Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΤΑ ΔΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ


ΔΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ
1600 π.Χ. – 212 μ.Χ.

Ι. ΑΡΧΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (8ος – 7ος αι. π.Χ.)
·         Αρχαϊκοί χρόνοι. Ο θεσμός της πόλης κράτους εμφανίζεται γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ. Γενέτειρα του θεσμού υπήρξε η Ιωνία και τα νησιά που βρίσκονται κατά μήκος των μικρασιατικών παραλιών.
·         Από τα μυκηναϊκά στα ομηρικά βασίλεια και τις απαρχές της πόλεως. Στη βασιλεία των μυκηναϊκών χρόνων στη κορυφή της πολιτικής και κοινωνικής πυραμίδας βρίσκεται ο άναξ, αρχηγός του στρατού, ανώτατη δικαστική δύναμη και ρυθμιστής κάθε εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας. Δεν έχει θεία προέλευση. Ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος είναι ο λαwαγέτα, αξίωμα που προαναγγέλει τον πολέμαρχο των κλασσικών χρόνων. Παράλληλα αναπτύσσονται και μικρότερα κέντρα,  εξαρτώμενα από την κεντρική εξουσία, καθώς και τοπικά συμβούλια (γερουσία) και τοπικοί άρχοντες (βασιλείς). Η γη κατανέμεται από τον άνακτα μεταξύ των βασιλέων, ενώ ένα μέρος παραμένει σε κοινή χρήση.  Η Ιλιάδα, η Οδύσσεια και τα έργα του Ησίοδου μας μεταφέρουν σε τρία διαφορετικά χρονικά στάδια της γένεσης της αρχαϊκής πόλεως.
Η Ιλιάδα που είναι και η αρχαιότερη, αναφέρεται στους χρόνους ακμής των μυκηναϊκών βασιλείων όπως αυτοί έγιναν γνωστοί στον ποιητή τον 8ο αιώνα π.Χ. όταν πλέον τα μυκηναϊκά βασίλεια έπαψαν να υπάρχουν. Ο Άναξ εξακολουθεί να υπάρχει όπως και οι βασιλείς. Ο ομηρικός άναξ κρατάει το σκήπτρο, σύμβολο εξουσίας, το οποίο του εκχωρήθηκε από τον Δία και το οποίο εξασφαλίζει το απαραβίαστο του προσώπου που το κρατάει.  Ο άναξ εκχωρεί το δικαίωμα αυτό στους κήρυκες , πρόσωπα επιφορτισμένα με καθήκοντα σχετικά με επιβολή τάξης και ειρήνης μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα. Ο άναξ των ομηρικών ετών δεν είναι πλέον ούτε δικαστής ούτε νομοθέτης.
Στην Οδύσεια, η εξουσία του βασιλέως είναι εύθραυστη ( περίπτωση Οδυσσέα) καθώς εκτός από τους υποτελείς σε αυτόν βασιλείς υφίσταται και τις πιέσεις του πλήθους.  Στην Ιλιάδα απαντά ο όρος «δήμος» με την έννοια του πλήθους. Ο ομηρικός κόσμος αποτελείται  από ισχυρούς ηγεμόνες ενώ εδώ το πλήθος αποκτά ενεργό ρόλο στα κοινά.
Στους χρόνους του Ησίοδου, οι βασιλείς εμφανίζονται ισχυροί τοπικοί άρχοντες, κάτοχοι γης και δικαστές και ο αγροτικός πληθυσμός εξαθλιωμένος.
Το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο της εποχής διαμορφώνεται γύρω από τις έννοιες της ανταλλαγής και της εξαγοράς. Το δίκαιο είναι ακόμα άγραφο και τόσο οι περιουσιακές σχέσεις (συναλλαγές) όσο και οι προσωπικές (πχ γάμος) έχουν ανταλλακτικό χαρακτήρα και διέπονται από το στοιχείο της αμοιβαιότητας.  Στο αριστοκρατικό περίγυρο γεννήθηκε ο θεσμός της ξενίας. Η αρχαϊκή ξενία οδηγούσε στη σύναψη δεσμών μεταξύ εκπροσώπων ισχυρών κοινωνικών ομάδων, από τους οποίους πήγαζαν αμοιβαίες υποχρεώσεις.
·         Ο δικαστικός αγώνας των ομηρικών χρόνων. Από τα πιο συζητημένα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι όταν ο Όμηρος περιγράφει τις εικόνες που ο Ήφαιστος χάραξε πάνω στη νέα ασπίδα του Αχιλλέα. Σφυρηλάτησε έναν δικαστικό αγώνα με αφορμή μια διαφορά μεταξύ δύο ανδρών. Η διένεξη προέκυψε από τη θανάτωση ενός προσώπου.  Κατά τους ομηρικούς χρόνους για την ανθρωποκτονία που παλαιότερα δημιουργούσε υπέρ της οικογένειας του θύματος δικαίωμα αυτοδικίας, παρεχόταν στον δράστη η δυνατότητα εξαγοράς  της αυτοδικίας μέσω καταβολής περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους (ποινή). Η αποδοχή στην αρχή ήταν προαιρετική μετά υποχρεωτική. Στην ομηρική σκηνή, δύο πρόσωπα φιλονικούν για το εάν μεσολάβησε ή όχι εξαγορά του δικαιώματος αυτοδικίας και για το λόγο αυτό προσφεύγουν στη δικαιοσύνη. Αρχικά απευθύνονται σε ένα τρίτο πρόσωπο τον ίστωρ (που σημαίνει «αυτός που γνωρίζει» και μάλλον ήταν μέλος της κοινωνικής ομάδας των δυαδίκων). Ο ίστωρ όμως δεν καταφέρνει να τους συμβιβάσει και έτσι η υπόθεση εισάγεται σε ένα πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο, τους γέροντες. Εκεί ο καθένας λέει τη γνώμη του (αρχική έννοια του ρήματος δικάζειν) και υπερισχύει η ορθότερη γνώμη. Το δικαστήριο αυτό δεν μπορούμε να το εντάξουμε σε κάποιο από τα σημερινά σχήματα, ήταν μια υβρίδια μορφή δικαιοδοτικού οργάνου. Στον Όμηρο υπάρχει ασάφεια για αυτό. Πάντως, ο ίστωρ καλείται να επιλύσει την διαφορά κατά τρόπο που να ικανοποιεί και τα δύο μέρη ενώ οι γέροντες, εφόσον δεν επιτύχουν τον συμβιβασμό εκδίδουν απόφαση δεσμευτική και για τα δύο μέρη, ανεξάρτητα αν τους ικανοποιεί ή όχι. Στην Ιλιάδα γίνεται για κατ΄ επάγγελμα διαιτητές που βρίσκονταν όλη την ημέρα στην αγορά και επέλυαν τις διαφορές.
·         Θέμις – δίκη – νόμος.  Οι όροι «δίκαιο»  και «νόμος» δεν υπήρχαν στα ομηρικά έτη, υπήρχαν όμως «θέμις» και «δίκη». Ο όρος «θέμις» υποδηλώνει τη σταθερότητα που αντιδιαστέλλεται στη βία ή ακόμα τις θεϊκές αποφάσεις και τους χρησμούς.  Από τη λέξη «θέμις» έρχεται ο όρος θέμιστες που συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης από αρχαϊκούς δικαστές. Και η Δίκη υπήρξε θεότητα του ελληνικού πανθέου. Προτού αποκτήσει την έννοια του δικαστικού αγώνα, η «δίκη» σήμαινε τη δικαιοσύνη και τη δικαστική απόφαση.
Η λέξη «νόμος» αποκτά την έννοια του γραπτού και επιτακτικού κανόνα δικαίου από τον 5ο αιώνα και μετά. Η έννοια του νόμου προέρχεται από το ρήμα νέμω (μοιράζω) – πρωτοεμφανίζεται στο έργο του Ησίοδου. Έχει θεία προέλευση και η και η συμμόρφωση προς το περιεχόμενο του νόμου διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Οι πρώτοι μεγάλοι νομοθέτες (Ζάλευκος και Χαρώνδας, 7ος αιώνας π.Χ.) δεν έζησαν την έννοια του νόμου (τέλη 6ου αιώνα αρχές 5ου αιώνα).
·         Νομοθεσία.  Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. η ανάγκη καταγραφής του ισχύοντος άγραφου δικαίου εμφανίζεται επιτακτική και εφεξής εφικτή. Σε πολλές περιοχές του Ελλαδικού χώρου (Σπάρτη, Αθήνα, Ιωνία, Μεγάλη Ελλάδα) ανατίθεται σε πρόσωπα κοινής εμπιστοσύνης η σύνταξη νόμων.  Η νομοθεσία συνδέεται με άλλα δύο φαινόμενα της εποχής (8ο και 7ος αιώνας) τη διάδοση της γραφής και τους αποικισμούς.  Ο 8ος αιώνας π.Χ. έχει επιλεγεί από τους ιστορικούς ως το χρονικό σημείο γένεσης της ελληνικής πόλης. Με τον 8ο αιώνα λήγει η περίοδος που συμβατικά ονομάζουμε «σκοτεινούς χρόνους» και η οποία συμπίπτει με την γεωμετρική περίοδο. Οι γεωμετρικοί χρόνοι θεωρούνται ως η περίοδος της «μη γραφής», καθώς τοποθετούνται χρονολογικά ανάμεσα στις τελευταίες μαρτυρίες της γραμμικής γραφής Β και στις πρώτες επιγραφές όπου χρησιμοποιείται η νέα φοινικικής προέλευσης αλφαβητική γραφή. Κατά την opinio communis το δίκαιο των πρώιμων χρόνων υπήρξε άγραφο, μεταδιδόμενο από γενιά σε γενιά μέσω προφορικής παράδοσης και εθιμικό από αριστοκρατικές  γενεές οι οποίοι και απένειμαν και δικαιοσύνη. Οπότε τον 7ο αιώνα περιμένουμε πρόσωπα με κύρος να αναλαμβάνουν την καταγραφή του άγραφου εθιμικού δικαίου. Με εξαίρεση τον Σόλωνα και εν μέρει τους νομοθέτες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, Ζάλευκο και Χάρωνδα, ελάχιστα γνωρίζουμε για τους βίους και το έργο των νομοθετών. 
·         Ζάλευκος. Γύρω στο 663 π.Χ. ο Ζάλευκος εκδίδει σειρά νόμων που αργότερα υιοθέτησαν και άλλες ελληνικές πόλεις.  Στο νομοθετικό έργο του γίνεται προσπάθεια να αποτρέψει κάθε μελλοντική μεταβολή τόσο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου  όσο και στο χώρο των ιδιωτικών έννομων σχέσεων. Για τον ίδιο σκοπό, ο Σόλων θα περιλάβει στη νομοθεσία του ρητή διάταξη που απαγόρευε τη μεταβολή των νόμων. Περιορισμός της δυνατότητας μεταβολής και ερμηνείας των νόμων, καθορισμός της ποινής από τον νόμο και όχι πλέον από τον δικαστή, απαγόρευση απαλλοτρίωσης της γης
·         Χαρώνδας. Ο Χάρωνδας που έζησε στην Κατάνη της Σικελίας περιέλαβε στο νομοθετικό του έργο διατάξεις κοινωνικού περιεχόμενου όπως προστασία ορφανών, εγκαταλειφθέντων συζύγων, ενδεχομένως υποχρεωτική παιδεία και δωρεάν ιατρική περίθαλψη και όπως και ο Ζάλευκος κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις πιστωτικές δικαιοπραξίες στις οποίες δεν παρείχε ένδικη προστασία. Οι νόμοι του υιοθετήθηκαν και από άλλες πόλεις από την Κάτω Ιταλία μέχρι και τη Σικελία μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
·         Λυκούργος. Για το βίο του και το έργο του στη Σπάρτη οι πληροφορίες είναι περιορισμένες. Στον βίο του Λυκούργου, ο Πλούταρχος μας παραδίδει την «Μεγάλη Ρήτρα» στην οποία οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες έδωσαν τη μορφή ενός δελφικού χρησμού.  Η «Μεγάλη Ρήτρα» θέτει τους βασικούς πολιτειακούς θεσμούς της Σπάρτης.  Η πολιτειακή μεταρρύθμιση ξεκινά με την κατανομή των πολιτών σε φυλές και ωβάς για τις οποίες πέρα ότι απαντούν μόνο στην Σπάρτη, δεν γνωρίζουμε αν είχαν ως κριτήριο την καταγωγή ή τον τόπο διαμονής. Με τις επόμενες διατάξεις η Μεγάλη ρήτρα ορίζει τα πολιτειακά όργανα της Σπάρτης, την γερουσία που αποτελείται από τριάντα πρεσβυτέρους και δύο βασιλείς (άρχοντες) και την λαϊκή συνέλευση. Ρυθμίζει επίσης, κατά τρόπο σαφή σε εμάς, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία, κατανέμοντάς τις μεταξύ γερουσίας και λαϊκής συνέλευσης.  Οι ακριβείς νομοθετικές αρμοδιότητες των δύο οργάνων είναι δύσκολο να προσδιοριστούν. Σύμφωνα με διάταξη της Ρήτρας οι προτάσεις εισάγονται από τη γερουσία στη λαϊκή συνέλευση η οποία αποφασίζει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι  πριν εγκαθιδρυθεί στην Αθήνα το δημοκρατικό πολίτευμα, είχε υιοθετηθεί από την Σπάρτη. Από μια ασαφή διάταξη της Ρήτρας προκύπτει ότι η γερουσία και οι βασιλείς δεν ευθύνονται ούτε δεσμεύονται από τις μη ορθές αποφάσεις της λαϊκής συνέλευσης. Οι ορθές όμως είναι δεσμευτικές για την γερουσία και τους βασιλείς.
·         Δράκων. Από το νομοθετικό έργο του Δράκοντος έχει διασωθεί ο φονικός νόμος ο οποίος είναι ακόμα σε ισχύ τον 4ο αιώνα π.Χ. Παρόλο που έμεινε γνωστός για την σκληρότητα των κυρώσεων ο Δράκων καθιέρωσε την ισότητα απέναντι στην ποινική μεταχείριση (καμία ποινή χωρίς νόμο).
·         Σόλων. Περισσότερες πληροφορίες έχουν διασωθεί από το νομοθετικό έργο του Σόλωνος. Προκειμένου να περιορίσει τα προνόμια και την εξουσία των αυτοκρατορικών γενών, ο Σόλων υποδιαιρεί το σώμα των πολιτών σε τέσσερις τάξεις βάσει τιμοκρατικών κριτηρίων (και όχι πλέον τη γέννηση) και προβαίνει σε μεταρρυθμίσεις κληρονομικού και εμπράγματου δικαίου. Το πολιτικό μονοπώλιο των εκπροσώπων της αριστοκρατίας καταλύεται με τη δυνατότητα συμμετοχής στις συνελεύσεις και στα δικαστήρια και των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων. Κυρίως όμως ο Σόλων απελευθέρωσε τις μικρές ιδιοκτησίες από τα εμπράγματα βάρη και απαγόρευσε τον δανεισμό με παροχή ασφάλειας το ίδιο το πρόσωπο του οφειλέτη, πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο. Με νέα μέτρα υπέρ των οφειλετών οδήγησε σε μείωση των επιτοκίων.
·         Κοινά χαρακτηριστικά  των αρχαϊκών μεταρρυθμίσεων. Ανάμεσα στο έργο όλων των νομοθετών, υπάρχουν οι ίδιες προτεραιότητες: μέσω της νομοθεσίας επιδιώκεται να τεθεί τέλος σε μια διχόνοια που ενέσκηψε στο εσωτερικό της κοινωνικής ομάδας και να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη. Οι κρίσεις της εποχής οφείλονται σε διαμάχες μεταξύ αριστοκρατικών οικογενειών για κατάληψη εξουσίας είτε σε δυσκολίες της αγροτικής τάξης λόγω της κατάτμησης των ιδιοκτησιών μέσα από αλλεπάλληλες κληρονομικές διαδοχές ή λόγω χρεών. Από μαρτυρίες για το έργο των νομοθετών προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά κατέγραψαν κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, από πουθενά δεν προκύπτει ότι ήταν κώδικες. Οι αρχαϊκοί νομοθέτες νομοθετούν μέσω από το θεσμικό πλαίσιο της δραστηριότητάς τους που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι Αρχαίοι: διαλλάκτης ή τύραννος. Ως διαλλάκτης ο νομοθέτης εξουσιοδοτείται να συμφιλιώσει μέσω της νομοθεσίας. Ως τύραννος νομοθετεί κυρίως για την τάξη που τον έφερε στην εξουσία. Οι αρχαϊκοί νομοθέτες δεν έσπευσαν να κωδικοποιήσουν το άγραφο δίκαιο στο σύνολό του. Οι διατάξεις καταγράφηκαν χωρίς να χάσουν την ατομικότητά τους και σε καμιά περίπτωση δεν σχημάτισαν κώδικα. Σε αυτούς τους κανόνες προστέθηκαν και άλλοι που άνηκαν στο παλιό άγραφο δίκαιο ή νεοσύστατες διατάξεις.  Η ασφάλεια δικαίου που επεδίωξαν οι αρχαϊκοί νομοθέτες μέσω της κατάργησης των αντιφατικών διατάξεων προκαλεί δυόμισι αιώνες μετά τον θαυμασμό του Δημοσθένη. Καταργούνται οι αντίθετοι νόμοι προκειμένου σε κάθε αντικείμενο να υπάρχει μόνο ένας νόμος έτσι ώστε και οι αδαείς ιδιώτες να μη βρίσκονται σε μειονεκτική θέση έναντι των ειδημόνων. Με το έργο των νομοθετών γίνεται εμφανής η σχέση μεταξύ πολιτειακού καθεστώτος και κυριαρχίας του νόμου, ο οποίος αρχίζει να αποδεσμεύεται από τη θρησκεία. Οι μεταρρυθμίσεις των αρχαϊκών χρόνων απέβλεπαν στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης.
·         Ο «κώδικας» της Γόρτυνος. Το εκτενέστερο και πληρέστερο αρχαίο ελληνικό νομοθέτημα που έχει διασωθεί προέρχεται από την κρητική πόλη Γόρτυνα. Πρόκειται για τον «κώδικα» της Γόρτυνος ο οποίος χαράχτηκε σε μαρμάρινες στήλες που ανακαλύφθηκαν κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Για τα δεδομένα της εποχής ο νόμος της Γόρτυνος είναι κώδικας. Πληροί την προϋπόθεση της κανονιστικότητας και της επιτακτικότητας. Επιπλέον, ο κώδικας παρουσιάζει εσωτερική ενότητα, περιλαμβάνει 26 εσωτερικές παραπομπές σε άλλες διατάξεις του κώδικα. Το κείμενο αρχίζει με επίκληση προς το Θεό ενώ πουθενά δεν αναφέρεται η αρχή που τον εξέδωσε, είναι αγνώστου πατρότητας. Ο κώδικας ενσωματώνει παλαιότερο γραπτό δίκαιο του 7ου αιώνα καθώς και ακόμα αρχαιότερα στοιχεία της προφορικής παράδοσης. Αξιοπερίεργο είναι ότι ο κώδικας δεν ρυθμίζει την ανθρωποκτονία γεγονός που ενδεχομένως εξηγείται από το ότι διατηρήθηκαν παλαιότερες διατάξεις σχετικές με το αδίκημα αυτό.  Ο κώδικας μας ανακαλύπτει μια ιδιαίτερα σύνθετη κοινωνική διαστρωμάτωση του Γόρτυνος: ελεύθεροι πολίτες, ελεύθεροι χωρίς πολιτικά δικαιώματα, δουλοπάροικοι και δούλοι θεωρούνται υποκείμενα δικαίου και αποτελούν τα πρόσωπα των διατάξεων. Οι ελεύθεροι πολίτες διακρίνονται σε τέσσερις ηλικιακές τάξεις που καθορίζονται με την βιολογική ωριμότητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σειρά των διατάξεων. Οι πρώτες αναφέρονται στην διεκδίκηση της κυριότητας ενός δούλου ή προσώπου του οποίου αμφισβητείται η ελευθερία. Ακολουθούν διατάξεις για αδικήματα κατά των ηθών, όπως η αποπλάνηση, η ασέλγεια, διαζύγιο, λύση γάμου λόγω θανάτου συζύγου, κληρονομικά κλπ. Αναφορικά με τα αδικήματα του βιασμού και της μοιχείας ο κώδικας εξαρτά το ύψος της προβλεπόμενης χρηματικής ποινής από την ιδιότητα του θύματος πχ δούλος και του δράστη. Στο θέμα αυτό ο Γορτύνιος νομοθέτης θέσπισε ένα κατάλογο ποινών. Η νομοθεσία της Γόρτυνος έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ιστορικό του δικαίου.








ΙΙ. ΚΛΑΣΙΚΟΙ  ΧΡΟΝΟΙ (5ος – 4ος αι. π.Χ.)
Πολιτειακό πλαίσιο
·         Νομοκρατία και ολιγονομία. Η κυριαρχική θέση του νόμου στις έννομες τάξεις της ελληνικής αρχαιότητας συμπίπτει με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η ελευθερία του πολίτη δεν μπορεί να περιοριστεί παρά μόνο μέσω νομοθετικής διάταξης. Οι προτάσεις νόμου που υποβάλλονται στην εκκλησία του δήμου δεν πρέπει να προσκρούουν τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν στην Αθήνα θεσμοθετήθηκε η διαδικασία αναθεώρησης των νόμων μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους.  Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην αρχή κάθε έτους η εκκλησία του δήμου ψηφίζει επί των ισχυόντων νόμων. Μετά από συζήτηση οι Αθηναίοι ψηφίζουν για το εάν οι νόμοι είναι ή όχι ικανοποιητικοί . Στη συνέχεια, αν κάποιος κριθεί, μετά από ψηφοφορία, μη ικανοποιητικός, καλούνται τα μέλη της λαϊκής συνέλευσης να προτείνουν νέους νόμους. Σε μια Τρίτη φάση, λαμβάνεται απόφαση για την αποδοχή ή απόρριψη του νέου νόμου και ενδεχομένως κατάργηση ή διατήρηση του ισχύοντος νόμου. Τέλος, εκλέγονται από τη λαϊκή συνέλευση πέντε συνήγοροι που καλούνται να υπερασπιστούν τον υπό κατάργηση νόμο. Γίνεται δίκη και αυτό συμβαίνει για την αποτροπή του κινδύνου κατάργησης νόμου από την λαϊκή συνέλευση. Η επιλογή των νομοθετών μεταξύ των πολιτών που είχαν δώσει ηλιαστικό όρκο ήταν ένας τρόπος να διασφαλιστεί ο δημοκρατικός χαρακτήρας του θεσμού. Κατά την ίδια εποχή, με την κατάλυση της ολιγαρχίας ορίζεται επιτροπή αναγραφέων που τους ανατίθεται η αναδημοσίευση των νόμων. Οι νέοι νόμοι που εκδίδονται είναι περιορισμένοι, οι Αθηναίοι διατηρούν στο μεγαλύτερο μέρος τη νομοθεσία του Σόλωνα καθώς και το νόμο του Δράκοντος για την ανθρωποκτονία. Οι περιπτώσεις που οι δικαστές έχουν να αντιμετωπίσουν κενό νόμου, οι συνήγοροι επικαλούνται κάθε είδους διάταξη και την ερμηνεύουν κατά τα συμφέροντα του πελάτη τους. Οι λαϊκοί δικαστές που δεν είχαν κατά κανόνα νομική παιδεία δέχονταν τη συγκεκριμένη διάταξη. Σε αντίθετη περίπτωση οι δικαστές δίκαζαν με την δίκαιη κρίση ανδρός.
·         Θεμελιώδεις αρχές του αθηναϊκού πολιτεύματος.
·         Οι πολίτες.
·         Ο Άρειος Πάγος.
·         Η βουλή.
·         Η εκκλησία του δήμου.
·         Οι αρχές.
·         Δοκιμασία αρχόντων. Ο πολίτης που μετά από κλήρωση ή εκλογή πρόκειται να ασκήσει δημόσιο αξίωμα, υποβάλλεται πριν αναλάβει καθήκοντα σε δοκιμασία προκειμένου να αποδειχθεί αν ο κληρωθείς ή εκλεγείς πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος και αν γενικότερα είναι άξιος για να αναλάβει το συγκεκριμένο αξίωμα (ο θεσμός της δοκιμασίας αποδίδεται στον Σόλωνα). Η υποχρέωση αυτή των αθηναίων αρχόντων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την απόδειξη των δημοκρατικών φρονημάτων, τη φροντίδα των γονέων και την απόδοση μεταθανάτιων τιμών, την εκπλήρωση των στρατιωτικών και οικονομικών υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος και, για ορισμένα αξιώματα, την κτήση ακίνητης ιδιοκτησίας εντός των ορίων της Αττικής. Οι 9 αθηναϊκοί άρχοντες υποβάλλονται σε διπλή δοκιμασία, πρώτα από τη βουλή των Πεντακοσίων και στη συνέχεια από το λαϊκό δικαστήριο. Η δοκιμασία έδινε συχνά αφορμή για μακρές συζητήσεις, λόγους και καταθέσεις μαρτύρων. Η αρνητική κρίση ενός υποψήφιου άρχοντα από τα αρμόδια όργανα συνεπάγεται την αποδοκιμασία και πιθανόν τον αποκλεισμό του αποδοκιμασθέντος από ορισμένες πολιτικές δραστηριότητες. Μετά τη λήξη της αρχής, οι άρχοντες λογοδοτούν ενώπιον της επιτροπής λογιστών η οποία συντάσσει έκθεση επί της διαχείρισης και είχε ποινικές κυρώσεις.
·         Η απονομή της δικαιοσύνης – Διαιτησία. Το φυσικό δικαίωμα του ατόμου για καταφυγή σε διαιτησία είναι τόσο παλιό όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες.  Ο αρχηγός της κοινωνικής ομάδας που ανήκουν οι διάδικοι ή κάποιο άλλο μέλος της καλείται να επιλύσει τη διαφορά και να επαναφέρει την ειρήνη εντός της ομάδας.  Ο φυσικός αυτός διαιτητής ή δικαστής περιβάλλεται από δικαιοδοτικές εξουσίες που του έχουν αναγνωριστεί λόγω προσωπικού του κύρους ενώ η απόφαση του είναι εκτελεστή χάρη στην πίεση της κοινωνικής ομάδας που ανήκουν τα μέρη. Κατά το αρχικό αυτό στάδιο αλλά και μεταγενέστερα, η καταφυγή σε διαιτητική παρέμβαση δεν ανταγωνίζεται την εξουσία των πολιτειακών δικαιοδοτικών οργάνων.  Η ανάγκη αποκατάστασης της κοινωνικής ειρήνης αφενός και ο ερμητισμός των ελληνικών πόλεων στο πεδίο της απονομής της δικαιοσύνης αφετέρου, κατέστησαν τη διαιτησία εσωτερική και διεθνή, σε πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη και εκτιμούμενη από τους Αρχαίους.
·         Πολιτειακή και ιδιωτική απονομή της δικαιοσύνης. Το αττικό δίκαιο γνωρίζει δύο είδη διαιτησίας την δημόσια και την ιδιωτική. Δημόσια διαιτησία: Οι δημόσιοι ή αιρετοί διαιτητές αναφέρονται από τον Αριστοτέλη μεταξύ των κληρωτών αρχών της πόλεως. Ως δημόσιοι διαιτητές κληρώνονται πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος, η δε άρνησή τους να αναλάβουν τα καθήκοντα του διαιτητή επισύρει την ποινή της ατιμίας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι αρμοδιότητες των αιρετών διαιτητών είναι ιδιαίτερα εκτεταμένες: κάθε υπόθεση με αντικείμενο άνω των δέκα δραχμών περιέρχεται στους διαιτητές που προσπαθούν να συμβιβάσουν τα μέρη εάν δεν επιτύχουν δικάζουν και εκδίδουν απόφαση η οποία για να είναι δεσμευτική πρέπει να γίνει δεκτή και από τα δύο μέρη.  Η προσφυγή στους αιρετούς διαιτητές δεν είναι αποτέλεσμα ιδιωτικής συμφωνίας αλλά είναι υποχρεωτική σε ορισμένες υποθέσεις και οι δημόσιοι διαιτητές δεν επιλέγονται από τα μέρη αλλά ορίζονται από το κράτος. Επιπλέον η απόφαση τους είναι δεσμευτική μόνο εφόσον την αποδέχονται και τα δύο μέρη αλλιώς η υπόθεση πάει δικαστικώς. Το θεσμό της διαιτησίας συναντάμε και εκτός Αθηνών και σε άλλες ελληνικές πόλεις πχ Αμοργός όπου οι υποθέσεις πριν εισαχθούν προς κρίση στο αστικό δικαστήριο ή δικαστήριο τρίτης πόλης, εισάγονται ενώπιον των διαλλακτών (εδώ διαιτητών) που είτε καταδικάζουν σε καταβολή χρηματικού ποσού είτε πείθουν τους διαδίκους σε συμβιβασμό. Η μη συμμόρφωση προς την διαιτητική απόφαση επισύρει τη δίωξη του μη συμμορφουμένου. Σε περίπτωση που η διαιτησία δεν οδηγήσει σε απόφαση, οι διαλλάκτες κρίνουν αν η υπόθεση θα πάει δικαστικώς.
·         Ιδιωτική διαιτησία. Όσον αφορά την ιδιωτική διαιτησία προηγείται η πρόσκληση του αντιπάλου, η συμφωνία διαιτησίας χωρίς  ο νόμος να ορίζει είναι προφορική ή έγγραφη, ενώπιον μαρτύρων ή χωρίς να περιβληθεί καμία δημοσιότητα. Αν τα μέρη ανήκουν στον ίδιο κοινωνικό-επαγγελματικό χώρο ο έγγραφος τύπος της συμφωνίας είναι περιττός. Αν αντίθετα, είναι από διαφορετικούς χώρους τότε η συμφωνία διαιτησίας περιβάλλεται από έγγραφο τύπο και προβλέπονται σε αυτήν όλα τα επιμέρους στοιχεία της διαιτητικής διαδικασίας από τον ορισμό του ή των διαιτητών μέχρι και την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Αντίθετα από την πολιτειακή δικαιοδοσία που κατά κανόνα περιορίζεται σε πολίτες, η διαιτητική διαδικασία επεκτείνεται σε ένα ευρύτερα ευρύ κύκλο προσώπων: πολίτες, μέτοικοι ή ξένοι, εκ γενετής ελεύθεροι ή απελεύθεροι, άνδρες ή γυναίκες, ενήλικες ή ανήλικοι, όλοι έχουν πρόσβαση στην διαιτητική οδό για να λύσουν τις διαφορές τους. Όπως και για τα μέρη, έτσι και για τον διαιτητή, η ιδιότητα του πολίτη της πόλεως δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη καθηκόντων διαιτητή. Με εξαίρεση τις γυναίκες και τους δούλους, κάθε πρόσωπο νομιμοποιείται να αναλάβει την εξωδικαστική επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς. Αντίθετα με τη δημόσια διαιτησία, η ιδιωτική διαιτησία είναι ένα έργο που για να παιχτεί ως το τέλος απαιτεί ειρηνικό σκηνικό. Οι αντίπαλοι εγκαταλείπουν τα όπλα για να αφεθούν στις συμβουλές του κοινωνικού και οικογενειακού περίγυρου. Είναι επίλυση διαφορών από φίλους αντί της προσφυγής στα δικαστήρια. Αφού μεσολαβήσει η σχετική συμφωνία των μερών, η διαιτητική διαδικασία αρχίζει την προκαθορισμένη ώρα και τόπο. Ενώ η δημόσια διαιτησία δίνει αφορμή για ένα δημόσιο θέαμα, εδώ πραγματοποιείται κεκλεισμένων των θυρών. Συνιστά υπόθεση «μεταξύ φίλων» που υποχρεούνται να τηρήσουν το καθήκον εχεμύθειας και να μην διαδώσουν όσα περιέλθουν στη γνώση τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η συμφωνία διαιτησίας περιλαμβάνει κατά κανόνα τη ρήτρα εκτελεστότητας της απόφασης η οποία δεσμεύει τα μέρη καμιά φορά και ενόρκως ότι θα σεβαστούν την απόφαση που θα εκδώσει ο διαιτητής. Το εκτελεστό των διαιτητικών αποφάσεων προκύπτει εμμέσως από τον ίδιο τον αθηναϊκό νόμο που καθιστά αμετάκλητες τις  αποφάσεις των ιδιωτικών διαιτητών.
·         Ηλιαία. Στις δημοκρατικές πόλεις η απονομή της δικαιοσύνης είναι έργο των λαϊκών δικαστών. Κάθε πολίτης που έχει συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία και δεν έχει καταδικαστεί σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, καλείται να ασκήσει δικαστικά καθήκοντα.  Με τη δημιουργία των λαϊκών δικαστηρίων κατά τον 6ο αιώνα περιορίζονται οι δικαστικές αρμοδιότητες άλλων οργάνων όπως στην Αθήνα του Αρείου Πάγου και της βουλής. Οι σημαντικότερες υποθέσεις όπως εσχάτη προδοσία, γραφή παρανόμων, προσφυγή εναντίον απόφασης άρχοντα κλπ περιέρχονται στην αρμοδιότητα των λαϊκών δικαστών. Κλήρωση των δικαστών και εκδίκαση της υπόθεσης πραγματοποιούνται την ίδια μέρα, έτσι ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος δωροδοκίας. Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι δικαστές ορκίζονται να δικάσουν σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα της βουλής και του δήμου ή σε περίπτωση κενού νόμου, γνώμη δίκαια χωρίς φόβο και μεροληψία τηρώντας την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παράλληλα με τα δικαστήρια που συνεδριάζουν στο άστυ, στην Αττική λειτουργούσαν μονομελή δικαστήρια με δικαστές κατά δήμους. Δυνατότητα εκδίκασης επιτόπου παρέχεται και μέσω των δημοσίων διαιτητών. Κατά τους χρόνους ακμής της, η Ηλιαία λειτουργεί ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο (του οποίου όμως οι αποφάσεις είναι τελεσίδικες) όσο και ως διοικητικό και συνταγματικό δικαστήριο. Το ένδικο μέσο της εφέσεως (δημιούργημα του Σόλωνα) δεν έχει σχέση με τη σημερινή του μορφή. Κάθε πολίτης άνω των τριάντα μπορεί να γίνει μέλος του λαϊκού δικαστηρίου, ανεξάρτητα της περιουσιακής του κατάστασης, αρκεί να μην έχει χαρακτηριστεί άτιμος ή οφειλέτης του δημοσίου. Δικαστικός μισθός καθιερώθηκε στα χρόνια του Περικλή, προκειμένου να καταστεί δυνατόν και στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις να μετέχουν στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι δικαστές κληρώνονται από τους καταλόγους των δήμων, ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε δήμου, διαδικασία που διενεργείται από 9 άρχοντες και τον γραμματέα των θεσμοθετών. Συνολικά κληρώνονται 600 πολίτες από κάθε φυλή. Λόγω της αύξησης του αριθμού των υποθέσεων, η Ηλιαία υποδιαιρείται περί τα μέσα του 5ου αιώνα, σε 10 δικαστήρια με 501 μέλη και 1000 αναπληρωματικά το καθένα. Οι ιδιωτικές υποθέσεις κρίνονται συνήθως από 201 δικαστές ενώ οι δημόσιο χαρακτήρα υποβάλλονται στην κρίση πολυμελέστερων δικαστηρίων. Οι δίκες διεξάγονται στην Αγορά και ειδικότερα ορισμένες στο κτίριο της Ηλιαίας ενώ άλλες σε στοές της Αγοράς ή άλλους χώρους. Κάθε δικαστής λαμβάνει μια πινακίδα με το όνομά του, το πατρωνυμικό του, το όνομα του δήμου στον οποίο ανήκει και  το ψηφίο του τμήματός του.  Ο ηλιαστικός όρκος των δικαστών σώζεται ακόμα. Στο αττικό δίκαιο οι υποθέσεις ιδιωτικών υποθέσεων αποτελούν αντικείμενο δίκης ενώ οι υποθέσεις που αφορούν τα συμφέροντα της πόλης αποτελούν αντικείμενο γραφής.
·         Τα φονικά δικαστήρια. Θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε τα λεγόμενα «φονικά δικαστήρια» στα ακόλουθα: (α) Του Αρείου Πάγου ή της Βουλής του Αρείου Πάγου η οποία δίκαζε τις ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και πρόκλησης σωματικής βλάβης καθώς και τα αδικήματα εμπρησμού και της χορήγησης δηλητηριώδους ουσίας εφόσον ο δράστης ενήργησε με ανθρωποκτόνο πρόθεση και το θύμα είχε την ιδιότητα του πολίτη. Το όνομά της το πήρε από τον ομώνυμο λόφο, όπου και συνεδρίαζε και τα μέλη της ήταν από αυτούς που είχαν διατελέσει στους εννέα άρχοντες, έπρεπε όμως να αποδειχτούν άμεμπτοι και υπεύθυνοι στη διαχείριση της δημόσιας εξουσίας και να λογοδοτήσουν για το έργο που έκαναν. (β) Το Παλλάδιο, στο οποίο δικάζονταν από 51 εφέτες οι δίκες ακουσίου φόνου καθώς και η εκούσια  ανθρωποκτονία που θα μπορούσε να αποδοθεί ως εκ προμελέτης απόπειρα φόνου με άδηλο ή μη τετελεσμένο αποτέλεσμα, καθώς και οι φόνοι δούλων, μετοίκων και ξένων. Συνεδρίαζε εκτός των τείχων της πόλεως κοντά στο ναό του Ολυμπίου Διός. (γ) Το Δελφίνιο, στο οποίο δικάζονταν οι υποθέσεις δίκαιου φόνου.  Σύμφωνα με σχετικό νόμο, η θανάτωση ενός προσώπου δεν επισύρει κυρώσεις αν διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων και χωρίς τη βούληση του δράστη, μετά από επίθεση του θύματος (άμυνα), σε πολεμικές συνθήκες αν ο δράστης πέρασε το θύμα για εχθρό και τέλος, θεωρείται δίκαιος ο φόνος του εραστή της συζύγου, μητέρας, αδελφής, θυγατέρας ή παλλακίδας του δράστη που θα συλλάβει τους μοιχούς επ΄ αυτοφόρω. (δ) Της Φρεάττου, που αποτελούσε ιδιόμορφο δικαστήριο εξαιτίας της παραμονής του κατηγορούμενου επί πλοιαρίου στη θάλασσα και των δικαστών στην ξηρά και δίκαζε τους καταδικασμένους ήδη σε εξορία για διαπραχθέντα ακούσιο φόνο, στην περίπτωση που κατηγορούνταν για νέο εκούσιο φόνο ή τραυματισμό (με πρόθεση). (ε) Του Πρυτανείου, με όχι σαφή ιδιαίτερα δικαστικά χαρακτηριστικά, στο οποίο δίκαζε ο βασιλέας με τους φυλοβασιλείς των τεσσάρων αρχαίων αθηναϊκών φυλών χωρίς να είναι διευκρινισμένο αν συμμετείχαν και σε ποιο βαθμό οι φυλοβασιλείς και οι εφέτες. Αρμοδιότητα του η εκδίκαση ανθρωποκτονίας από άγνωστο δράστη, καθώς και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θάνατος προκαλείται από ζώο ή από την πτώση αντικειμένου. Δεν απέβλεπε στην καταδίκη ή στην απαλλαγή του δράστη αλλά στην εξάλειψη του μιάσματος που προκάλεσε ο βίαιος θάνατος ενός προσώπου από δράστη άγνωστο ή στερούμενο λόγου πχ ζώο.

Ιδιωτικό δίκαιο
·         Η έλλειψη οριοθέτησης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου.
·         Τα υποκείμενα του δικαίου.
·         Οικογενειακό δίκαιο.
Þ     Οίκος.
Þ     Ο γάμος. Αποτελεί θεσμό παλαιό όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες.  Ο γάμος υποβάλλεται σε περιορισμούς τόσο ως προς τις προϋποθέσεις σύναψής του όσο και ως προς τις συνέπειές του.  Κατά τους αριστοκρατορικούς χρόνους ο γάμος μεταξύ ατόμων που προέρχονταν από διαφορετικές πόλεις ήταν έγκυρος, αυτό σταμάτησε με το ψήφισμα του Περικλή. Ως κώλυμα του γάμου η συγγένεια λαμβάνονταν πάντα υπόψη.  Στο αττικό δίκαιο απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ συγγενών σε ευθεία γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου απαγορευόταν μεταξύ αδελφών ακόμα και ετεροθαλών. Αντίθετα επιτρεπόταν ο γάμος θείου με ανιψιά ή αδελφών από διαφορετικούς γονείς.
Þ     Συστατικές πράξεις του γάμου. Η αρχαιότερη μορφή έγγαμης σχέσης δημιουργείτο με την αρπαγή της γυναίκας από τον μέλλοντα σύζυγο. Την αρπαγή συναντάμε κατά τους κλασικούς χρόνους στην Σπάρτη όχι όμως ως συστατική πράξη αλλά ως τελετουργική. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, τη θέση της αρπαγής παίρνει η σύμβαση αγοραπωλησίας. Αντικείμενο της σύμβασης είναι η μέλλουσα σύζυγος ενώ το τίμημα καταβάλλει ο σύζυγος αγοραστής και ονομάζεται έδνα, δηλώνει επίσης την προίκα που καταβάλει και ο εξουσιαστής της γυναίκας. Κατά τους κλασικούς χρόνους η σύναψη έγκυρου γάμου προϋποθέτει δύο τυπικές πράξεις την εγγύη και την έκδοση. Η έννοια της εγγύης δεν είναι σαφής. Πρέπει να ήταν σαν υπόσχεση. Μετά απαιτείται μια δεύτερη δικαιοπραξία με εμπράγματο χαρακτήρα που είναι η έκδοση δηλαδή η παράδοση της γυναίκας για να αρχίσει η συμβίωση. Η συμβίωση δεν αρκεί για τη νομιμότητα του γάμου. Απαιτείται να έχει προηγηθεί η εγγύη, χωρίς την οποία η σχέση χαρακτηρίζεται ως παλλακεία.
Þ     Προίκα.
Þ     Λύση του γάμου. Για τους αρχαίους ο γάμος λύεται αυτοδικαίως με τον θάνατο ενός από τους δυο ή με διαζύγιο. Αν την πρωτοβουλία την έπαιρνε ο σύζυγος είχαμε αποπομπή της συζύγου, αν την έπαιρνε η σύζυγος είχαμε απόλειψη. Ο σύζυγος υποχρεούται να χωρίσει αν τον έχει απατήσει η σύζυγος αλλιώς κινδυνεύει να του υποβληθεί η ποινή της ατιμίας. Σύμφωνα με ένα αθηναϊκό νόμο που αποδίδεται στον Σόλωνα όποιος έπιανε τον δράστη (ακόμα και αδελφός της συζύγου) πάνω στην πράξη, ήταν υποχρεωμένος να τον σκοτώσει. Σε περίπτωση που το αδίκημα δεν ήταν αυτόφωρο, η δίωξη ασκείται μέσω γραφής μοιχείας. Ο γάμος όμως λυόταν και χωρίς μεσολάβηση θανάτου ή διαζυγίου. Στο αττικό δίκαιο αναγνωριζόταν στον πατέρα της συζύγου το δικαίωμα αφαιρέσεως, η άσκηση του οποίου οδηγεί στην απομάκρυνση της γυναίκας από τη συζυγική εστία και κατά συνέπεια διακοπή του γάμου. Η άσκηση αυτή που ήταν δυνατή και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους είναι δυνατή εφόσον δεν έχουν γεννηθεί από το γάμο τέκνα.
Þ     Σχέσεις γονέων και τέκνων. Ο αρχηγός του οίκου ασκεί την πατρική εξουσία επάνω στα τέκνα που γεννήθηκαν από έγκυρο γάμο, σε όσα υιοθετήθηκαν καθώς και σε αυτά που γεννήθηκαν μεν εκτός γάμου (από μητέρα αστή) αλλά νομιμοποιήθηκαν. Δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω στον υπεξούσιο ο οποίος εφόσον συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία έχει το δικαίωμα να δημιουργήσει δικό του οίκο. Ήδη από τους σολώνειους χρόνους είχε απαγορευτεί η πώληση των τέκνων από τον πατέρα παρόλο που συναντάμε ακόμα και στους χριστιανικούς χρόνους περιπτώσεις πώλησης και ενεχύρασης τέκνων. Στον πατέρα αναγνωρίζεται το δικαίωμα εκθέσεως δηλαδή η δυνατότητα του ανεπιθύμητου παιδιού. Ο πατέρας αποφασίζει για τον γάμο των θυγατέρων ενώ για τους γιους δεν απαιτείται έγκριση. Σε περίπτωση παραπτώματος του υπεξουσίου ο πατέρας έχει δικαίωμα αποκληρώσεως του. Ο πατέρας έχει υποχρέωση όμως ανατροφής και εκπαίδευσης των τέκνων, διαχείρισης της περιουσίας των ανήλικων τέκνων του. Ανάλογες υποχρεώσεις έχουν και τα τέκνα. Που όταν κληθούν να ασκήσουν δημόσιο αξίωμα ο υποψήφιος οφείλει να αποδείξει ότι συνέδραμε στους γονείς του εν ζωή και τους τίμησε μετά το θάνατό τους. Η κακοποίηση γονέα διώκεται αυτεπαγγέλτως και επισύρει για το τέκνο την ποινή της ατιμίας.
Þ     Υιοθεσία.
Þ     Επίκληρος.
·         Κληρονομικό δίκαιο.
Þ     Αγχιστεία.
Þ     Η εξ αδιαθέτου κληρονομικού διαδοχή.
Þ     Εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή. Στο Σόλωνα αποδίδεται επίσης ο νόμος περί διαθηκών. Εξουσία σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται μόνο σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν έχει γνήσιους άρρενες κατιόντες, τους οποίες δεν δικαιούται να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή, παρά μόνο αν έχει προηγηθεί αποκήρυξή τους. Αν δεν υπάρχουν γνήσιοι άρρενες, παρέχεται η δυνατότητα στον διαθέτη να παρακάμψει τους εξ αγχιστείας, αναθέτοντας τη συνέχιση του οίκου του σε εξ υιοθεσίας υιό.  Ο αττικός νόμος δεν απαιτεί ιδιαίτερο συστατικό τύπο. Έγκυρες είναι τόσο οι έγγραφες όσο και οι προφορικές φτάνει ο διαθέτης να συγκεντρώνει στο πρόσωπο τις εξής προϋποθέσεις (α) ιδιότητα του πολίτη και (β) νόμιμη ηλικία. Ως λόγους ακυρότητας της διαθήκης η Σολώνεια νομοθεσία εισάγει την έλλειψη πνευματικής ικανότητας και την άσκηση βίας σε βάρος του διαθέτη.  Κατά τους κλασικούς χρόνους, λόγοι ακυρότητας ήταν (α) η φρενοβλάβεια (β) το γήρας (γ) η σύνταξη διαθήκης υπό την επήρεια ψυχοφαρμάκου (δ) η επήρεια γυναίκας και (ε) κάθε ψυχολογική ή φυσική βία.
Þ     Η επαγωγή της κληρονομιάς.
·         Εμπράγματο δίκαιο.
Þ     Είδη πραγμάτων.
Þ     Κινητά και ακίνητα.
Þ     Ουσία φανερά (ή εμφανής) και ουσία αφανής.
Þ     Πατρώα και επικτητά.
Þ     Η κυριότητα.
Þ     Ο σχετικός χαρακτήρας της κυριότητας.
Þ     Περιεχόμενο του δικαιώματος κυριότητας.
Þ     Κυριότητα και νομή.
Þ     Απόλυτα και σχετικά δικαιώματα.
Þ     Περιορισμοί της κυριότητας.
Þ     Τρόποι κτήσης της κυριότητας.
Þ     Φυσικοί ή πρωτότυποι τρόποι κτήσεως της κυριότητας.
Þ     Παράγωγοι τρόποι κτήσης της κυριότητας.
Þ     Χρησικτησία.
Þ     Εμπράγματη ασφάλεια.
Þ     Ενέχυρο.
Þ     Πράσις επί λύσει.
Þ     Υποτίθεσθαι.
Þ     Αποτίμημα.
Þ     Υποθηκικοί όροι.
·         Ενοχικό δίκαιο.
Þ     Η υποχρέωση για παροχή.
Þ     Συναλλάγματα.
Þ     Προϋποθέσεις της ενοχικής ευθύνης.
Þ     Ο άτυπος χαρακτήρας των συμβάσεων.
Þ     Η συνθήκη – συγγραφή – ομολογία.







ΙΙΙ. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
·         Οι μεταβολές.  Οι ελληνιστικοί χρόνοι σηματοδοτούν μια σειρά από μεταβολές στον αρχαίο κόσμο. Εγκαθιδρύονται νέα πολιτεύματα με πρότυπο τη μακεδονική βασιλεία ενώ οι πόλεις είτε εντάσσονται σε μια από τις ελληνιστικές είτε εξαναγκάζονται να συμμορφωθούν στις υποδείξεις ενός μονάρχη.
Πολιτειακό πλαίσιο
·         Η βασιλεία.  Το πολίτευμα των ελληνιστικών χρόνων είναι η απόλυτη μοναρχία. Ο τίτλος του βασιλέως είναι κληρονομικός. Η ελληνιστική μοναρχία αναγνωρίζει τη σύζυγο του μονάρχη ως ισότιμο μέλος στη διακυβέρνηση του κράτους. Το κράτος ταυτίζεται με το πρόσωπο του βασιλέως, ο οποίος θεωρείται κύριος του βασιλείου, κύριος της γης, την οποία δικαιούταν να απαλλοτριώνει και να εκμεταλλεύεται σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Το δημόσιο ταμείο ονομάζεται βασιλικό ταμείο, η δημόσια γη βασιλική γη, οι κρατικές τράπεζες βασιλικές τράπεζες και οι καλλιεργητές κρατικών γαιών ονομάζονται βασιλικοί γεωργοί.
·         Η μοναρχική ιδεολογία.  Οι ιδεολογικές βάσεις της ελληνιστικής μοναρχίας, τις οποίες θα επικαλεσθούν αργότερα και οι ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ο βασιλιάς θεωρείται φιλάνθρωπος, ευεργέτης και σωτήρας του λαού.  Χαρακτηριστικό του μονάρχη η αρετή από την οποία απορρέουν ηθικά, πνευματικά και φυσικά χαρίσματα που πρέπει να συγκεντρώνει ο μονάρχης.
·         Η διοίκηση. Κατέστη αναγκαία η δημιουργία μιας πολύπλοκης διοικητικής μηχανής λόγω των εκτεταμένων ελληνιστικών βασιλείων. Κάτω από τις διαταγές του διοικητή βρίσκονται τα άλλα πρόσωπα της υπαλληλικής ιεραρχίας ενώ συγχρόνως σχηματίζεται ένα υπαλληλικό προσωπικό για τις ανάγκες που υπαγορεύουν οι ποικίλες μοναρχικές δραστηριότητες όπως επιστολογράφος, υπομνηματογράφος, επιστάτης, τοπάρχης, οικονόμος, γραμματεύς κλπ
·         Η απονομή της δικαιοσύνης. Οι πολιτειακές μεταβολές δεν άφησαν ανεπηρέαστη την απονομή της δικαιοσύνης. Οι μεταβολές αυτές ωστόσο ήταν διαφορετικές σε πόλεις που είτε δεν εντάχθηκαν σε ένα από τα ελληνιστικά βασίλεια είτε εντάχθηκαν μεν διατήρησαν όμως σχετική αυτονομία.
·         Η απονομή της δικαιοσύνης στις ελληνιστικές πόλεις. Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η ίδρυση των ελληνιστικών μοναρχιών από τους Διαδόχους δεν σήμαναν το τέλος των λαϊκών δικαστηρίων, τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Με την εδραίωση όμως των μοναρχιών η ανεξαρτησία των λαϊκών δικαστών κλονίζεται ανεπανόρθωτα όπως και η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτά με αποτέλεσμα να πηγαίνουν σε άλλες πόλεις να δικαστούν. Η πρακτική αυτή οδήγησε στους περιοδεύοντες δικαστές οι οποίοι συνέβαλαν στην ενοποίηση του δικαίου των ελληνιστικών πόλεων.
·         Η απονομή της δικαιοσύνης στις ελληνιστικές μοναρχίες – Το πρόβλημα της πλειονότητας δικαίων. Στις ελληνιστικές μοναρχίες τα λαϊκά δικαστήρια δεν καταργήθηκαν αμέσως αλλά εξακολουθούσαν να λειτουργούν για ένα διάστημα.  Στο διάστημα όμως αυτό είχαν να συναγωνιστούν τις δικαιοδοτικές εξουσίες των μοναρχών. Οι ελληνιστικές  μοναρχίες χαρακτηρίζονται από πληθυσμιακή πολυμορφία στην οποία αντιστοιχεί μια πλειονότητα δικαίων. Το πρόβλημα της σχέσης των διαφόρων δίκαιων μεταξύ τους γίνεται ιδιαίτερα οξύ στις ελληνιστικές μοναρχίες.
·         Ιεράρχηση των κανόνων δικαίου. Στην κορυφή βρίσκονται οι διατάξεις των μοναρχών, σε περίπτωση κενού της βασιλικής νομοθεσίας, εφαρμόζονται οι ελληνικής προέλευσης εθιμικές ρυθμίσεις που ισχύουν μεταξύ των ελλήνων κατοίκων της Αιγύπτου. Σε περίπτωση τέλος, κενού νόμου, οι δικαστές καλούνται να αποφασίσουν κατά κρίση δικαίου ανδρός.
·         Το παράδειγμα της ελληνιστικής Αιγύπτου.
Ιδιωτικό δίκαιο
·         Η «νομική κοινή».  Οι ελληνιστικοί χρόνοι δεν μας κληροδότησαν μόνο την «ελληνιστική κοινή», τη γλώσσα των Ευαγγελίων αλλά και μια «νομική κοινή». Η κατάλυση των στενών γεωγραφικών ορίων που είχαν θέσει οι κλασικές πόλεις, η πληθυσμιακή κινητικότητα, η συνύπαρξη ατόμων διαφορετικής προέλευσης, η χρησιμοποίηση κοινών συμβολαιογραφικών τύπων χωρίς να αγνοηθεί και ο ρόλος των περιοδευόντων από πόλη σε πόλη δικαστών, συνέβαλαν στην ουσιαστική ενοποίηση των διαφόρων τοπικών δικαίων του ελληνιστικού κόσμου. Η ενοποίηση όμως αυτή περιορίστηκε και δεν οδήγησε στη δημιουργία ενός μικτού δικαίου αποτελούμενου από στοιχεία ελληνικά και στοιχεία προερχόμενα από νομικές παραδόσεις άλλων λαών.
·         Η ανάπτυξη του εθιμικού δικαίου. Η συμβολή κάθε πόλεως στη διαμόρφωση του ελληνιστικού δικαίου δεν μπορεί να καθοριστεί. Είναι άγνωστη η προέλευση της κάθε διάταξης που ενσωματώνουν οι συμβαλλόμενοι της εποχής στα διάφορα δικαιοπρακτικά έγγραφα. Οι περισσότερες διατάξεις στο ελληνιστικό δίκαιο έχουν εθιμικό χαρακτήρα. Νέοι νόμοι και ψηφίσματα που να ενδιαφέρουν το ιδιωτικό δίκαιο ελάχιστοι εκδίδονται, τόσο από τις πόλεις που διατηρούν σχετική νομοθετική αυτονομία όσο και από τους ελληνιστικούς μονάρχες. Οι διατάξεις που εφαρμόζονται σε διάφορες ελληνιστικές πόλεις έχουν εθιμικό χαρακτήρα ακόμα και αν οι ενδιαφέρουν τις αναφέρουν ως νόμους. Τη θέση του νόμου στην ελληνιστική μοναρχία καταλαμβάνει η βασιλική νομοθεσία ενώ η ονομασία νόμος διατηρείται στις διατάξεις που εφαρμόζουν οι ελληνικής καταγωγής υπήκοοι.  Οι ελληνιστικοί χρόνοι ήταν πολύ πρόσφοροι για την ανάπτυξη του εθίμου και την αποδοχή τους μεταξύ των κανόνων δίκαιου. Ακόμα και στις λαϊκές συνελεύσεις παύουν να εκδίδουν νόμους αφού τις διατάξεις εθιμικού χαρακτήρα τις αποκαλούν νόμους.  Αντίθετα δεν αποκαλούνται νόμοι οι διατάξεις των μοναρχών.

·         Οικογενειακό δίκαιο.
Þ     Ο ελληνιστικός γάμος. Ο γάμος του αττικού δίκαιου προϋπόθετε τη διενέργεια δύο συστατικών πράξεων, την εγγύη και την έκδοση. Η ουσία ωστόσο του κλασικού γάμου συνίσταται με τη συμβίωση. Ο γάμος των ελληνιστικών χρόνων αποτελεί συγκερασμό των παραπάνω σχέσεων. Η εγγύη και η έκδοση διατηρούνται ενώ στα δημόσια αρχεία της Μυκόνου αναγράφονται υπό το όνομα εγγυήσεις δικαιοπραξίες με αντικείμενο τη σύσταση της προίκας.  Στο δίκαιο της ελληνιστικής Αιγύπτου η μεν εγγύη εξαφανίζεται και παραμένει μόνο η έκδοση της νύφης από τον κύριο της γυναίκας ή τους γονείς ή από τον ένα γονέα ή και από την ίδια την ενδιαφερόμενη (αυτοέκδοση).  Η ιδιότητα του πολίτη κτάται ευχερέστερα και παύει να αποτελεί μέλημα των πολιτών η καθαρότητα του σώματος. Ο γάμος παύει να αποτελεί σχέση που καταρτίζεται μεταξύ δύο οίκων για το συμφέρον της πόλεως και γίνεται υπόθεση μεταξύ δύο προσώπων.
Þ     Προϋποθέσεις έγκυρου γάμου. Στις ελληνιστικές πόλεις εξακολουθεί να απαιτείται η κοινή προσέλευση των συζύγων. Στο εσωτερικό των μοναρχιών και εκτός των πόλεων, η κοινή καταγωγή χάνει κάθε σημασία.  Οι συνέπειες μικτών γάμων στο εσωτερικό των ελληνιστικών μοναρχιών έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και δεν επιδρούν στο κύρος της έγγαμης σχέσης. Η συγγένεια σε ευθεία γραμμή μεταξύ δύο προσώπων εξακολουθεί να συνιστά κώλυμα γάμου.  Αντίθετα εκ πλαγίου δεν αποτελεί κώλυμα γάμου ακόμα και μεταξύ αδελφών.
Þ     Συγγραφή συνοικισίας. Το στοιχείο που προσδίδει τον ελληνιστικό γάμο είναι η συμβίωση. Ο ίδιος ο γάμος ονομάζεται συνοικισία ενώ οι προσωπικές και οι περιουσιακές μεταβολές μεταξύ των συζύγων ρυθμίζονται εγγράφως από τη συγγραφή συνοικισίας. Τα συμβόλαια του γάμου περιλαμβάνουν λεπτομερείς διατάξεις για τη προίκα, η σύσταση της οποίας αποτελεί τον κανόνα καθόλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αναγνωρίζεται ρητώς και η δυνατότητα αγγράφως συνείναι. Το αρχαιότερο γαμήλιο συμβόλαιο που έχει διασωθεί περιλαμβάνεται σε έναν πάπυρο του 310 π.Χ. Από τα γαμικά συμβόλαια των ελληνιστικών χρόνων και ρωμαϊκών χρόνων γίνεται εμφανές ότι ο γάμος έχει πλέον χειραφετηθεί από κάθε κρατική κηδεμονία. Αποτελεί μια ελεύθερη σχέση μεταξύ ανδρός και γυναικός με έννομες συνέπιες προσωπικού και περιουσιακού χαρακτήρα. Η γυναίκα εξακολουθεί να περιέρχεται στην εξουσία του ανδρός μέσω της έκδοσης, η πράξη όμως μεταβίβασης δεν ενεργείται μόνο από τον κύριό της αλλά συμμετέχει η μητέρα και η ίδια. Το περιεχόμενο της εξουσίας είναι προϊόν διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο μερών. Η σύμπραξη δημόσιας αρχής απαιτείται όχι για το κύρος του γάμου αλλά για τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών μεταβολών που έγιναν από τον γάμο. Όπως και στους κλασικούς χρόνους η προίκα δεν περιέρχεται στην κυριότητα του συζύγου αλλά η χρήση της. Την κυριότητα την έχει η σύζυγος υπέρ της οποίας συνιστάται συχνά εμπράγματη ασφάλεια σε βάρος της περιουσίας του συζύγου και οι σύζυγοι διοικούν από κοινού την περιουσία τους. Αν ο σύζυγος δεν επιστρέψει την προίκα χορηγείται στη σύζυγο ειδικό ένδικο βοήθημα.
Þ     Διαζύγιο. Στο ελληνιστικό δίκαιο, ο σύζυγος μπορεί να λύσει μονομερώς το γάμο μέσω αποπομπής της συζύγου, η δε σύζυγος έχει το δικαίωμα απαλλαγής. Συγχρόνως είναι δυνατό το συναινετικό διαζύγιο. Το διαζύγιο πραγματοποιείται με την διακοπή της συμβίωσης ατύπως. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. υπάρχουν περιπτώσεις τυπικών δηλώσεων διαζυγίου.  Στα συμβόλαια γάμου των πρώτων ελληνιστικών χρόνων περιλαμβάνεται ποινική ρήτρα σε βάρος του συζύγου που λύει μονομερώς το γάμο.  Η ποινική ρήτρα έλεγε ότι ο σύζυγος πρέπει να επιστρέψει στη σύζυγο εκτός από την προίκα και παραχρήμα ίσο με την αξία της προίκας και αργότερα με το ήμισυ αυτής.  Στα μεταγενέστερα συμβόλαια δεν υπάρχει ποινική ρήτρα αλλά επιστροφή της προίκας. Η υποχρέωση διατροφής και επιμέλειας τέκνων διατηρείται από τον σύζυγο αλλά κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους υπάρχουν περιπτώσεις που την επιμέλεια την έχει η μητέρα και οι συγγενείς από τη μητρική πλευρά.
Þ     Σχέσεις γονέων και τέκνων. Η εξουσία του πατέρα (κύριος και επίτροπος) παύει με την ενηλικίωση του τέκνου (άρρενες κατιόντες) αντίθετα με τον πάτερ φαμίλια που διαρκεί όσο ζει ο φορέας της. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι αρχίζουν να δέχονται εξουσίες για τον πάτερ φαμίλια ταυτόσημες του επιτρόπου. Η πατρική εξουσία λήγει με την ενηλικίωση του υπεξουσίου, με το γάμο για θυγατέρες, την αποκήρυξη ή με το θάνατο του εξουσιαστή.
Þ     Υιοθεσία. Η υιοθεσία είναι πλέον δυνατή και ας υπάρχουν γνήσιοι κατιόντες και η σχετική πράξη δεν χρειάζεται να εγκριθεί από τα μέλη της φατρίας που ανήκει ο υιοθετών, όπως συνέβαινε στους κλασικούς χρόνους. Η υιοθεσία συνοδεύεται από τη σύνταξη εγγράφου ενώ παύουν να υπάρχουν οι περιορισμοί όσον αφορά στο πρόσωπο του υιοθετουμένου που είναι δυνατόν να είναι ακόμα και απελεύθερος του υιοθετούντος ή θύλης. Περιορισμοί ξαναεμφανίζονται κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Þ     Η επίκληρος. Ο θεσμός αυτός διατηρείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους σε ορισμένες πόλεις της Ελλάδος απουσιάζει όμως από τις ελληνιστικές μοναρχίες.
·         Κληρονομικό δίκαιο.
Þ     Η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή. Στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του αποβιώσαντος. Οι θυγατέρες καλούνται εφόσον δεν έλαβαν προίκα.  Στο αλεξανδρινό δίκαιο των ρωμαϊκών χρόνων τα τέκνα που γενιώνται από το γάμο αστής με ξένο δεν κληρονομούν τη μητέρα.  Από τους ελληνιστικούς χρόνους καλείται και η σύζυγος. Αν δεν υπάρχουν συγγενείς σε ευθεία γραμμή ή σύζυγος. Καλούνται οι εκ πλαγίου συγγενείς που εξακολουθούν να ονομάζονται εξ αγχιστείας.  Αγνοούμε μέχρι ποιο βαθμό συγγένειας εκτείνεται η αγχιστεία των ελληνιστικών χρόνων.
Þ     Εκ διαθήκης διαδοχή. Οι διαθήκες των ελληνιστικών χρόνων καταρτίζονται εγγράφως και αποτελούνται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο διαθέτης χρησιμοποιεί τυπικές εκφράσεις ότι το έγγραφο συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου. Το δεύτερο μέρος αρχίζει με τη φράση «έχοντας σώας τας φρενός»  και περιλαμβάνει διατάξεις τελευταίας βούλησης που αφορούν είτε το σύνολο της περιουσίας είτε μέρος αυτής, την εγκατάσταση κληρονόμου ή κληροδόχου, την επιβολή υποχρεώσεων στους νόμιμους κληρονόμους, τον ορισμό εκτελεστή διαθήκης, επιτρόπου ανηλίκων τέκνων ή της συζύγου, τη σύσταση προίκας κλπ. Συχνά η διαθήκη περιλαμβάνει ρήτρα περί μη προσβολής της. Ικανότητα σύνταξης διαθήκης αναγνωρίζεται στους αρρένες ενηλίκους. Όσον αφορά τις γυναίκες η σύνταξη διαθήκης είναι κάτι ασυνήθιστο. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως οι σύζυγοι συντάσσουν από κοινού διαθήκη. Οι διατάξεις τελευταίας βούλησης έχουν χαρακτήρα ανακλητό. Η δυνατότητα ανάκλησης προβλέπεται μέσω ειδικής ρήτρας της διαθήκης. Για να είναι έγκυρη η ανάκληση είτε πρέπει να αναφέρεται στη νέα διαθήκη είτε να συνταχθεί ειδικό έγγραφο ανάκλησης ή ο διαθέτης να αποσύρει το έγγραφο της διαθήκης από τον συμβολαιογράφο όπου φυλάσσεται.
Þ     Επαγωγή της κληρονομιάς. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους για την επαγωγή της κληρονομιάς απαιτείται η σχετική δήλωση αποδοχής και απογραφής της κληρονομιάς από τον κληρονόμο στις αρμόδιες αρχές με παρουσία μαρτύρων προκειμένου να αναγνωριστεί ως κληρονόμος και να πληρώσει και τον αναλογούντα φόρο κληρονομιάς. Αντίθετα από ότι ίσχυε στους κλασικούς χρόνους, στη διαδικασία αυτή υποβάλλονται και οι κατιόντες του αποβιώσαντος.
Þ     Δωρεά αιτία θανάτου. Η δωρεά που καταρτίζεται εν ζωή του δωρητή και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά το θάνατό του, δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς με την σύνταξη της διαθήκης όμως επηρεάζεται από τις διατάξεις της εκ διαθήκης διαδοχής. Οι δωρεές αιτία θανάτου των ελληνιστικών χρόνων έχουν ανακλητό χαρακτήρα εφόσον στη σύμβαση δεν έχει περιληφθεί σχετική ρήτρα. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μετά, οι δωρεές αιτία θανάτου συχνά περιλαμβάνουν ειδική ρήτρα περί μη ανάκλησής της.
Þ     Γονική παροχή. Παροχές των γονέων προς τα τέκνα πραγματοποιούνται είτε μέσω εικονικής πώλησης είτε μέσω αμετάκλητης δωρεάς εν ζωή. Η κυριότητα μεταβιβάζεται στους κατιόντες και με τους δύο δικαιοπρακτικούς τύπους κατά τρόπο αμετάκλητο.
·         Εμπράγματο δίκαιο.
Þ     Η ορολογία της κυριότητας. Ο όρος κύριος δηλώνει τόσο τον κύριο και τον νομέα όσο και τον φορέα περιορισμένου εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος.  Από τον 2ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να χρησιμοποιούνται οι όροι δεσποτεία και νομή.
Þ     Αντικείμενα και φορείς των εμπράγματων δικαιωμάτων. Η σοβαρότερη μεταβολή που παρατηρείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αφορά στην έγγειο ιδιοκτησία. Ενώ στο εσωτερικό των πόλεων η κυριότητα ακινήτων είναι δυνατό να ανήκει στην πόλη (δημόσια), σε ναούς (ιερά γη) ή σε ιδιώτες (πολίτες ή ξένους που έχουν δικαίωμα κτήσεως), στο εσωτερικό των μοναρχιών η ατομική ιδιοκτησία υφίσταται περιορισμούς.  Ατομική ιδιοκτησία αναγνωρίζεται μόνο για οικίες και κήπους. Στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις ένα μέρος παραχωρείται σε κληρούχους οι οποίοι πέρα από τις υπηρεσίες τους στο στράτευμα έπρεπε να δίνουν και φόρο.  Αν δεν τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους οι εκτάσεις μεταβιβάζονταν σε άλλους κληρούχους. Για λόγους πολιτικούς, κατακτώντας την Αίγυπτο ο Αύγουστος επέκτεινε την ατομική ιδιοκτησία των γαιών και η κληρουχική γη  έγινε ιδιωτική.
Þ     Τρόποι κτήσης της κυριότητας. Όπως και στους κλασικούς χρόνους έτσι και στους ελληνιστικούς χρόνους δεν υπάρχουν αρχαία κείμενα για τους τρόπους κτήσης της κυριότητας. Αλλά αυτοί μας αποκαλύπτονται μέσω μιας επιγραφής που καταγράφει μια διεθνής διαιτησία σε μια εδαφική διαφορά μεταξύ κρητικών πόλεων. Σύμφωνα με την διαιτητική απόφαση η κυριότητα των ακινήτων αποκτάται μέσω κληρονομιάς, εν ζωή μέσω αγοραπωλησίας, μέσω κατάληψης στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων και τέλος μέσω παραχώρησης από δημόσια αρχή.
Þ     Χρησικτησία. Η χρησικτησία αποτέλεσε αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης από τους Πτολεμαίους.  Από τον 2ο αιώνα π.Χ. γίνεται διάκριση μεταξύ χρησικτησίας κινητών και ακίνητων πραγμάτων. Προϋποθέσεις της δεύτερης είναι η δικαία αιτία και η αδιατάρακτη άσκηση της νομής επί δέκα έτη, αν το άλλο μέρος κατοικεί στην ίδια επαρχία και είκοσι έτη αν διαμένει σε διαφορετική.
Þ     Προστασία της κυριότητας.  Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους εξακολουθεί να μην γίνεται διάκριση μεταξύ των ένδικων βοηθημάτων προστασίας της κυριότητας και της νομής. Τα σχετικά ένδικα βοηθήματα ασκούνται από τον ενάγοντα, ο οποίος θεμελιώνει την αξίωσή του στην αδικαιοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου.
Þ     Εμφύτευσις. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους οι συμβάσεις μέσω των οποίων  το δημόσιο παραχωρεί σε τρίτους (συχνά σε ναούς) την καλλιέργεια της γης δεν διαφέρουν από τις κοινές μισθώσεις ακινήτων. Οι μισθώσεις αυτές είναι όμως στο διηνεκές μέχρι να υπάρξει ισχυρός λόγος που θα επιβάλλει τη λύση τους. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ορισμένα από αυτά τα ακίνητα δημεύθηκαν και το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους περιήλθε στους ναούς οι οποίοι και εκμισθώνουν σε τρίτους. Κατά τους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες, οι ες αεί αυτές παραχωρήσεις της εκμετάλλευσης ακινήτων αποκτούν εμπράγματο χαρακτήρα και το σχετικό δικαίωμα ονομάζεται εμφύτευσις.  Ο εμφυτευτής καταβάλλει ένα είδος μισθώματος και δικαιούται να ασκεί το δικαίωμά του εις το διηνεκές, δικαιούμενος να το μεταβιβάζει εν ζωή και αιτία θανάτου.
Þ     Εμπράγματη ασφάλεια. Οι τυπικές μορφές εμπράγματης ασφάλειας διατηρούνται και στους ελληνιστικούς χρόνους.
Þ     Ωνή εν πίστει. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους συνεχίζεται η αγορά εν πίστη. Αντικείμενό της είναι ακίνητα και ζώα τα οποία και παραδίδονται στον δανειστή. Αν ο δανειστής είχε και κυριότητα και νομή δεν μπορεί να απαντηθεί καθώς δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στα δύο δικαιώματα. Με την εξόφληση του χρέους ο δανειστής υποχρεούταν να επαναμεταβιβάσει το πράγμα στον οφειλέτη. Αν αντίθετα δεν ικανοποιηθεί ο δανειστής γινόταν κύριος του πράγματος.
Þ     Υποθήκη. Η υποθήκη του ελληνιστικού δικαίου εμφανίζεται υπό δύο μορφές: αφενός διατηρείται ο αρχαϊκός τύπος υποθήκης όπου σε περίπτωση μη εξόφλησης, η κυριότητα του πράγματος επί του οποίου είχε συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια περιέχεται στο δανειστή. Αφετέρου σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει την πώληση του υποθηκευθέντος ακινήτου και να ικανοποιηθεί από το προϊόν της πώλησης. Η τελευταία πρακτική εφαρμόζεται τόσο στα ελληνιστικά βασίλεια όσο και στις πόλεις.  Για παράδειγμα, στη Σάμο διασώζεται ένας νόμος του 2ου αιώνα π.Χ. που επιβάλλει σε περίπτωση μη εξόφλησης την πώληση του πράγματος και την ικανοποίηση του δανειστή από το τίμημα.
Þ     Υπάλλαγμα. Καταρτίζεται με την παράδοση από τον οφειλέτη στο δανειστή των τίτλων που πιστοποιούν την κυριότητα του οφειλέτη πάνω σε συγκεκριμένο ακίνητο.  Με την ενεχυρίαση των τίτλων, ο οφειλέτης δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει σε τρίτο το ακίνητο χωρίς την συναίνεση του δανειστή. Σε περίπτωση μη καταβολής ο δανειστής δεν αποκτά αυτοδικαίως την κυριότητα αλλά οφείλει να κινήσει την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο τρόπος αυτός εξακολουθεί και στους ρωμαϊκούς χρόνους.
Þ     Ενέχυρο. Το ενέχυρο του ελληνιστικού δικαίου υφίσταται και αυτό μεταβολές όπως και η υποθήκη. Εξακολουθεί να καταρτίζεται με την παράδοση του πράγματος στο δανειστή όμως σε περίπτωση εξόφλησης ο δανειστής υποχρεούται σε λύτρωση ενεχύρου, αν αντίθετα δεν καταβάλει τα χρήματα τότε η κυριότητα επιδικάζεται στον δανειστή, δεν αποκτάται αυτοδικαίως.
Þ     Αντίχρησις. Από τους ελληνιστικούς χρόνους και ακόμα και μέχρι τους μεταϊουστινιάνειους, η σύσταση υποθήκης συνοδεύεται συχνά από ειδική συμφωνία των μερών με την οποία παραχωρείται στο δανειστή εμπράγματο δικαίωμα οίκησης ή επικαρπίας επάνω στο ενυπόθηκο ακίνητο (αντίχρησις). Με το δικαίωμα οίκησης ή επικαρπίας επιδιώκεται είτε η απόσβεση του κεφαλαίου του δανείου είτε η κάλυψη των τόκων (υπάλλαγμα).  Γίνεται δεκτό ότι ο δανειστής έχει περισσότερες από μία απαιτήσεις (κεφάλαιο και τόκοι).
·         Ενοχικό δίκαιο.
Þ     Ορολογία του ενοχικού δικαίου. Τα βασικά χαρακτηριστικά του ενοχικού δικαίου της κλασικής αρχαιότητας διατηρούνται και στο ελληνιστικό δίκαιο. Η λέξη συνάλλαγμα εξακολουθεί να υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, την ενοχική και κυρίως τη συμβατική σχέση. Ο όρος αυτός κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους συνοδεύεται από το επίθετο έγγραφο. Την ίδια εποχή αρχίζει να υπάρχει η αντιπαραβολή έγγραφων συμβάσεων και άγραφων. Η ομολογία του ελληνιστικού δικαίου σημαίνει έγγραφη δημοσιοποίηση μιας ήδη καταρτισμένης σύμβασης. Πχ ομολογία γάμου, ομολογία υποθήκης κλπ. Ο όρος συγγραφή συνοδεύεται από ένα διευκρινιστικό επίθετο του περιεχομένου του εγγράφου πχ συγγραφή μισθώσεως, συγγραφή συνοικεσίου, συγγραφή δανείου κλπ. Ο τελευταίος όρος χρησιμοποιείται τόσο σε έγγραφες συμβάσεις όσο και σε προφορικές συμφωνίες.
Þ     Οφειλή και ευθύνη. Ο όρος ενοχή αρχίζει να χρησιμοποιείται από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.  Μέχρι τον  3ο αιώνα π.Χ. ο οφειλέτης όφειλε, αλλά δεν έφερε την ευθύνη.   Ο εγγυητής αναλαμβάνει την ευθύνη για την εξόφληση του χρέους αλλά δεν είναι ο οφειλέτης. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. όμως και μετά, ο  οφειλέτης είναι και εγγυητής. Μέσω της πρακτικής αυτής κατέληξε να γίνει δεκτό ότι το ίδιο πρόσωπο, ο οφειλέτης, φέρει τόσο την οφειλή όσο και την ευθύνη.
Þ     Έγγραφες και άγραφες συμβάσεις. Παρόλη τη διάδοση που είχε ο έγγραφος τύπος, το έγγραφο εξακολουθεί και στο ελληνιστικό δίκαιο να μην είναι αναγκαίο για το κύρος της συμβατικής σχέσης (πχ δάνειο, πώληση, μίσθωση πράγματος, αρραβώνας, εταιρεία, δωρεά).  Η ίδια πρακτική διατηρείται και στους ρωμαϊκούς χρόνους.  Ήδη από το δίκαιο της κλασικής αρχαιότητας, προϋπόθεση της ισχύος μιας συμβατικής σχέσης είναι ο εκούσιος χαρακτήρας της.  Ο όρος εκών δήλωνε ότι η συμπεριφορά των συμβαλλομένων δεν είναι αποτέλεσμα βίας ή ανάγκης. Τα λεγόμενα ελαττώματα της βούλησης (πλάνη, απάτη, δόλος) δεν επιφέρουν ακυρότητα της σύμβασης διότι δεν αναιρούν το εκούσιο της συμπεριφοράς. Μόνο αν αποδείξει ο εξαπατηθείς ότι λόγω της συμπεριφοράς του αντισυμβαλλόμενου υπέστη ζημιά δικαιούται να επικαλεστεί ακυρότητα και να αποζημιωθεί.  Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους όμως ακόμα και αν η σύμβαση αποτελεί προϊόν εξαπάτησης, η σύμβαση παραμένει ισχυρή.  Παρέχεται όμως η δυνατότητα στον εξαπατημένο εφόσον είναι Ρωμαίος Πολίτης να ζητήσει την εις ακέραιο αποκατάσταση. Στα μεταγενέστερα δικαιοπρακτικά έγγραφα, οι συμβαλλόμενοι φροντίζουν να περιλάβουν ειδική ρήτρα με την οποία αποκλείεται η προσβολή του εγγράφου λόγω πλαστότητας ή ελαττώματος της βούλησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου