συζήτηση και ψήφισή τους από την αρμόδια Διαρκή Επιτροπή, τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων εγγράφονται στην Ημερήσια Διάταξη Νομοθετικού Έργου της Βουλής προς συζήτηση και ψήφιση από την Ολομέλεια της Βουλής. Στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής συζητούνται όλα τα νομοσχέδια, εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας.
Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμου ψηφίζονται κατ' αρχήν, κατ' άρθρον και στο σύνολο.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφισθεί από τη Βουλή, αφού προηγουμένως υπογραφούν από τους αρμόδιους Υπουργούς.
  Η Βουλή ασκεί και άλλες αρμοδιότητες, όπως:
  • Η Αναθεώρηση του Συντάγματος
  • Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας
  • Η ψήφιση του Κανονισμού της Βουλής
  • Η ψήφιση του προϋπολογισμού, του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους καθώς και η ψήφιση του προϋπολογισμού και του απολογισμού της Βουλής
  • Η έγκριση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης
  • Η απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος
  • Η άρση ασυλίας των Βουλευτών
  • Η πρόσκληση Αρχηγών Κρατών, Προέδρων Κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων διεθνούς κύρους να απευθυνθούν στη Βουλή.

Η Βουλή ελέγχει

Η Κυβέρνηση υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

 Η ψήφος εμπιστοσύνης

Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Έτσι κάθε φορά που σχηματίζεται νέα Κυβέρνηση (μετά από βουλευτικές εκλογές ή μετά από παραίτηση της προηγούμενης), οφείλει να εμφανίζεται ενώπιον της Βουλής και να ζητά ψήφο εμπιστοσύνης. Η Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα και όποτε άλλοτε θελήσει κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου να ζητήσει από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης. Αντίστοιχα, από την ίδια τη Βουλή μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την Κυβέρνηση. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από 50 τουλάχιστον Βουλευτές (το ένα έκτο του όλου αριθμού) και να αναφέρει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Για να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, δηλαδή για να αποδειχθεί ότι η Κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον την εμπιστοσύνη της Βουλής, πρέπει να υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή από 151 Βουλευτές. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά από πάροδο εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας.
Κατ' εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου, αν είναι υπογεγραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Άλλα μέσα Κοινοβουλευτικού ελέγχου

Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι το μόνο μέσο ελέγχου της Κυβέρνησης από τη Βουλή. Το Σύνταγμα και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν και άλλα μέσα άσκησης του Κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με αυτά, είτε ζητούνται πληροφορίες και διευκρινίσεις από την Κυβέρνηση, είτε ασκείται έλεγχος για την πολιτική της σε έναν ορισμένο τομέα για πράξεις ή παραλείψεις της.

Οι αναφορές

Οι πολίτες, μεμονωμένα ή συλλογικά, μπορούν να απευθύνουν εγγράφως και επωνύμως παράπονα ή αιτήματα στη Βουλή. Oι Boυλευτές πoυ επιθυμoύν να υιoθετήσoυν αναφoρά την πρoσυπoγράφoυν κατά την κατάθεσή της ή τo δηλώνoυν κατά την ανακoίνωσή της στη Boυλή. Ο Υπουργός είναι υποχρεωμένος να απαντήσει εγγράφως εντός 25 ημερών στην αναφορά την οποία έχει υιοθετήσει Βουλευτής.

Οι ερωτήσεις

Οι Βουλευτές μπορούν να απευθύνουν εγγράφως στους Υπουργούς ερωτήσεις για οποιαδήποτε δημόσια υπόθεση. Οι ερωτήσεις αυτές αποσκοπούν στην ενημέρωση της Βουλής σχετικά με την υπόθεση αυτή. Οι Υπουργοί οφείλουν να απαντούν εγγράφως εντός 25 ημερών.

Οι επίκαιρες ερωτήσεις

Κάθε Βουλευτής έχει δικαίωμα, για θέματα που άπτονται της άμεσης επικαιρότητας, να υποβάλει γραπτές επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό ή τους Υπουργούς, οι οποίοι απαντούν προφορικά. Επίκαιρες ερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής στην πρώτη και τρίτη σύνθεσή του.

Οι επερωτήσεις

Οι επερωτήσεις αποσκοπούν στον έλεγχο της Κυβέρνησης για πράξεις ή παραλείψεις της. Οι επερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια της Βουλής. Εάν υπάρχουν περισσότερες επερωτήσεις για το ίδιο θέμα, η Βουλή μπορεί να αποφασίσει την ταυτόχρονη συζήτησή τους ή ακόμη και γενίκευση της συζήτησης.

Οι επίκαιρες επερωτήσεις

Για θέματα της άμεσης επικαιρότητας οι Βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν επίκαιρες επερωτήσεις. Οι επίκαιρες επερωτήσεις συζητούνται στην Ολομέλεια αλλά και στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της Βουλής στην πρώτη και τρίτη σύνθεσή του. Η διαδικασία συζήτησης που προβλέπει ο Κανονισμός για τις επερωτήσεις εφαρμόζεται και στις επίκαιρες επερωτήσεις.

Επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό ( Ώρα του Πρωθυπουργού)

Ο Πρωθυπουργός μία φορά την εβδομάδα απαντά σε δύο τουλάχιστον επίκαιρες ερωτήσεις, που απευθύνονται στον ίδιο. Στη συζήτηση που διεξάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής λαμβάνουν το λόγο ο Πρωθυπουργός και ο Βουλευτής που έχει υποβάλει την επίκαιρη ερώτηση, ο οποίος την αναπτύσσει προφορικά σε 2 λεπτάΟι περισσότερες επίκαιρες ερωτήσεις υποβάλλονται από τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών ομάδων, αλλά και οι Βουλευτές έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν επίκαιρες ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό. Εάν το θέμα της επίκαιρης ερώτησης που απευθύνεται στον Πρωθυπουργό είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας Υπουργού, τότε μπορεί να απαντήσει ο αρμόδιος Υπουργός.

Οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων

Οι Βουλευτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν εγγράφως από τους Υπουργούς την κατάθεση εγγράφων σχετικών με κάποια δημόσια υπόθεση. Ο Υπουργός οφείλει να αποστείλει στη Βουλή εντός 30 ημερών τα ζητούμενα έγγραφα. Ωστόσο δεν κατατίθενται έγγραφα που αφορούν διπλωματικό, στρατιωτικό ή σχετικό με την ασφάλεια του Κράτους ζήτημα.

Οι συζητήσεις με πρωτοβουλία Βουλευτών

Τόσο στις Διαρκείς Επιτροπές όσο και στην Ολομέλεια μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διεξάγονται με πρωτοβουλία Βουλευτών συζητήσεις για θέματα γενικότερης σημασίας ή ενδιαφέροντος.

Ο έλεγχος επί των Ανεξάρτητων Αρχών

Κάθε Ανεξάρτητη Αρχή υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους έκθεση για τα πεπραγμένα της κατά το προηγούμενο έτος. Η έκθεση διαβιβάζεται είτε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, είτε στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή ή σε άλλη συνιστώμενη επιτροπή, οι οποίες υποβάλλουν τα πορίσματα των συζητήσεών τους στον Πρόεδρο της Βουλής. Ο Πρόεδρος τα υποβάλλει στην Κυβέρνηση και στην ελεγχόμενη αρχή. Επί των πορισμάτων μπορεί να διεξαχθεί συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής χωρίς τη διεξαγωγή ψηφοφορίας.

Πληροφόρηση και ενημέρωση της Βουλής

Για την έγκαιρη και υπεύθυνη πληροφόρηση της Βουλής ο Πρωθυπουργός μπορεί να ζητήσει να κάνει ανακοινώσεις ή δηλώσεις στη Βουλή για οποιαδήποτε σοβαρή δημόσια υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή διεξάγεται σύντομη συζήτηση, στην οποία συμμετέχουν οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων.
Επίσης, οι Υπουργοί ενημερώνουν τη Βουλή για σοβαρά θέματα της αρμοδιότητάς τους.

Προ Ημερησίας Διατάξεως Συζητήσεις

Αφορούν εθνικά θέματα ή θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος και διεξάγονται σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων. Σε αυτές τις συζητήσεις ομιλούν ο Πρωθυπουργός, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων καθώς και ένας ή δύο Υπουργοί.
Σε κάθε σύνοδο, διεξάγονται υποχρεωτικά επτά  συζητήσεις εκ των οποίων μία αποτελεί δικαίωμα της Κυβέρνησης, μία του Προέδρου της Βουλής και οι άλλες πέντε της Αντιπολίτευσης.

Σημαντικές καινοτομίες

Με την τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής τον Ιούλιο του 2010 προβλέφθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Στο Πρώτο Μέρος του Κανονισμού της Βουλής:

Η ενίσχυση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, η οποία μπορεί να καλεί σε ακρόαση λειτουργούς του κράτους, καθώς και οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο για θέματα που αφορούν στη λειτουργία των θεσμών και της διαφάνειας, η προσέλευση των οποίων είναι υποχρεωτική. Η επιτροπή μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον γενικό επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον γενικό επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων για θέματα που αφορούν σε λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης προς το σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας.
Η επιτροπή έχει την εξουσία συλλογής πληροφοριών και εγγράφων και την εξουσία κλήσης και εξέτασης προσώπων.
Η επιτροπή στο τέλος κάθε συνόδου υποβάλλει έκθεση στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και για την οποία γίνεται συζήτηση στην Ολομέλεια σε ειδική συνεδρίαση, χωρίς διεξαγωγή ψηφοφορίας.

Στο Δεύτερο Μέρος του Κανονισμού της Βουλής:

Ιδρύεται στη Βουλή Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, που υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και είναι αρμόδιο για :
α) την παρακολούθηση της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Κράτους,
β) τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικών με τον Προϋπολογισμό του Κράτους, την ανάλυση και αξιολόγηση των στοιχείων του Προϋπολογισμού των προβλέψεων για τα δημόσια έσοδα και δαπάνες και τη διατηρησιμότητα των μακροχρόνιων δημοσιονομικών μεγεθών,
γ) την υποβοήθηση του έργου της Ειδικής Επιτροπής του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους και ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Κράτους, καθώς και της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων,
δ) τη σύνταξη και υποβολή προς τις ανωτέρω επιτροπές εκθέσεων σχετικά με την τήρηση των δημοσιονομικων στόχων που τίθενται στα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Πλαίσια Στρατηγικής, τις παραδοχές των μακροοικονομικών  εκτιμήσεων και δημοσιονομικών προβλέψεων που αυτά θέτουν και τη συνολική εναρμόνιση της δημοσιονομικής πολιτικής της Γενικής Κυβέρνησης με τις αρχές και τις διαδικασίες του νόμου για τη "Δημοσιονοκή Διαχείριση και Ευθύνη".
Απαγορεύεται η μετατροπή της εργασιακής σχέσης του μετακλητού υπαλλήλου που επάγεται σε διορισμό σε οργανική ή προσωποπαγή θέση μονίμου ή ιδιωτικού δικαίου προσωπικού της Βουλής.

ΕΚΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Εκλογές

Σε μιαν αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως είναι η ελληνική αλλά και όλες πλέον σήμερα οι δημοκρατίες στον πλανήτη, το ανώτατο όργανο του κράτους, που είναι ο λαός, ασκεί την εξουσία του με τις εκλογές. Με αυτές, το εκλογικό σώμα επιλέγει τους αντιπροσώπους του οι οποίοι, για όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, θα ασκήσουν όλες εκείνες τις αρμοδιότητες που προβλέπουν το Σύνταγμα, ο Κανονισμός της Βουλής και οι νόμοι.



Το εκλογικό σώμα
Το εκλογικό σώμα είναι το σύνολο των Ελλήνων πολιτών που έχουν το δικαίωμα της ψήφου (ή το "δικαίωμα του εκλέγειν" ή το "ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα").Το δικαίωμα αυτό διαθέτουν όσοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια, έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους (ή πρόκειται να το συμπληρώσουν εντός του έτους στο οποίο διεξάγονται οι εκλογές), έχουν ικανότητα για δικαιοπραξία και δεν έχουν υποστεί αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα (άρθρο 51 παρ. 3 Σ.). Για να ασκηθεί το εκλογικό δικαίωμα πρέπει ο εκλογέας να έχει εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. [Σημειώνεται, πάντως, ότι τα ανωτέρω ισχύουν για τις βουλευτικές εκλογές. Στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μετέχουν στο εκλογικό σώμα, υπό προϋποθέσεις βέβαια, και κοινοτικοί υπήκοοι που διαμένουν στην Ελλάδα].

Αρχές που διέπουν την ψηφοφορία

Α) Η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, από το εκλογικό σώμα αποκλείονται μόνον οι πολίτες εκείνοι που δεν συγκεντρώνουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που θέτει, με αποκλειστικό τρόπο, το Σύνταγμα. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει επί πλέον λόγους στέρησης του δικαιώματος της ψήφου.
Β) Η αρχή της ισότητας της ψήφου. Η αρχή αυτή εξειδικεύεται σε δύο επί μέρους αρχές: ότι κάθε πολίτης διαθέτει μόνον μία ψήφο και ότι όλες οι ψήφοι είναι νομικά ισοδύναμες.
Γ) Η αρχή της άμεσης ψηφοφορίας. Κατά την αρχή αυτή, δεν μεσολαβεί κάποια άλλη βούληση μεταξύ του εκλογέα και του αποτελέσματος της εκλογής. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν οι εκλογείς να εκλέξουν κάποιους "εκλέκτορες" οι οποίοι με τη σειρά τους θα εκλέξουν τους βουλευτές.
Δ) Η αρχή της μυστικότητας της ψήφου. Με την αρχή αυτή εξασφαλίζεται το ότι η εκλογική βούληση του εκλογέα δεν θα γίνει γνωστή σε τρίτους.
Ε) Η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 καταργήθηκε η πρόβλεψη για νόμο που θα επιβάλει ποινικές κυρώσεις στον εκλογέα που δεν θα λάβει μέρος στις εκλογές.
ΣΤ) Η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών σε ολόκληρη την επικράτεια. Με το αναθεωρημένο άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος, η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί για εκλογείς που βρίσκονται στο εξωτερικό, αρκεί να τηρείται η αρχή της ταυτόχρονης καταμέτρησης και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων.
Ζ) Η αρχή της αυτοπρόσωπης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος ισχύει, πλέον, μόνον για τους εκλογείς που βρίσκονται στην Επικράτεια. Το αναθεωρημένο άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος προβλέπει τη δυνατότητα στους εκλογείς που βρίσκονται στο εξωτερικό να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα "με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο".

Το εκλογικό σύστημα

Εκλογικό σύστημα είναι η μέθοδος μετατροπής των ψήφων σε έδρες. Δηλαδή με ποιόν τρόπο η βούληση του εκλογικού σώματος, που εκφράστηκε στις εκλογές με την ψήφο των εκλογέων θα μεταφραστεί σε κατανομή των βουλευτικών εδρών. Υπάρχουν πολλά εκλογικά συστήματα και πολύ περισσότερες παραλλαγές τους. Τα δύο βασικά, πάντως, συστήματα είναι το πλειοψηφικό (κατ'αυτό, σε κάθε εκλογική περιφέρεια εκλέγεται ο συνδυασμός ή ο υποψήφιος που λαμβάνει την πλειοψηφία των ψήφων) και το αναλογικό (κατά το οποίο οι έδρες κάθε εκλογικής περιφέρειας κατανέμονται στους συνδυασμούς και στους μεμονωμένους υποψηφίους ανάλογα με τις ψήφους που έλαβαν). Στην Ελλάδα έχουν εφαρμοστεί και τα δύο βασικά εκλογικά συστήματα. Έτσι, από το 1844 μέχρι το 1923 οι βουλευτικές εκλογές γίνονταν με το πλειοψηφικό σύστημα (και μάλιστα με "σφαιρίδια" και όχι με ψηφοδέλτια). Από το 1926 έως το 1956 εναλλάσσονται τα δύο συστήματα, πλειοψηφικό και αναλογικό. Μετά το 1956, βασικό εκλογικό σύστημα είναι το αναλογικό, σε πολλές παραλλαγές του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το αναθεωρημένο άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος, το εκλογικό σύστημα ορίζεται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Κάθε ένσταση που αναφέρεται σε εκλογική παράβαση κατά τις βουλευτικές εκλογές εκδικάζεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρα 58 και 100 του Συντάγματος).

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Συνταγματική Ιστορία

Τα τοπικά πολιτεύματα της επαναστατικής περιόδου

Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση «Βουλής του Έθνους», στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία και από την οποία θα εξηρτώντο οι κατά τόπους ιδρυθείσες «Διοικήσεις», δηλαδή οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Ελλάδας.

Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις του επαναστατημένου λαού και τα συνταγματικά σχέδια της Σάμου και της Κρήτης. Συγκεκριμένως, το Μάιο του 1821, επικυρώθηκε η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».

Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η ίδρυση των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες αγωνιζόταν τότε ο λαός, αφετέρου δε διότι αποκάλυπταν την έφεση για διοίκηση και πολιτειακή ευνομία με αιρετούς άρχοντες, με ταυτόχρονη εισαγωγή κάποιων από τα συστατικά της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας.

Τα Συντάγματα εθνικής εμβέλειας

Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις».

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο.

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1832)

Ο Καποδίστριας, ωστόσο, επικαλούμενος την αταξία και τις δυσκολίες που καθιστούσαν τη διακυβέρνηση δυσχερή εισηγήθηκε στη Βουλή, και αυτή με ψήφισμά της, τον Ιανουάριο του 1828 αποδέχθηκε, την αναστολή της λειτουργίας της ιδίας και του Συντάγματος. Στη θέση της Βουλής ιδρύθηκε το «Πανελλήνιον» και αργότερα η Γερουσία, συμβουλευτικά όργανα, τα οποία μετείχαν «μετά του Κυβερνήτου της Ελλάδος των έργων της Κυβερνήσεως». Ουσιαστικώς, βεβαίως, την εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας ο οποίος συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία με λαϊκό χρίσμα που εκείνος λάμβανε και ανανέωνε με το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρισθεί η προσπάθειά του για τη δημιουργία κρατικής υπόστασης από το μηδέν και η απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας.

Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.

Η απόλυτη μοναρχία (1832-1843)

Στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.

Η συνταγματική μοναρχία (1843-1862)

Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο. Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων». Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909)

Οι συνεχώς, όμως, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 – Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.

Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο.

Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1924)

Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του.

Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η ενίσχυση της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας, η μείωση από το 30ό στο 25ο του ορίου ηλικίας των εκλόγιμων βουλευτών, η φορολογική ισότητα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβιάστου της κατοικίας. Ταυτοχρόνως, αναβαθμίσθηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.

Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.

Το Σύνταγμα του 1927

Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927.

Συμφώνως με αυτό, προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος. Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875.

Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος, ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967)

Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετά και από την ατυχή κατάληξη, το 1948, της αναθεωρητικής διαδικασίας της Επιτροπής του Β΄ Ψηφίσματος.

Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911. Βασικές καινοτομίες του ήσαν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευομένης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπιζε συντηρητικώς τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και τον Τύπο.

Διαρκούσης της ισχύος του Συντάγματος του 1952, το Φεβρουάριο του 1963 κατατέθηκε πρόταση ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς, λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης και της διάλυσης της Βουλής μετά από λίγους μήνες. Αρκετές ωστόσο από τις προτάσεις που περιείχε αυτή η πρόταση αναθεώρησης ανευρίσκονται στο Σύνταγμα του 1975.

Η επτάχρονη, τέλος, στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967-1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.

Η καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975

Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και επανέφερε εν μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε τελικώς μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και – εμμέσως – στην τότε ΕΟΚ.

Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)

Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, εισάγοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, εφαρμόσθηκε κατά τρόπο που εξασφάλισε στη χώρα κοινοβουλευτική σταθερότητα και ομαλή πολιτική ζωή.

Η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)

Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, και, επομένως, ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.

Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το Κράτος κ.ά.), προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.

Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)

Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Συμπερασματικώς, το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ Β ΜΕΡΟΣ

Πολιτικά Κόμματα
Λαός = κοινωνία ως σύνολο των πολιτών, οργανώνεται πολιτικά σε πολιτικούς θεσμούς (πολιτικά κόμματα) και τα πολιτικά κόμματα αυτά δεν είναι κρατικά όργανα.

Πολιτικά Κόμματα: Είναι μια έννοια που εμφανίζεται αρκετά καθυστερημένα στην παγκόσμια πολιτική ιστορία (Τέλη 18ου αιώνα). Με δύο κόμματα στην αρχή: Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι. Αργότερα εμφανίζεται και το Εργατικό Κόμμα (19ος αιώνας). Τα πρώτα κόμματα που εμφανίζονται είναι κόμματα στελεχών. Στα τέλη του 19ου αιώνα έχουμε μια μεγάλη αλλαγή στη Μ. Βρετανία την ανάπτυξη σοσιαλιστικών ιδεών. Αρχίζει να μπαίνει κόσμος στον κομματικό μηχανισμό και από άλλες τάξεις. Έτσι από τα κόμματα στελεχών τα κόμματα μετατρέπονται σε κόμματα μαζών.




Robert Michel
Moisei Ostrogoski

Οι παραπάνω έγραψαν 2 βιβλία που είναι αλφάβητα της έννοια του πολιτικού κόμματος. (20ος αιώνας).


Πολιτικά Κόμματα:
1)   Κόμματα Στελεχών = Δημοκρατικοποιείται η έννοια του πολιτικού κόμματος
2)   Κόμματα Μαζών = Ιδεολογικοποιείται η έννοια του πολιτικού κόμματος


Μεγάλο ρόλο έπαιζε η ανάπτυξη του συνδικαλισμού στην Μ. Βρετανία. Τα πρώτα κόμματα με τη σημερινή έννοια εμφανίζονται το 19ο αιώνα στη Βρετανία και είναι τα αριστερά σοσιαλιστικά κόμματα.

Τα πρώτα σοβαρά Ελληνικά κόμματα δημιουργούνται από τον Χ. Τρικούπη και από τον Βενιζέλο. (πρωσοποπαγές)


Το πρώτο οργανωμένο ιδεολογικά κόμμα στην Ελλάδα είναι το κουμμουνιστικό κόμμα.

Το 1974 δημιουργήθηκαν τα 2 μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ). Αυτά τα κόμματα συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Είναι αρχηγικά κόμματα. Έχουν δημιουργήσει εσωτερικά όργανα.

Πρωσοποπαγές κόμμα à εξαρτάται από τον αρχηγό του κόμματος

Αρχηγικό Κόμμα à  Δεν εξαρτάται από τον αρχηγό και συνεχίζει να υπάρχει αν αλλάξει ο αρχηγός. Λειτουργεί το κόμμα αλλά την τελική απόφαση την παίρνει ο αρχηγός του κόμματος.

Σήμερα υπάρχει έντονη τάση στην Ευρώπη για δημιουργία Ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων.

Νομική Φύση του Πολιτικού Κόμματος
Υπήρξε η θεωρία να θεωρηθεί το πολιτικό κόμμα ως σωματείο. Το πολιτικό κόμμα είναι ένα νομικό πρόσωπο (δημοσίου/ ιδιωτικού δικαίου).



Θεμελιώδης αρχές πολιτεύματος

Οι οικοδομές πάνω στις οποίες στηρίζεται το πολιτικό εποικοδόμημα.

Αρχές = απαράβατες αξίες

Υπέρβαση αυτών των αρχών σημαίνει επανάσταση. Οι αρχές αυτές αποτελούν σημεία αναφοράς σε ερμηνευτική αδιέξοδο.

Αρχές:
1)  Δημοκρατική Αρχή (άρθρο 1 συντ)
2)  Αντιπροσωπευτική Αρχή (άρθρο 51 συντ)
3)  Κοινοβουλευτική Αρχή (άρθρο 84 συντ)
4)  Αρχή του Πολυκομματισμού (άρθρο 29 συντ)
5)  Αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών (άρθρο 26 συντ)
6)  Προεδρεύομενος χαρακτήρας του πολιτεύματος (άρθρο 30 και επόμενα συντ)
7)  Αρχή του κράτους δικαίου και η μετεξέλιξη της σε αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25, παρ.1 συντ).



Νομιμότητα και Νομιμοποίηση à Θεμελιώδης εκφράσεις νομικής αρχής


Νομιμότητα: όταν κάτι στηρίζεται στο σύνταγμα ή στους νόμους.

Νομιμοποίηση: π.χ. η κυβέρνηση
Η κυβέρνηση πρέπει να στηρίζεται στην συναίνεση (consensus) του λαού, έτσι αναγνωρίζονται και τα δικαιώματα και οι εξουσίες της.

Ανινομοποίητη: όταν η κυβέρνηση χάσει την εμπιστοσύνη του λαού.


Διαδικασίες μέσω των οποίων μια νόμιμη κυβέρνηση μπορεί να καταστεί ανινομοποίητη (να χάσει το λαϊκό έρεισμα) :

1)   αναφορές
2)   αιτήσεις κατάθεσης δημοσίων εγγράφων
3)   απλές ερωτήσεις και επερωτήσεις
4)   επίκαιρες ερωτήσεις και επερωτήσεις
5)   εξεταστικές επιτροπές
6)   προτάσεις μομφής και δυσπιστίας
7)   προημερισίας διατάξεως συζητήσεις
8)   η ώρα του πρωθυπουργού


Αναφορές: Δικαίωμα κατάθεσης έχουν οι βουλευτές. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα έμμεσης δημοκρατίας. Τις καταθέσεις πρέπει να τις δέχονται οι βουλευτές. Δεν μπορούν να κάνουν κατάθεση οι απλοί πολίτες.


Προτάσεις Μομφής: Εφόσον γίνουν δεκτές η κυβέρνηση πρέπει να παραιτηθεί. Αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαπιστώσει ότι η Βουλή δεν μπορεί να συνεχίσει την λειτουργία της τότε γίνονται εκλογές.

Αντιπροσωπευτική αρχή:
Αντιπαράθεση προς την αρχή της άμεσης δημοκρατίας. Η πολιτεία μας είναι άμεση/ έμμεση προεδρεύομενη δημοκρατία.


-      δημοψηφίσματα
-      λαϊκές συνελεύσεις
-      θεσμός πολιτικών κομμάτων (μεσολαβεί η βούληση του εκλογικού σώματος στο πολιτικό γίγνεσθαι).

Όλα τα παραπάνω αμβλύνουν το αντιπροσωπευτικό σύστημα.


Εκλογέας – Εκλεγόμενος

Ανάμεσα τους υπάρχει η Πολιτική Εντολή Πλαίσιο.


Πολιτική Εντολή Πλαίσιο: Συγκερασμός αιτημάτων εκλογικού σώματος και οι προαναγγελίες των υποψηφίων.


Κοινοβουλευτική Αρχή:  (διαχρονική εξέλιξη) ή αλλιώς και η αρχή της δεδηλωμένης υποδηλώνει ότι η κυβέρνηση που αναλαμβάνει την εξουσία πρέπει να στηρίζεται στην δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του λαού.






Πολυκομματισμός: Προβλέπεται στο άρθρο 29,παρ.1. Είναι δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων.

Σκοπός: εδραίωση δημοκρατικού πολιτεύματος.

Άρθρο 29, παρ.1
1)   ανάγκη εσωκομματικής δημοκρατίας
2)   βαθμός συμμετοχής των κομμάτων στην εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος



Εσωκομματική Δημοκρατία: Δικαίωμα ετερότητας (δικαίωμα διαφοράς).


Η εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος στα κόμματα γίνεται μέσω διαλεκτικών διαδικασιών.

Αρχή διάκρισης κρατικών λειτουργιών: Η υπέρτατη εξουσία ανήκει στον λαό.
Άρθρο 26, παρ.1 à εκτελεστική λειτουργία à κυβέρνηση και ΠτΔ.
                           Νομοθετική λειτουργία à βουλή
Άρθρο 26, παρ. 3à δικαστική λειτουργία à δικαστικοί λειτουργοί


Εξουσία: Υπέρτατη δύναμη που μετουσιώνεται σε έκφραση πολιτικής βούλησης. Εκδηλώνεται κάθε τέσσερα χρόνια με τι διαδικασία των εκλογών.

Λειτούργημα: έχει διαχειριστικές μορφές και συνδέεται με την έκφραση της βούλησης.

ΠτΔ à ελεγκτικές αρμοδιότητες, δεν είναι μάχιμο πολιτικό όργαο και έχει συμβολικές αρμοδιότητες.


Ετεροπροσδιορισμός: Παρέμβαση τρίτου φορέα
Π.χ. Παρέμβαση Προέδρου της Δημοκρατίας

Αυτοπροσδιορισμός:  Υποδηλώνει διαμόρφωση συνθέσεων μεταξύ κρατικών οργάνων
Π.χ. όταν διαμορφώνεται από τη βουλή



Αρχή διάκρισης κρατικών λειτουργιών à δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα.

Τα κρατικά όργανα δεν λειτουργούν μόνοι τους, αλλά λειτουργούν μέσω συνθέσεων και συζεύξεων.


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Παλιά ο ΠτΔ μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή, να προκηρύξει δημοψήφισμα χωρίς τη μεσολάβηση της βουλής. Επίσης μπορούσε να παρεμβαίνει και να ορίζει ως πρωθυπουργός το πρόσωπο της εμπιστοσύνης του (1974-1986) Ωστόσο δεν έγινε η χρήση αυτών των αρμοδιοτήτων.


Αρχή του Κράτους Δικαίου
Οι παράμετροι στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης σήμερα έχουν αμβλυνθεί.

Άρθρο 25, παρ.1 συντ.

Ατομικά δικαιώματα: Αποθετικός χαρακτήρας. Συνέρχονται προς την αρχή του κράτους δικαίου. Αυτοπροσδιορίζονται  στις σχέσεις τους με τους πολίτες μέσω των συνταγματικών κανόνων.


Κοινωνικά Δικαιώματα: Παροχικός χαρακτήρας


Ατομικά Δικαιώματα = ελευθερία
Κοινωνικά Δικαιώματα = ισότητα

Ισότητα: άρχισε να διαδίδεται τις τελευταίες δεκαετίας λόγο της δημοκρατικής νομιμότητας.

Ελευθερία: δυνατότητα ατόμου να αυτοπροσδιορίζεται


Υπέρτατο δικαίωμα = δικαίωμα αυτεξουσιότητας

Κράτος Δικαίου: φορέας υποχρεωμένος να αυτοπροσδιορίζεται και να αυτοδεσμεύεται στις σχέσεις του με τους πολίτες.




Κοινωνικό κράτος δικαίου (άρθρο 4, παρ. ½)

Τυπική ισότητα: ισότητα Ελλήνων και Ελληνίδων. à Η επιδίωξη πραγματώνεται με δεδομένες τις κοινωνικές ανισότητες.


Ουσιαστική ισότητα: όχι ενώπιον του νόμου, αλλά διά του νόμο και του συντάγματος. Η ουσιαστική ισότητα είναι αναλογική και όχι απόλυτη.


Αγώγιμο Δικαίωμα: Δικαίωμα ενός φορέα

Ατομικά Δικαιώματα= δικαστικώς αγώγιμα.

Ωστόσο υπάρχει αμφισβήτηση για το αγώγιμο χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων (π.χ. εργασία)..


Αναλογική ισότητα: ίση αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων


Κράτος = κατάκτηση πολιτικής εξουσίας

Κοινωνία= Δικές του κανόνες εξισσορόπησης διαφορώνà κατάκτηση κοινωνικής εξουσίας.


Αρχή του πολυκομματισμού à φορείς που προσπαθούν να προσεγγίσουν την κοινωνία με το κράτος.


Κοινωνικό Δικαίωμα: μη κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων καθιστά αδύνατο/ ατελείωτο τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα.

Ισορροπία μεταξύ ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αναδεικνύεται με την αρχή της αυτεξουσιότητας.

Όταν η κυβέρνηση χάσει την εμπιστοσύνη του λαού δεν γίνονται άμεσα εκλογές, αλλά ο νομοθέτης περιμένει να κλείσει η κυβέρνηση τα 4 χρόνια.
Διάλυση Βουλής à Πρόταση Προέδρου της Δημοκρατίας.

Εφόσον η κυβέρνηση αδυνατίσει τότε γίνονται εκλογές.


Διερευνητικές Εκλογές: συσχετίζονται με την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Εφόσον δεν υπάρχει κόμμα που να έχει την πλειοψηφία τότε ο ΠΔ δίνει χρόνο 1 εβδομάδας στους αρχηγούς των κομμάτων για συναίνεση με σκοπό να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση συνεργασίας




 Ερωτήσεις:



1)   Έννοια θεμελιωδών αρχών πολιτεύματος;
2)   Αν αποτελούν διατάξεις του ισχύοντος συντάγματος;
3)   Ποια είναι η διαφοροποίηση μεταξύ των θεμελιωδών αρχών και λοιπών κανόνων του συντάγματος;
4)   Ποια είναι η λειτουργική χρησιμότητα θεμελιωδών αρχών;


Απαντήσεις:

1)   Είναι κάποια βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία ρυθμίζουν και χαρακτηρίζουν τη μορφή του πολιτεύματος. Αυτό σημαίνει ότι αν πάψει να ισχύει μια θεμελιώδης αρχή, τότε το πολίτευμα παύει να είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

2)   Αποτελούν διατάξεις του συντάγματος.


3)   Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι οι θεμελιώδης αρχές είναι ενσωματωμένες στο σύνταγμα και δεν μπορούν να αλλάξουν εύκολα.

Ομοιότητα: Έχουν γραπτό περιεχόμενο και περιέχουν κανόνες. Αποτελούν κανόνες συντάγματος και έχουν αυξημένη τυπική ισχύ.

Διαφοροποίηση: Οι αρχές έχουν μεγαλύτερο βαθμό γενικότητας και αφερετικότητας από τους λοιπούς κανόνες δικαίου.
Π.χ. άρθρο 25 του συντ.





4)   Θεμελιώδης αρχές: σε περίπτωση ερμηνευτικής αδιεξόδου για να επιτευχθεί να δοθεί μια απάντηση πρέπει να ξεκινήσουμε την ερμηνευτική σκέψη από τις θεμελιώδης αρχές. Είναι δηλαδή αφετηρία της ερμηνευτικής πυξίδας. Ξεκινάμε από τις γενικές και τις αφερημένες αρχές.


Η δημοκρατική αρχή του πολιτεύματος είναι η βασική αρχή.


Δημοκρατική αρχή: Α) εθνική κυριαρχία Β) λαϊκή κυριαρχία.

Η λαϊκή κυριαρχία και η εθνική κυριαρχία συνθέτουν την δημοκρατική αρχή.

Έθνος: Περιλαμβάνει άτομα που τους συνοδεύουν κοινά στοιχεία. Δεν παίζει ρόλο η γεωγραφική περιοχή. Το Έθνος είναι γενική και αφηρημένη ιδεατή οντότητα.

Λαός: Συγκεκριμένο και απτό περιεχόμενο. Σύνολο πολιτών που συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας.

Πρώτα εμφανίστηκε η εθνική κυριαρχία και μετά η λαϊκή κυριαρχία που διέπεται από οικονομικές και κοινωνικέ αντιθέσεις.


Άρθρο 1 συντ.
Υπέρτατη μορφή κρατικής πολιτικής εξουσίας à Συντακτική Εξουσία

Όλες οι εξουσίες: Σύνολο εξουσιών (νομοθετικές κτλπ) που γίνονται στο όνομα του Ελληνικού λαού .

 Χρησιμοποιείται για ιστορικούς και τυπικούς λόγους η έννοια του έθνους.
Θεμέλιο Πολιτεύματος à Λαϊκή κυριαρχία
Δεν υπάρχει κρατική εξουσία που ασκείται αυτόνομα, αλλά όλες οι εξουσίες ασκούνται σύμφωνα με το σύνταγμα.

Δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ελευθερία και ισότητα και χωρίς συμμετοχή του πολίτη στη πολιτική εξουσία.

1)   Ποια είναι η συνέπεια της εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής στην κρατική οργάνωση;




à Όλες οι αποφάσεις πρέπει

1) να εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού (λαϊκή νομιμοποίηση).

2) πρέπει να εκδίδονται με βάση την αρχή της δημοσιότητας (ΦΕΚà πληροφόρηση πολιτών).
Η αρχή της δημοσιότητας όσον αφορά την κρατική οργάνωση είναι έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας.

3) Η σχέση μεταξύ πλειοψηφίας και τη μειοψηφίας. Οι αποφάσεις στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας συλλειτουργούν μαζί.



Αρχή της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας:

Α) Η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία κυβερνάται, αλλά από την άλλη πλευρά ελέγχει τις πράξεις της πλειοψηφίας.

Β) Για να τονιστεί ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος ο έλεγχος πρέπει να είναι ουσιαστικός, αποτελεσματικός και συνεχόμενος.
Έτσι η μειοψηφία μπορεί να γίνει πλειοψηφία και η πλειοψηφία μπορεί να γίνει μειοψηφία (δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας του πολιτεύματος).


Όργανα του κράτους

Τα όργανα του κράτους είναι η Βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το Εκλογικό Σώμα και η Δικαστική Εξουσία.

Τα όργανα αυτά συνθέτουν την λειτουργία του κράτους.

-      οργάνωση των οργάνων
-      αρμοδιότητες των οργάνων
-      ποια σχέση έχουν με τα λοιπά κρατικά όργανα







Βασικές Έννοιες για τα όργανα του κράτους: αρμοδιότητα, φορέας και λειτουργία.

Οι παραπάνω είναι συναφής έννοιες που συνδέονται με την έννοια του οργάνου.


Όργανο: Δέσμη αρμοδιότητας που ασκείται για την εκπλήρωση κάποιου συγκεκριμένου κρατικού θέματος. Όταν λέμε αρμοδιότητα εννοούμε την δυνατότητα ή την θεσμική ικανότητα που έχει κάποιο όργανο για να εκδώσει κάποιες πράξεις ή να διεκπεραιωθούν κάποιες κρατικές υποθέσεις.

Τεκμήριο Αρμοδιότητας: Όταν έχουμε να κάνουμε με ένα ζήτημα που δεν ξέρουμε ποιο όργανο έχει αρμοδιότητα να το ρυθμίσουμε, τότε εννοούμε τον λαό.

Κυβέρνηση: Βασικό όργανο που ασκεί την εκτελεστική εξουσία (άρθρο 26).
Άσκηση Εκτελεστικής Εξουσίας à Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Κυβέρνηση.

Κυβέρνηση: Α) οργανική προσέγγιση Β) λειτουργική προσέγγιση

Οργανική προσέγγιση : όργανα που ασκούν την συγκεκριμένη αρμοδιότητα

Λειτουργική προσέγγιση : σύνολο αρμοδιοτήτων που ασκείται από κάποιο συγκεκριμένο κρατικό όργανο.


Κυβέρνηση (Λειτουργική Προσέγγιση):

1)   Υλοποίηση και Εφαρμογή των νόμων. Έκδοση κατάλληλων διοικητικών πράξεων.
2)   Βρίσκεται στη κορυφή της δημόσιας διοίκησης. Κατευθύνει την λειτουργία της διοικητικής μηχανής.

Άρθρο 81 συντ à συγκρότηση κυβέρνησης (οργανική προσέγγιση).


Άμεσο όργανο: Βουλή
Συλλογικό όργανο: Κυβέρνηση





Κυβερνητικά Συστήματα:
1)   Συλλογικό
2)   Πρωθυπουργοκεντρικό


Τα παραπάνω ισχύουν σήμερα όσον αφορά τις Δυτικές Δημοκρατίες.

Συλλογικό: Έχουμε άσκηση κυβερνητικής εξουσίας συνολικά από όλα τα μέλη του Υπουργικού Συμβολαίου. Δεν έχει ο πρωθυπουργός περισσότερη δύναμη από τους υπουργούς.

Πρωθυπουργοκεντρικός: Ο πρωθυπουργός έχει αυξημένες αρμοδιότητες. Έχει δεσπόζουσα θέση στη κυβέρνηση και στο Υπουργικό Συμβόλαιο.

Άρθρο 82, παρ.2 + άρθρο 37 à Ο πρωθυπουργός διαφοροποιείται από τα μέλη του Υπουργικού Συμβολαίου. Ο πρωθυπουργός διορίζεται πρώτος μετά τις εκλογές και μετά τις πράξεις του οποίου διορίζονται και οι υπόλοιποι μέλη της κυβέρνησης. Τα πάντα ανάγονται από τον Πρωθυπουργό.

Στην επιλογή κυβερνητικών συστημάτων παίζουν ρόλο:

1)   Εξαρτάται από τη προσωπικότητα του πρωθυπουργού (χαρισματικοί ή κάποιοι που είναι μεγάλοι σε ηλικία). Δηλαδή ισχυρή πολιτική προσωπικότητα.
2)   Εξαρτάται από το αν έχουμε μονοκομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση.

Μονοκομματισμός à αποφασιστικός ρόλος
Πολυκομματισμός à ελεγκτικός ρόλος



Άρθρο 82 συντ à βασική αρμοδιότητα κυβέρνησης
Καθορισμός γενικής πολιτικής της χώρας.

Γενική πολιτική: γενικός και αφηρημένος όρος
Α) εννοιολογικός καθορισμός
Β) αρνητική ερμηνευτική προσέγγιση


Οτιδήποτε δεν υπάγεται στην νομοθετική ή στην δικαστική λειτουργία υπάγεται εννοιολογικά στον όρο γενική πολιτική της χώρας (παιδεία, άμυνα, οικονομία και εξωτερική πολιτική).

Με την παρέμβαση του κράτους σε διάφορους τομείς γεννάται η ανάγκη ίδρυσης δημιουργίας νέων υπουργείων.


Πρακτικό
Εν όψη ενός σημαντικού  θέματος υπάρχει διχογνωμία ανάμεσα στους πολιτικούς παράγοντες. Ενόψει τούτο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί σε σύσκεψη τους αρχηγούς των κομμάτων και στη σύσκεψη αυτή παρίσταται και ο υπουργός εξωτερικών. Μόλις ο πρωθυπουργός το πληροφορείται αυτό, διαφωνεί και κάνει οξύτατες δηλώσεις. Στη συνέχεια επικοινωνεί με τον λαό διαφωνώντας με αυτό.

Ερωτήσεις

Α) Αν ο ΠτΔ μπορεί να καλέσει μια τέτοια σύσκεψη;
Β) Για ποιο λόγο βρίσκεται ο υπουργός εξωτερικών εκεί και όχι ο πρωθυπουργός;
Γ) είναι δικαιολογημένη η αντίδραση του πρωθυπουργού;
Δ) αν σύμφωνα με το σύνταγμα μπορούμε να δώσουμε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα;


Απαντήσεις:

Α)  άρθρο 50 à έχει μόνο αρμοδιότητα που του δίνει το σύνταγμα
Τεκμήριο αρμοδιότητας à θα έπρεπε να αναλάβει η βουλή τη σύσκεψη αυτή, επειδή είναι το μόνο κρατικό όργανο που εκλέγεται άμεσα.
Η διάταξη αυτή είναι μια γενική διάταξη.
Προσπαθούμε να βρούμε αν υπάρχει ειδική διάταξη που απονέμει στον ΠτΔ να καλεί σε σύσκεψη.

Άρθρο 30/33/26 à γενικές διατάξεις
Άρθρο 37, παρ. 3 και άρθρο 50 à έχει δυνατότητα ο ΠτΔ να καλέσει σε σύσκεψη.


Έχουμε να κάνουμε με μια αρμοδιότητα που μπορεί να συγκαλεί τους αρχηγούς των κομμάτων για άλλα θέματα.

Επομένως αυτή η ενέργεια του ΠτΔ είναι αντισυνταγματική. Για να ήταν συνταγματική έπρεπε να υπήρχε συγκεκριμένος συνταγματικός κανόνας.



Β – Δ) Άρθρο 37/82, παρ.2 à Η ενέργεια του υπουργού εξωτερικών είναι και συνταγματική και μη. Έχει πολλαπλές ερμηνείες. Όμως υπάρχει μια άποψη που είναι πιο πειστική : είναι συνταγματικό γιατί εφόσον δεν είχε πάρει άδεια από τον Πρωθυπουργό δεν είχε την αρμοδιότητα να παρασταθεί σε μια τέτοια σύσκεψη.

Ο συνταγματικός κανόνας περικλείει το δέον.
Υπάρχει άμεση σχέση που συνενώνει το δέον με την πολιτική – κοινωνική πραγματικότητα.

Γ) Από τη στιγμή που ο ΠτΔ δεν έχει αυτό το δικαίωμα είναι δικαιολογημένη η αντίδραση του.




Διαγραφή μελών ενός κόμματος:

Άρθρο 29

1)   Δικαίωμα καθενός ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα ( δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση πολιτικής εξουσίας).
2)   Σκοπός: Διασφάλιση ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος.

Καθιερώνεται η ενδοκομματική αντιπολίτευση.
Άρθρο 29, παρ.1 à συνταγματοποιείται η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και η συμμετοχή των πολιτών σε κόμματα.

Εφόσον κάποιο μέλος διαγράφεται από ένα κόμμα έχουμε προσβολή κάποιου ατομικού πολιτικού δικαιώματος.

Η ειδική διάταξη υπερισχύει της γενικής..

Η ελευθερία του ενός σταματάει στην περίπτωση που παρεμποδίζεται η ελευθερία κάποιου άλλου.


Πρακτική Αρμονία:
Εφαρμόζονται και ισχύουν όλα τα ατομικά δικαιώματα.
Υπάρχουν κανόνες που επιτρέπουν την άσκηση και των δύο δικαιωμάτων.
Δεν έχουμε υπεροχή ενός δικαιώματος από ένα άλλο δικαίωμα. Δεν έχουν αντιθετικό περιεχόμενο τα δικαιώματα. Έχουν κανονιστικό περιεχόμενο.
Τα ατομικά δικαιώματα έχουν την ίδια ισχύ, όπως και οι συνταγματικοί κανόνες που έχουν αυξημένη τυπική ισχύ.



Χρηματοδότηση Πολιτικών Κομμάτων

Η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων ορίζεται στο άρθρο 29, παρ.2 του συντάγματος.

Πρέπει να έχουν χρηματοδότηση από το κράτος ή μπορούν να έχουν χρηματοδότηση και από ιδιώτες.
Εξαρτώνται από ιδιωτική χρηματοδότηση (1983-1984).

Ένα ποσοστό μοιράζεται από το κράτος στα πολιτικά κόμματα χωρίς να αποκλείεται η ιδιωτική χρηματοδότηση. Αναλογική χρηματοδότηση είναι και λάθος γιατί παγιώνεται έτσι μια κατάσταση και σωστό.

Υπήρχε πρόβλημα διαφάνειας στη διαχείριση αυτών των χρημάτων.

Παρόν Σύνταγμα à υποχρέωση του κράτους για χρηματοδότηση και δικαίωμα του κόμματος να ζητά χρήματα

Υπάρχει ανάγκη ελέγχου δαπανών των κομμάτων, ακόμα και αυτών των υποψηφίων.

Κύρωση υπάρχει μόνο για τους βουλευτές που εκλέγονται και όχι για τους υποψηφίους βουλευτές.

Ένα άλλο πρόβλημα υπάρχει στον ορισμό της εκλογικής δαπάνης.


Εκλογική Δαπάνη: Δαπάνη που γίνεται κατά την εκλογική περίοδο. Δηλαδή από τότε που διαλύεται η Βουλή μέχρι τις εκλογές.

Εάν ένα κόμμα εξαρτάται μόνο από ιδιωτική χρηματοδότηση θα κάνει στην Βουλή αυτά που θέλει ο ιδιώτης. Οι ιδιωτικές προσφορές είναι επώνυμες και έτσι η επιτροπή ελέγχει τις χρηματοδοτήσεις.








Βουλή
Βρίσκεται πιο κοντά στην πηγή της εξουσίας που είναι το εκλογικό σώμα.

Ελλάδα à 2 συστήματα συγκρότησης Βουλής
1)   μονήρη Βουλή (μόνο μια βουλή)
2)   Σύστημα δύο Βουλών.

Υπάρχουν συστήματα όπου οι 2 βουλές είναι απαραίτητες.
Π.χ. σε περίπτωση ομοσπονδίας κρατών (ΗΠΑ – Κάθε πολιτεία στέλνει 2 βουλευτές στην Βουλή ανεξάρτητα από το πληθυσμό της).

Στα ενιαία κράτη όπως είναι η Ελλάδα είναι θέμα επιλογής για το ποιο σύστημα θα εφαρμοστεί.

Στα συστήματα 2 βουλών η λεγόμενο κάτω Βουλή πάντοτε έχει τον τελικό λόγο. Πηγαίνει το νομοσχέδιο στην άνω Βουλή. Εάν δεν βρεθεί μια λύση για το νομοσχέδιο (δηλαδή σε περίπτωση που η άλλη βουλή μπλοκάρει το νομοσχέδιο), η κάτω Βουλή αποφασίζει τελικά. Αυτό εφαρμόστηκε μόνο 2 φορές μέχρι τώρα στην Ελλάδα. Η μια περίπτωση ήταν κατά τη περίοδο του Όθωνα και η άλλη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Στην 2η περίπτωση εφαρμόστηκε για 7 χρόνια.

Στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης υπήρχε το σύστημα των  δύο βουλών (ακόμα και στα πιο μικρά). Εκείνη την εποχή σε αυτές τις χώρες υπήρχε καχυποψία. Δηλαδή δεν ήθελαν ένα μόνο πόλο εξουσίας το οποίο θα ήταν ανεξάρτητο κτλπ).

Βουλευτική περίοδος = Διάστημα μεταξύ των δύο βουλευτικών εκλογών. Είναι maximum 4 χρόνια.

Βουλευτική σύνοδος = Περιοδικότητα εντός της περιόδου.

Είδη Βουλευτικών Συνόδων:
1)  Τακτική Σύνοδος
2)  Επιτακτική Σύνοδος
3)  Ειδική Σύνοδος

Τακτική Σύνοδος = Ξεκινάει 1 μήνα μετά τις εκλογές. Δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε μήνες. Υποχρεωτικά παρατείνεται μέχρι να ψηφιστεί ο προϋπολογισμός. Η βουλή έχει υποχρεωτική αρμοδιότητα της ψήφισης του προϋπολογισμού. Αρχίζει τον Οκτώβριο μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές και τελειώνει τον Ιούνιο..


Έκτακτη Σύνοδος =  Προκυρήσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν κρίνεται αναγκαίο. Δεν έχει περιορισμό χρόνου και αρμοδιοτήτων. Έχει γίνει μόνο το 1991 όταν είχε έρθει ο Bush στην Ελλάδα για να απευθυνθεί στην Ελληνική Βουλή και επίσης έγινε κατά τη διάρκεια της ψήφισης της συνθήκης Μάστριχτ.


Ειδική Σύνοδος = Αντίθετα μετά την τακτική και την έκτακτη σύνοδο. Προβλέπεται από το σύνταγμα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και η Βουλή δεν μπορεί να ασκήσει άλλη αρμοδιότητα εκτός από αυτήν για την οποία έχει προκυρηχθεί (π.χ. σε περίπτωση αδυναμίας του πρωθυπουργού για λόγους υγείας κτλπ).

Σε περίπτωση πολέμου παρατείνεται η διάρκεια της Βουλής. Εάν ξεσπάσει πριν τις εκλογές η παλιά Βουλή αναβιώνει.

Άρθρο 40, παρ.2 και 3 συν.

Η Βουλή συνέρχεται σε Ολομέλεια και σε τμήματα. Τα θερινά τμήματα είναι 3 και μέχρι το 2001 δεν είχαν νομοθετικές αρμοδιότητες.

Τα θέματα που ρυθμίζονται από τη Βουλή αλλάζουν πιο συχνά από ότι το σύνταγμα.

Όργανα της Βουλής:
1)  Ο Πρόεδρος της Βουλής
2)  Διάσκεψη των Προέδρων
3)  Προεδρείο

Πρόεδρος της Βουλής: Έχει απεριόριστες και ανέλεγκτες αρμοδιότητες. Εκλέγεται στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου με απόλυτη πλειοψηφία και μυστικά. Η εκλογή του είναι πολύ σημαντική για κάθε βουλή. Είναι το πρώτο crash test για το πρώτο κόμμα γιατί θα αναδείξει τους δυσαρεστημένους με το αποτέλεσμα. Είναι σημαντικό το κόστος του και η στιγμή. Εκλέγεται για τέσσερα χρόνια. Από το 1995 έως τώρα δεν υπήρχε περίπτωση που ο Πρόεδρος της Βουλής να ήταν ανίκανος. Ήταν υποψήφιοι υψηλά στελέχη.

Υπάρχουν 2 συστήματα Προέδρων της Βουλής.

Αμερικανικό Μοντέλο à Είναι ο Πρόεδρος της Βουλής εκπρόσωπος του κόμματος. Έχει καθημερινή επαφή με την κυβέρνηση και κάνει τα πάνα για να βοηθήσει το κόμμα του.

Βρετανικό Μοντέλο à  Ορισμός αντικειμενικού προέδρου της Βουλής. Με το που εκλέγεται καταργείται από το κόμμα του και είναι μόνο Πρόεδρος της Βουλής. Εφόσον κάποιος εκλεγεί Πρόεδρος της Βουλής κατά την επόμενη εκλογική περίοδο δεν υπάρχει ανταγωνιστής του στην εκλογική του περιφέρεια.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διατηρεί τα βουλευτικά του αξιώματα. Το κάθε κόμμα αποφασίζει τον βουλευτή που θέλει να γίνει υποψήφιος για την προεδρία της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Βουλής είναι αποκλειστικός διαδάχτης των δαπανών και του προϋπολογισμού της Βουλής. Τον προϋπολογισμό της Βουλής το  εισηγείται ο Πρόεδρος της Βουλής και τον ψηφίζουν οι βουλευτές. Ο Πρόεδρος της Βουλής δεν παρεμβαίνει στη συζήτηση της ψηφοφορίας, μόνο προεδρεύει (δεν λέει τη γνώμη του, μπορεί όμως να το κάνει αλλά αν πει τη γνώμη του μέχρι το τέλος της συζήτησης δεν μπορεί να ξανανέβει στην έδρα της προεδρίας). Έχει το δικαίωμα να αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όταν αυτός είναι στο εξωτερικό κτλπ. Ο πρόεδρος της  βουλής αναπληρώνει τη θέση του Πρόεδρου της Δημοκρατίας μετέχει στην εκλογική διαδικασία.


Προεδρείο της Βουλής:   7 Αντιπρόεδροι + 1 πρόεδρος
Είναι διακομματικό και εκπροσωπούνται όλες οι δυνάμεις που υπάρχουν στο κοινοβούλιο. Οι αντιπρόεδροι είναι να προεδρεύουν και να ξεκουράζουν τον Πρόεδρο της Βουλής. Έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες. Ο 1ος αντιπρόεδρος μετά από τον πρόεδρο καθορίζεται με κοινοβουλευτική πλειοψηφία.


Διάσκεψη των Προέδρων: Συλλογικό όργανο. Αποτελείται από τον πρόεδρο, τους 7 αντιπροέδρους, τους προέδρους των ειδικών επιτροπών, προέδρους διαρκών επιτροπών, 1 εκπρόσωπο από κάθε κοινοβουλευτική ομάδα και 1 εκπρόσωπο από τους ανεξάρτητους. Συνεδριάζει μια φορά την εβδομάδα. Έχει προγραμματικό και συμβολικό ρόλο. Γίνεται μια προπαρασκευαστική συζήτηση για νομοσχέδια κτλπ. Είναι όργανο που υπάρχει σε όλα τα Ευρωπαϊκά Κοινοβούλια.

Διαρκής Επιτροπές = Είναι έξι και είναι μικρές ομάδες βουλευτών που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις.







Σημαντικές Ειδικές Επιτροπές:


Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας = εξετάζει θέματα που αφορούν κοινοβουλευτική δεοντολογία, άρση απορρήτου βουλευτών κτλπ. Εξετάζουν θέματα δηλαδή που είναι πολύ σοβαρά.

Επιτροπή των ΔΕΚΟ = Κάθε φορά που η κυβέρνηση προτείνει έναν προσδιορισμό στο δημόσιο, αυτό ανακρίνεται από αυτήν την επιτροπή. Είναι συμβουλευτική η άποψη της επιτροπής.

Εξεταστική Επιτροπή = Μια επιτροπή που συγκροτείται και εξετάζει με απόφαση της Βουλής. Οι πρόεδροι των κομμάτων προτείνουν βουλευτές τους στον Πρόεδρο της Βουλής για την επιτροπή αυτή. Έχει αρμοδιότητες ανακριτικού υπαλλήλου. Ψάχνει από τη πολιτική σκοπιά τα γεγονότα και όχι από την νομική. Δεν βγάζει πόρισμα νομικά δεσμευτικό.

Μέχρι το 2001 όλες οι συζητήσεις στις επιτροπές αυτές ήταν μυστικές.
Οι επιτροπές αυτές συγκροτούνται κατ’ αναλογία της δύναμης των κοινοβουλευτικών ομάδων.


Κοινοβουλευτικές Ομάδες:
Για να σχηματιστεί μια κοινοβουλευτική ομάδα πρέπει να έχει 10 βουλευτές ή 5 βουλευτές και να έχει βάλει υποψηφιότητα στο 2/3 των εκλογικών περιφερειών. Οι πολλές μικρές κοινοβουλευτικές ομάδες έχουν ως αποτέλεσμα ότι αυτή η ομάδα έχει και έναν κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο. Σε περίπτωση που υπάρχουν πολλοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι διαλύεται η συνεδρίαση.

Μέσα στη Βουλή χρησιμοποιείται ο όρος κοινοβουλευτική ομάδα.

Ανεξάρτητοι = Αυτοί που έχουν εκλεγεί ως ανεξάρτητοι ή αυτοί που έχουν ανεξαρτητοποιηθεί από τα κόμματα που είχαν εκλεγεί στην αρχή. Αρκεί η δήλωση τους για να ανεξαρτητοποιηθούν.

Γενικές αρχές της κοινοβουλευτικής διαδικασίας:
1)   Η  βουλή δουλεύει βάση ημερησίας διατάξεως. Εφόσον υπάρχει έκτακτο γεγονός χρειάζεται απόφαση του Προέδρου της Βουλής για να τροποποιηθεί η ημερησία διάταξη.
2)   Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων. Με την σημερινή έννοια είναι ότι η συνεδρίαση μεταδίδεται από την τηλεόραση. Δημοσιότητα σημαίνει επίσης εκτύπωση των πρακτικών και η ελεύθερη διανομή τους σε αυτούς που θέλουν.
3)   Οι μέρες συνεδριάσεων. Τα ζώρικα θέματα / νομοσχέδια μπαίνουν Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη για πρακτικούς λόγους. Συνεδριάσεις γίνονται όμως και την Δευτέρα και την Παρασκευή. Εάν το αποφασίσει η Βουλή μπορεί να γίνει μυστική συνεδρίαση (κλείνουν οι κάμερες κτλπ).

Απαρτία: απαιτείται όχι για τη λήψη απόφασης και όχι για τη συζήτηση αλλά για την ψηφοφορία. Στην ψηφοφορία πρέπει να ψηφίσει η απόλυτη πλειοψηφία.

 
Αναθεώρηση Διατάξεων Συντάγματος


Για να αναθεωρηθεί χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις:

1)  ουσιαστικές προϋποθέσεις
2)  διαδικαστικές προϋποθέσεις
3)  χρονικές προϋποθέσεις

Ουσιαστικές προϋποθέσεις = χωρίζονται σε διατάξεις που μπορούν να αναθεωρηθούν και μη.

Διαδικαστικές προϋποθέσεις = από στάδιο σε στάδιο εξέλιξη της αναθεωρητικής διαδικασίας

Χρονικές προϋποθέσεις = Χρόνος που πρέπει να μεσολαβήσει από την τελευταία αναθεώρηση του συντάγματος (5 χρόνια).



Θεμελιώδης διατάξεις à δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση.

Στην εξέλιξη της αναθεωρητικής διαδικασίας παρισφρύει απαραίτητα το εκλογικό σώμα.

Αναθεωρούνται όλες οι διατάξεις εκτός από αυτές που καθορίζουν την μορφή του πολιτεύματος (προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία – άρθρο 1, παρ.1 και άρθρο 1, παρ. 2 συντάγματος).

Μορφή πολιτεύματος = καθορίζει τον ομοσπονδιακό ή τον ενιαίο χαρακτήρα ενός πολιτεύματος.

Μετά το 1986 συρρικνώθηκαν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας με αναθεώρηση.

Το Ελληνικό Σύνταγμα είναι μεν αυστηρό, αλλά όχι απολύτως αυστηρό.

Απολύτως αυστηρό σύνταγμα : Είναι κάποιο σύνταγμα που περιέχει διάταξη που απαγορεύει την αναθεώρηση του. Δεσμεύει στη βούληση του συντακτικού νομοθέτη τις επόμενες γενιές. Έχει ως αποτέλεσμα την επανάσταση ή το πραξηκόπιμα, διότι δεν μπορεί να ενταχθεί/ ακολουθήσει την κοινωνική και την πολιτική εξέλιξη.

Επίσης δεν αναθεωρούνται οι διατάξεις που αναφέρονται στη βάση του πολιτεύματος (κοινοβουλευτική δημοκρατία).

Κοινοβουλευτική Δημοκρατία = Μετά το εκλογικό σώμα, το επόμενο κύριο όργανο είναι η Βουλή.


Τυπική Ισότητα à Ενώπιον νόμου
Ουσιαστική Ισότητα à Διά του νόμου


Τα Άρθρα του συντάγματος που δεν αναθεωρούνται:

Άρθρο 2, παρ. 1 συντ.

Άρθρο 4, παρ. 4 à δυνατότητα εισόδου σε δημόσια λειτουργήματα

Άρθρο 5, παρ. 1 à δικαίωμα συμμετοχής στη πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας

Άρθρο 26 συντ. à θεμελιώδης διαρθρωτική αρχή (ονομάζεται έτσι γιατί συνδέει τους φορείς κρατικής εξουσίας.)

Άρθρο του συντάγματος που καθορίζει τις θρησκευτικές ελευθερίες.

Όλες οι παραπάνω διατάξεις δεν αναθεωρούνται.


Φορέας = κάτοχος εξουσίας.


Υπέρτατη Κρατική Εξουσία à Φορέας + Πηγή = Λαός

Ο Λαός έχει Συντεταγμένες Λειτουργίες, οι οποίες είναι :

1)  Νομοθετικές Λειτουργίες (άρθρο 2, παρ. 1)
2)  Εκτελεστικές Λειτουργίες (άρθρο 2, παρ. 2)
3)  Δικαστικές Λειτουργίες (άρθρο 2, παρ. 3)




Η υπέρτατη κρατική εξουσία είναι και η συντακτική εξουσία.

Συντακτική Εξουσία :
Α) Πρωτογενής συντακτική εξουσία
Β) Δευτερογενής συντακτική εξουσία


Πρωτογενής συντακτική εξουσία = Δεν υφίσταται οργανωμένο κράτος. Χρειάζεται δηλαδή θέσπιση νέου κράτους. Υπάρχει όταν καταλύεται ένα σύνταγμα με πραξηκόπιμα.

Δευτερογενής συντακτική εξουσία (ή παράγωγος συντ. εξου.)= Είναι αποκύημα (κομμάτι) μιας πρωτογενής συντακτικής εξουσίας, δηλαδή είναι παράγωγο μιας προϋπάρχουσας συντάγματος. 


Φορέας = Αυτός που πρόσκαιρα ασκεί τις λειτουργίες που του έχει αναθέσει ο λαός (Εκλογικό σώμα).


Στη δικαστική λειτουργία τα όργανα διορίζονται, ενώ στη νομοθετική και στην εκτελεστική εξουσία τα όργανα/ οι φορείς εκλέγονται.

Φορέας Λειτουργήματος, έχει:
1)   Πρωτοβουλίες Ενεργειών
2)   Εκτέλεση Ενεργειών
3)   Ευθύνη Ενεργειών
    (πολιτική, ποινική κι αστική ευθύνη για νομοθετικές και εκτελεστικές λειτουργίες / δικαστικές για δικαστικές λειτουργίες).


Άρθρο 47, παρ. 1à δεν είναι δικαίωμα αυτό που έχει, διότι δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 του συντάγματος.


Άνθρωπος κοινωνός à Κοινωνικά Δικαιώματα
Άνθρωπος Πολιτικός à Πολιτικά Δικαιώματα
Άνθρωπος άνθρωπος à Ανθρώπινα Δικαιώματα

Πρόεδρος της Δημοκρατίας à δεν έχει άλλα δικαιώματα ή αρμοδιότητες εκτός από αυτά που ήδη καθορίζονται.

Δικαίωμα = αρμοδιότητα (μόνο στους φορείς συντεταγμένων λειτουργιών)

Δικαίωμα = υπέρτατη εξουσία αυτοπροσδιορισμού (μόνο στο Λαό)


Άρθρο 110, παρ.1
Ο διαχωρισμός των διατάξεων του άρθρου σε μη υποκείμενες σε αναθεώρηση:
Α) Μέσω ερμηνευτικής προσέγγισης
Β) Μέσω ρητού προσδιορισμού
 συνίστανται  στο ότι οι μεν πρώτες είναι δεκτικές ανάδειξης του νοηματικού τους περιεχομένου (όπως στις προεδρικές αρμοδιότητες στην αναθεώρηση του 1986 και στις αρμοδιότητες της Βουλής κατά την αναθεώρηση του 2001) ενώ οι αριθμητικών απαριθμούμενες (π.χ. το άρθρο 2, παρ. 1 συντ.) δεν αναθεωρούνται ούτε στην νομοθετική τους διατύπωση.

Οι διατάξεις του συντάγματος που καθορίζουν την βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία κατά τη γραμματική ερμηνεία του συντάγματος δεν αναθεωρούνται.
Βάση όμως της λογικής, της συστηματικής και της τελολογικής ερμηνείας είναι δυνατή η αναθεώρηση των διατάξεων αυτών μόνο όταν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και με σκοπό την περαιτέρω εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Γραμματική ερμηνεία = Ερμηνεία που γίνεται με βάση τους κανόνες γραμματικής κτλπ.

Λογική Ερμηνεία = Ερμηνεία βάση των κανόνων λογικής

Συστηματική Ερμηνεία = Συσχέτιση με άλλες ερμηνείες

Τελολογική Ερμηνεία = Ερμηνεία Σκοπιμότητας


Διαδικαστικές Προϋποθέσεις για αναθεώρηση του συντάγματος περιλαμβάνουν:
Α) Στοιχείο πρότασης
Β) Στοιχείο αποδοχής

Η πρόταση γίνεται από βουλευτή ή ενδοκομματικά. Γίνεται από 50 τουλάχιστον βουλευτές.
Ανάμεσα στην πρόταση και στην αποδοχή υπάρχει ένα στάδιο συζήτησης που γίνεται στην ολομέλεια της Βουλής. Μετά την συζήτηση ακολουθεί η ψηφοφορία.
Η βουλή που πρότεινε την αναθεώρηση (πρόταση) είναι απλή βουλή (προτείνουσα βουλή) και όχι αναθεωρητική βουλή.
Η πρόταση αν γίνει δεχθεί μέσω ψηφοφορίας (3/5 ή 151 βουλευτές), θα γίνουν νέες γενικές βουλευτικής εκλογές και η νέα βουλή θα ονομάζεται αναθεωρητική βουλή.

Χρονικές Προϋποθέσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος:

Χρονική Δέσμευση à Καθορίζεται  στη τελευταία διάταξη του άρθρου 110.

Είτε στη βασιλευομένη είτε στη προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία η παρίσφρυση του αρχηγού του κράτους θα άμβλυνε την έκφραση της λαϊκής βούλησης. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μεσολαβεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην αναθεώρηση του Συντάγματος.







Κανόνες Αναγκαστικού δικαίου:
1.   Έχουν αυξημένη τυπική ισχύ
2.   Είναι αυστηρός ο χαρακτήρας τους

    Κανόνες Ενδοτικού Δικαίου:
1.   Κανόνες που επαφίενται στην ερμηνεία που θα δοθεί
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος
Συμμετέχει στην εκτελεστική λειτουργία και στη νομοθετική λειτουργία
Διεθνής παραστάτης του κράτους
Σύνθετο και μονοπρόσωπο κρατικό όργανο

Παλιά Δικαιώματα που είχε:
-      Διάλυση Βουλής
-      Δημοψήφισμα
-      Είχε γενικά πολλές αρμοδιότητες που ήταν αντίθετες με το σύνταγμα

Άρθρο 35, παρ. 1 και παρ.2 à Κανόνες και εξαίρεση από την εκτελεστότητα προεδρικών πράξεων

Τεκμήριο Αρμοδιότητας συντρέχει υπερ του λαού και τεκμήριο αρμοδιότητας σημαίνει η ερμηνευτική (ουσιαστική) απόδοση αρμοδιοτήτων σε φορέα κρατικής εξουσίας ακόμη και αν οι αρμοδιότητες αυτές προβλέπονται ρητώς από το σύνταγμα.

Πηγή και φορέας κρατικής εξουσίας είναι ο λαός. Το  γενικό τεκμήριο της αρμοδιότητας ανήκει στο σύνολο των προσώπων που έχουν την ίδια ιθαγένεια.

Υπέρ της βουλής συντρέχει το ειδικό τεκμήριο νομοθετικής αρμοδιότητας με βασική προϋπόθεση ότι θα κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της ενδοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Πρόεδρος Δημοκρατίαςà Αρνητικό Τεκμήριο αρμοδιότητας που υποδηλώνει ότι δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παραμόνο αυτές που του αναγνωρίζονται ρητώς από το Σύνταγμα.

Οι τυπικοί νόμοι βάση των οποίων αναδεικνύονται τα χαρακτηριζόμενα ως κρατικά όργανα, καθορίζονται οι αρμοδιότητες τους και διαμορφώνονται οι σχέσεις τους και η απότοκος αυτών ευθύνη χαρακτηρίζονται θεσμικά νομοσχέδια ή θεσμικοί νόμοι. Ο χαρακτηρισμός συνάγεται με διαδικασίες οι οποίες έχουν καταξιωθεί στην δημοκρατική συνείδηση του λαού και συνεπώς ο κανονιστικός τους πυρήνας δεν επιδέχεται αναθεώρηση. 

Πρόεδρος Δημοκρατίας à έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση (αναδεικνύεται από τη Βουλή).



Ψηφοφορίες για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας:

Α’ Φάση
1)   2/3 = 200
2)   2/3 = 200
3)   3/5 = 180

Διάλυση βουλής

Β’ Φάση
1)   3/5 = 180 (με την νέα Βουλή)
2)   Απόλυτη Πλειοψηφία (150+1)
3)   Σχετική πλειοψηφία  μεταξύ των δύο τελευταίων υποψηφίων


Αν οι κρατικές πράξεις δεν προσυπογράφονται από τους αρμόδιους υπουργούς δεν ισχύουν.


Ποινική ευθύνη à κατηγορία για παράβαση κανόνων ποινικού δικαίου
Αστική Ευθύνη à Υποχρέωση για αποζημίωση
Πολιτική Ευθύνηà Υποχρέωση παραίτησης


Σύνθετα Κρατικά όργανα:
Σύνολο φορέων κρατικής εξουσίας που εκδίδουν με την σύμπραξη τους κρατικές πράξεις ισχυρές και εκτελεστές.

Άρθρο 35, παρ. 1à Μη Αυτοτελής κρατικές πράξεις
Άρθρο 35, παρ.2 à Αυτοτελής Κρατικές πράξεις. Ελάχιστες Αρμοδιότητες του Προέδρου Δημοκρατίας.

Οι παρακάτω πράξεις του Προέδρου Δημοκρατίας χαρακτηρίζονται καταρχάς ως αυτοτελής και διακρίνονται περαιτέρω σε δέσμιας και ελεύθερης εκτίμησης:

Δέσμιας Εκτίμησης:
Υποδηλώνει ότι ο φορέας προεδρικής ιδιότητας δεν έχει περιθώρια παρέκκλισης από τη δεοντολογία την οποία καθορίζει ο συντακτικός νομοθέτης.

Ελεύθερης Εκτίμησης:
Υπάρχουν περιθώρια διαμόρφωσης (ad hoc) εκ των πραγμάτων υποκειμενικής βούλησης.

1)   Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό (Δέσμιας Εκτίμησης) γιατί η ενεργοποίηση και η εξέλιξη της διαδικασίας προβλέπεται ρητώς από το σύνταγμα.
2)   Ανάθεση διερευνητικών εντολών (Δέσμιας εκτίμησης..)
3)   Αναπομπή Νόμων
Η αναπομπή ψηφισμένων νομοσχεδίων à αυτοτελής πράξη ελεύθερης εκτίμησης.
Ο συντακτικός νομοθέτης ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός (διαχρονικά) απέναντι στους μονοπρόσωπους φορείς της κρατικής εξουσίας (συνταγματικός μονάρχης, βασιλιάς, Πρόεδρος Δημοκρατίας) γιατί στις εν λόγω περιπτώσεις οι φορείς της κρατικής εξουσίας διαμορφώνουν εξ αντικειμένου δίκαιο με κριτήρια καθαρά υποκειμενικά. Δηλαδή η βούληση του δεν είναι αποτέλεσμα διαλεκτικής διαδικασίας.

4)   Διορισμός του προσωπικού της προεδρίας της Δημοκρατίας (Ελεύθερης Εκτίμησης).
5)   Διάλυση Βουλής

3 περιπτώσεις διάλυσης της Βουλής:

Α) Εάν δεν καρποφορήσει η διαδικασία για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας στη 3η ψηφοφορία του 1ου σταδίου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να υπογράψει το σχετικό διάταγμα.

Β) Αν παραιτηθούν ή καταψηφιστούν δύο φορές κυβερνήσεις. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βάση αυτών των δεδομένων ότι η τρέχουσα βουλή δεν μπορεί να στηρίξει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα. Όταν ο πρωθυπουργός αρνείται να προσυπογράψει το σχετικό διάταγμα.

Γ) Όταν λήγει η 4ετής θητεία της Βουλής (άρθρο 53, παρ. 1). Αν αρνείται το υπουργικό συμβούλιο για να προσφύγουμε σε εκλογές.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει πολιτική ευθύνη στις περιπτώσεις του άρθρου 35, παρ.2 αλλά η πολιτική του ευθύνη είναι ιδιάζουσα. Ο προσδιορισμός αυτός υποδηλώνει ότι δεν έχει πολιτική και κοινοβουλευτική ευθύνη. Δηλαδή δεν είναι υποχρεωμένος να εμφανιστεί σε λογοδοσία ενώπιον της Βουλής.
Η ευθύνη του είναι ηθική-πολιτική. Αναγκάζεται δηλαδή εκ των πραγμάτων σε παραίτηση η άρνηση της οποίας έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση πολιτικών ή κοινωνικών ανισσοροπιών.

Άρθρο 47
Όπου ο συντακτικός νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο ‘δικαίωμα ΄ για τον προσδιορισμό των λειτουργιών που επιτελούν τα άμεσα κρατικά όργανα υποδηλώνει παράμετρο των αρμοδιοτήτων τους.
Αντίθετα στα άρθρα 4-25 τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα άτομα, στους πολίτες και στους φορείς του κοινωνικού γίγνεσθαι (ατομικά – πολιτικά και κοινωνικά) είναι εξουσίες οι οποίες απονέμονται στους φορείς της υπέρτατης εξουσίας για να διαμορφώσουν το δικαίωμα της αυτεξουσιότητας.
Ο όρος δικαίωμα για τους φορείς των κρατικών λειτουργιών έχει λειτουργικό χαρακτήρα που υποδηλώνει ενεργοποίηση διαδικασιών (έκδοση σχετικών πράξεων), καθορισμός περιεχομένου κρατικών πράξεων και ανάληψη ευθυνών από την εφαρμογή τους.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν καλείται να απονέμει χάρη δεν έχει περιθώριο ουσιαστικής εκτίμησης των σχετικών προτάσεων:
- γιατί απονομή χάριτος δεν υπάγεται στην περίπτωση του άρθρου 35, παρ.2 (αυτοτελής πράξεις ελεύθερης εκτίμησης)
- γιατί η έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος δεν συνεπάγεται πολιτική του ευθύνη.
Η σχετική διαδικασία ξεκινά με την σύνταξη του σχεδίου του προεδρικού διατάγματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ο οποίος καθορίζει και το περιεχόμενο του μετά την κατάθεση του φακέλου της δικογραφίας και των σχετικών προτάσεων των μελών του συμβουλίου χαρίτων. Αν συναίνεσαν οι παραπάνω στην απονομή χάριτος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει περιθώρια εξέτασης του ουσιαστικού περιεχομένου των σχετικών εγγράφων.
Στην πρακτική ακολουθήθηκε η παραπάνω διαδικασία εκτός από την περίοδο 1986-1990 και 1985- 1986 όταν ο τότε φορέας της προεδρικής ιδιότητας έκρινε ότι δικαιούται να ελέγχει το περιεχόμενο των σχετικών εγγράφων και να διαφοροποιείται ακόμη και σε ομόφωνες σχετικές προτάσεις.
Στους καταδικασθέντες υπουργούς ή υφυπουργούς σύμφωνα με το άρθρο 86 για την απονομή χάριτος προϋποθέτουν η συγκατάθεση της αρχής.
Σχετικά με την απονομή χάριτος σε μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ή Υφυπουργούς μπορεί να απονεμηθεί χάρη μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και τη συγκατάθεση της Βουλής.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η Βουλή μπορεί να ενεργοποιήσει αυτοδύναμα τη σχετική διαδικασία χωρίς να αναμένει την υποβολή σχετικής πρότασης από το Υπουργό Δικαιοσύνης.
Η βουλή δικαιούται κατά την κρατούσα άποψη μόνο να συναινεί ή να απορρίπτει σχετική πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης ενώ παράλληλα έχει τη δυνατότητα (σύμφωνα με την διαπλαστική ερμηνεία   του άρθρου 42, παρ.7) να υποβάλλει σχετικό αίτημα στον παραπάνω φορέα της εκτελεστικής λειτουργίας. Το αίτημα αυτό δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, ωστόσο εμπεριέχει εν δυνάμει πολιτικό κόστος στην περίπτωση της υιοθέτησης ή της απόρριψης του.
Συνεπώς και στην εν λόγω περίπτωση το σχέδιο προεδρικού διατάγματος και ο καθορισμός του περιεχομένου του γίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η Βουλή συναινεί ή απορρίπτει.
Αν οι παραπάνω φορείς ομοφωνούν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν έχει περιθώρια διαφορετικής πολιτικής εκτίμησης, δεδομένου ότι δεν είναι μάχιμο πολιτικό όργανο.
Μέχρι το 1986 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να απονέμει και αμνηστία. Μετά όμως τη συνταγματική αναθεώρηση αμνηστία απονέμεται μετά την πρόταση της Βουλής για πολιτικά εγκλήματα.


Διαφοροποίηση ανάμεσα στα ατομικά και λειτουργικά δικαιώματα του Προέδρου Δημοκρατίας:

Τα θεμελιώδη δικαιώματα διακρίνονται σε 3 κατηγορίες:
Α) Ατομικά β) Κοινωνικά Γ) Πολιτικά

Με κριτήριο τον φορέα ή το υποκείμενο τους.
Οι αντίστοιχοι φορείς αυτών χαρακτηρίζονται ως άτομα, μέλη του κοινωνικού συνόλου και πολίτες. Η σύνθεση αυτών των δικαιωμάτων αποσκοπεί στην πραγμάτωση της εδραίωσης της αυτεξουσιότητας. Οι παραπάνω κατηγορίες δικαιωμάτων δεν πρέπει να συγχέονται με τα λειτουργικά δικαιώματα και τις αντίστοιχες θεσμικές εγγυήσεις. Η εν λόγω κατηγορία των δικαιωμάτων ανάγεται σε λειτουργούς του κράτους (άμεσα κρατικά όργανα) τα οποία δεν τελούν σε σχέση ιεραρχικής εξάρτηςη και αποσκοπούν στην βιωσιμότητα πολιτικών θεσμών. Ειδικότερα  όπου γίνεται αναφορά στον όρο δικαίωμα και στο ειδικότερο κεφάλαιο για οργάνωση και λειτουργία  της πολιτείας υποδηλώνεται αρμοδιότητα για την εύρυθμη λειτουργία της οποίας προβλέπονται ευθύνες.


Αμνηστίαà αρμοδιότητα ολομέλεια της βουλής και όχι του προέδρου δημοκρατίας.


Ρυθμιστικές αρμοδιότητες Προέδρου Δημοκρατίας:
Αυτές που καθορίζουν τη σχέση του με τη Βουλή

Νομοθετικές Αρμοδιότητες Προέδρου Δημοκρατίας:
Η έκδοση και η δημοσίευση νόμων αν και αποτελούν παραμέτρους της νομοπαραγωγικής διαδικασίας ωστόσο δεν είναι νομοθετικές αρμοδιότητες, αλλά διοικητικές αρμοδιότητες του Προέδρου Δημοκρατίας.
Ουσιαστικού περιεχομένου νομοθετική αρμοδιότητα είναι μόνο αναπομπή.

Αναπομπή: Έλεγχος τυπικών στοιχείων ψηφισμένων νομοσχεδίων και έλεγχος τήρησης της ενδοκοινοβουλευτικής νομιμότητας στην παράμετρο της αντίστοιχης διαδικασίας.

Έλεγχος = πιστοποίηση ότι ο νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή είναι ο νόμος που πρέπει να ψηφίσει.


Νομοθετικές Αρμοδιότητες:
1)   Αναπομπή Νόμων
2)   Έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου για επίλυση σημαντικών ζητημάτων σε έκτακτες περιπτώσεις
3)   Προκύρηξη δημοψηφισμάτων κοινωνικού χαρακτήρα

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκώντας το δικαίωμα της αναπομπής ασκεί νομοθετική και ταυτόχρονα ρυθμιστική αρμοδιότητα. Η νομοθετική αρμοδιότητα ανάγεται στην πιστοποίηση ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί προϊόν της δικαϊκής βούλησης της πλειοψηφίας της Βουλής. 

Εξισσοροπεί σχέσεις ανάμεσα στην κυβερνούσα πλειοψηφία (συμπαράταξη της πλειοψηφίας της Βουλής με την κυβερνητική πολιτική) και στην αντιπολιτευόμενη μειοψηφία ( η οποία συμπίπτει από την μείζονα ή την αξιωματική αντιπολίτευση και την ελάσσονα αντιπολίτευση).


Μείζον αντιπολίτευση à Το μεγαλύτερο σε δύναμη κόμμα της αντιπολίτευσης
Ελάσσων Αντιπολίτευση à Το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης πέραν της αξιωματικής.


Διοικητικές Αρμοδιότητες Προέδρου Δημοκρατίας:  
1)   Έκδοση Ατομικών διοικητικών πράξεων
2)   Έκδοση και δημοσίευση νομοσχεδίων
3)   Έκδοση διαταγμάτων για τον διορισμό των δημοσιών υπαλλήλων (των υπέρτερων) και των δικαστικών λειτουργών.
4)   Αρχηγία ένοπλών δυνάμεων, όχι όμως διοίκηση ένοπλων δυνάμεων
5)   Απονέμει παράσημα
Η απονομή παρασήμων αντιστρατεύεται προς το άρθρο 4, παρ. 7. Συνδέεται δηλαδή με την αναγνώριση διακρίσεων.


Ευθύνη Προέδρου Δημοκρατίας:
Ο Πρόεδρος Δημοκρατίας έχει ποινική, αστική και πολιτική ευθύνη. Το Σύνταγμα προβλέπει σαφώς μόνο την ποινική και αστική του ευθύνη. Η πολιτική του ευθύνη τεκμαίρετε:
1) από την ιδιότητα του ως δημόσιου λειτουργού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26, παρ.2
2) από την δυνατότητα έκδοσης αυτοτελών προεδρικών διαταγμάτων που δεν επιδέχονται υπουργική προσυπογραφή (άρθρο 35,παρ.2).
Δεδομένου ότι κανένας φορέας κρατικής εξουσίας δεν είναι πολιτικά ανεύθυνος ιδίως όταν έχει την ιδιότητα να εκδίδει κρατικές πράξεις με περιθώρια ελεύθερης εκτίμησης (δηλαδή παρίσφρυσης/ παρεμβολής του υποκειμενικού στοιχείου) τεκμαίρετε ότι και ο πρόεδρος έχει πολιτική ευθύνη.
4)   Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Σύνταγμα που να αποκλείει την πολιτική του ευθύνη (όπως λχ. Στο Σύνταγμα του 1927) ισχύουν τα παραπάνω δεδομένα.


Ο Πρόεδρος Δημοκρατίας ευθύνεται για έσχατη προδοσία και παραβίαση από πρόθεση του Συντάγματος. Ειδικότερα ευθύνεται για εσχάτη προδοσία όταν χρησιμοποιώντας την επίσημη ιδιότητα του και τις αρμοδιότητες που συνέρχονται προς αυτήν μετέβαλλε ή επιχείρησε να μεταβάλλει με την βία το πολίτευμα της χώρας. Οι ποινές που επιβάλλονται για το παραπάνω έγκλημα είναι ποινή φυλάκισης, έκπτωσης από το προεδρικό αξίωμα και η στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος υπάρχει όταν έχει προβεί στην έκδοση πράξεων ή σε άλλες ενέργειες ή παρέλειψε να προβεί στην έκδοση πράξεων ή άλλων ενεργειών παρότι το Σύνταγμα επιτάσσει αυτό και ανάγεται σε πράξεις στις οποίες δεν παρισφρύει το στοιχείο της ελεύθερης – υποκειμενικής εκτίμησης εξαιτίας των οποίων επήλθε σοβαρή διατάραξη του πολιτεύματος. Οι ποινές που επιβάλλονται για αυτό το έγκλημα είναι παραδόξως παρεπόμενες. Ειδικότερα η έκπτωση από το αξίωμα και η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Με την παραπάνω ιδιότητα των ποινών ο συνήθης νομοθέτης εκτίμησε ότι η συνεπαγωγή είναι συνέπεια για τις παραπάνω πράξεις του Προέδρου Δημοκρατίας θα πρέπει να έχουν έναν οδυνηρό πολιτικό χαρακτήρα και σαν τέτοιες επέλεξε τις δύο ποινές που αναφέραμε.


Συσχετισμός Ποινικής – Πολιτικής Ευθύνης:
Από την παραπάνω ανάλυση καταδεικνύεται ότι η πολιτική ευθύνη του Προέδρου Δημοκρατίας είναι ιδιόμορφη και εξαρτάται από το στάδιο εξέλιξης των αντίστοιχων διαδικασιών. Ειδικότερα πριν από την επιβολή των σχετικών ποινών η ευθύνη του είναι ηθική- πολιτική, όχι όμως κοινοβουλευτική. Αυτό σημαίνει ότι  ο Πρόεδρος Δημοκρατίας δεν μπορεί να προσκληθεί ή να εξαγκαναστεί σε παρουσία ενώπιον της Βουλής για την ανάδειξη της πολιτικής του ευθύνης μέσα από τις συνήθης διαδικασίες άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου (λχ. Μέσω ερωτήσεων, επερωτήσεων, εξεταστικών επιτροπών κλπ). Η πρόταξη του όρου ηθική στην πολιτική του ευθύνη υποδηλώνει (υποχρέωση) αυτεξούσιας παραίτησης, αναλογιζόμενος της δυσμενής συνεπαγωγής των πράξεων του στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος.
Ωστόσο η μετά την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας ενδεχόμενη έκπτωση του από το προεδρικό αξίωμα καταδεικνύει την πολιτική του ευθύνη στην αυθεντική της διάσταση.